Πολλές φορές, η μνήμη μας γίνεται επιλεκτική και ξεχνάμε πράγματα που ζήσαμε έντονα και πολύ πρόσφατα, ειδικά στα χρηματιστήρια και τις διεθνείς αγορές. Καθώς λοιπόν μπήκαμε στον Αύγουστο, αποφασίσαμε να θυμηθούμε λίγο την ατμόσφαιρα που επικρατούσε πριν έναν χρόνο στις διεθνείς αγορές. Χωρίς καμία υπερβολή, δεν έχει καμία σχέση με την τωρινή ψυχολογία των επενδυτών στις αγορές μετοχών, ομολόγων, συναλλάγματος και εμπορευμάτων. Οι επενδυτές φοβόντουσαν για πολλά πράγματα και ανησυχούσαν για πολλά άλλα, ενώ είχαν προεξοφλήσει σχεδόν κατά 100% ορισμένες πολύ αρνητικές εξελίξεις.
Οι εξαιρετικά υψηλές μετρήσεις του πληθωρισμού και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, οι αυξήσεις των επιτοκίων οι οποίες μετρούσαν ήδη μερικούς μήνες στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο και είχαν μόλις ξεκινήσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η μεγάλη άνοδος του δολαρίου και η τεράστια αναταραχή στις διεθνείς αγορές καυσίμων, μετάλλων και αγροτικών προϊόντων είχαν δημιουργήσει ένα πολύ απαισιόδοξο σκηνικό.
Η σχετική ηρεμία που επικρατούσε στις χρηματιστηριακές αγορές μετά την πρώτη βίαιη πτώση που ακολούθησε τις πρώτες αυξήσεις επιτοκίων στις ΗΠΑ και την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, έδωσε τη θέση της στον έντονο προβληματισμό προς τα μέσα του μήνα όταν οι αξιωματούχοι της Fed «έβαλαν πάγο» στις αγορές διαμηνύοντας πως οι αυξήσεις των επιτοκίων ήταν ακόμα στην αρχή τους. Ο πολύ υψηλός πληθωρισμός είχε δημιουργήσει σοβαρές ανησυχίες για τις επιπτώσεις του στις επιχειρήσεις και τα οικονομικά τους αποτελέσματα. Η ισχυρή άνοδος του δολαρίου, εκείνες τις μέρες ένα ευρώ άξιζε λιγότερο από ένα δολάριο ΗΠΑ, προκαλούσε ακόμα μεγαλύτερη έξαρση των πληθωριστικών πιέσεων ανά τον κόσμο σε συνδυασμό με τις πολύ υψηλές τιμές των καυσίμων, των μετάλλων και των αγροτικών προϊόντων.
Όλα αυτά είχαν φέρει στην ημερήσια διάταξη πολύ απαισιόδοξα σενάρια για την πορεία της οικονομίας στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πλειοψηφία των οικονομολόγων και των αναλυτών εκτιμούσε πως η εμφάνιση οικονομικής ύφεσης ήταν αναπόφευκτη για τις ΗΠΑ, ενώ για την Ευρωπαϊκή Ένωση η διάγνωσή τους μιλούσε για σίγουρη βαθιά ύφεση. Μιλώντας για την Ε.Ε., εκείνες τις μέρες κυριαρχούσε και η ανησυχία για την επάρκεια ενεργειακών πρώτων υλών ενόψει του χειμώνα. Τα σενάρια καταστροφής που υποστήριζαν πως η Γερμανία θα έμενε από φυσικό αέριο και τα εργοστάσιά της θα σταματούσαν τη λειτουργία τους ακούγονταν και γράφονταν καθημερινά με την τιμή του Ευρωπαϊκού φυσικού αερίου να ξεπερνά στο τέλος του μήνα τα 300 Ευρώ/ Mwh. Οι τιμές των βιομηχανικών εταιρειών στη Γερμανία και γενικότερα στην Ευρώπη είχαν πέσει πάρα πολύ χαμηλά ως αποτέλεσμα της έντονης απαισιοδοξίας.
Η κατάσταση που επικρατεί στο ξεκίνημα του φετινού Αυγούστου είναι αρκετά διαφορετική. Παρά τη μικρή (τουλάχιστον προς το παρόν) αναταραχή που προκάλεσε η υποβάθμιση του αξιόχρεου των ΗΠΑ από τον οίκο Fitch, οι περισσότερες δυτικές χρηματιστηριακές αγορές βρίσκονται στα υψηλότερα σημεία των τελευταίων δώδεκα μηνών. Πολλοί χρηματιστηριακοί αναλυτές εκτιμούν πως υπάρχουν και άλλα περιθώρια ανόδου ενώ τα σενάρια περί ύφεσης είναι πλέον εκτός μόδας. Αυτό που θεωρείται πλέον πολύ πιθανόν είναι πως θα επιτευχθεί κάτι που πέρυσι φαινόταν εντελώς απίθανο, αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν soft landing, δηλαδή η τιθάσευση του πληθωρισμού χωρίς σοβαρές παρενέργειες, χωρίς οικονομική ύφεση και σοβαρή αύξηση των ποσοστών ανεργίας.
Ο πληθωρισμός έχει πέσει αρκετά σε σχέση με τις μετρήσεις του περσινού καλοκαιριού και οι χρηματιστηριακές αγορές έχουν πλέον βάσιμους λόγους για να ελπίζουν πως η διαδικασία αύξησης των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες έχει πλησιάσει προς το τέλος της. Σε αυτό έχει βοηθήσει και η πτώση των τιμών στις διεθνείς αγορές εμπορευμάτων. Παρά την πρόσφατη άνοδό της, η τιμή του αργού πετρελαίου είναι χαμηλότερη από την περσινή κατά τουλάχιστον 10%, ενώ για το φυσικό αέριο η πτώση είναι εντυπωσιακή: στις ΗΠΑ είναι τουλάχιστον 70% κάτω από την περσινή και στην Ευρώπη η σημερινή τιμή είναι 90% από τα υψηλά που σημειώθηκαν πέρυσι στις 26 Αυγούστου.
Αρκετά πιο χαμηλές είναι και οι τιμές στα αγροτικά προϊόντα. Η αναταραχή στις αγορές συναλλάγματος δείχνει να έχει κοπάσει, το δολάριο ΗΠΑ έχει αδυνατίσει και οι διακυμάνσεις είναι πολύ πιο ομαλές. Με λίγα λόγια, χωρίς να υποστηρίζουμε πως τώρα επικρατεί άκρατη αισιοδοξία, είναι σαφές πως λίγοι περιμένουν κάτι κακό και αρκετοί εκτιμούν πως τα πράγματα μπορεί να πάνε ακόμα καλύτερα.
Επιστρέφοντας στο 2022, πρέπει να πούμε πως οι περισσότερες από τις εξαιρετικά αρνητικές προβλέψεις διαψεύσθηκαν πανηγυρικά. Μπορεί η Fed και η ΕΚΤ να συνέχισαν τις αυξήσεις των επιτοκίων αλλά η οικονομία άντεξε και η ύφεση δεν ήρθε, ούτε στις ΗΠΑ ούτε στην Ε.Ε. Παρά την αύξηση των επιτοκίων, οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων δεν εκτοξεύθηκαν και, αν εξαιρέσουμε την κρίση των περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ τον Μάρτιο, δεν έχουν εμφανιστεί σοβαρές παρενέργειες στη διεθνή οικονομία σαν συνέπεια των αυξήσεων. Το ευρώ δεν έπεσε ακόμα περισσότερο, όπως προφήτευαν πολλοί εκείνες τις μέρες, τα γερμανικά εργοστάσια έμειναν ανοικτά και οι ευρωπαίοι πολίτες δεν χρειάστηκε να αγοράσουν επιπλέον πουλόβερ για να αντιμετωπίσουν το κρύο, όπως είχε προτείνει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Η μεγάλη άνοδος των τιμών των μετοχών που άρχισε κάποια στιγμή στις αρχές του φθινοπώρου ήρθε και σαν συνέπεια της διάψευσης αυτών των απαισιόδοξων προβλέψεων. Βοήθησε βέβαια και η ενασχόληση των διεθνών χρηματιστηρίων με την επερχόμενη επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιστροφή της αγοραστικής διάθεσης στους επενδυτές.
Αυτά όμως αποτελούν ιστορία. Αυτό που μας απασχολεί αυτή τη στιγμή είναι το τι θα γίνει από εδώ και μετά. Θα επιβεβαιωθεί η καλή διάθεση μεγάλου μέρους των οικονομολόγων, χρηματιστηριακών αναλυτών και επενδυτών οι οποίοι εκτιμούν πως έχουμε ξεπεράσει τον κίνδυνο και κατά συνέπεια οι χρηματιστηριακές αγορές μπορούν να κινηθούν και άλλο ανοδικά με περιορισμένα περιθώρια σημαντικής πτώσης; Ή μήπως θα γίνει κάτι αντίστοιχο με τον περσινό Αύγουστο και τα επικρατέστερα σενάρια θα διαψευσθούν;
Η αλήθεια είναι πως μπορούμε να φέρουμε στο μυαλό μας ορισμένα πράγματα που θα μπορούσαν να αλλάξουν την κατάσταση προς το χειρότερο. Ένα από αυτά είναι η παραμονή των επιτοκίων αναφοράς στα τωρινά επίπεδα για αρκετούς μήνες ακόμα, μέχρι τουλάχιστον την άνοιξη του 2024. Όπως έχει πει επανειλημμένα η ηγεσία της Fed, ακόμα δεν έχουμε δει τις συνέπειες της ανόδου των επιτοκίων στην οικονομία. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορούμε να αποκλείσουμε μία απότομη χειροτέρευση στην οικονομία, με αρνητικές συνέπειες στην πορεία των επιχειρήσεων και των οικονομικών τους αποτελεσμάτων.
Ένα άλλο πιθανό πρόβλημα έχει να κάνει με την πιθανότητα εκ νέου σημαντικής ανόδου στις τιμές των καυσίμων, κυρίως του πετρελαίου, σαν συνέπεια του περιορισμού της παραγωγής από τις χώρες του ΟΠΕΚ +. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει αναζωπύρωση του πληθωρισμού και αντίστοιχη σκλήρυνση της στάσης των κεντρικών τραπεζών την στιγμή που όλοι σχεδόν υποθέτουμε πως η ανοδική πορεία των επιτοκίων έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Κάτι άλλο αρνητικό θα μπορούσε να είναι η πιθανή διάψευση των εξαιρετικά αισιόδοξων εκτιμήσεων των επενδυτών για τις προοπτικές των τεχνολογικών επιχειρήσεων που έχουν σχέση με την τεχνητή νοημοσύνη, καθώς ξέρουμε πως οι μεγάλες προσδοκίες για αυτόν τον τομέα έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην καλή πορεία της αμερικανικής χρηματιστηριακής αγοράς.
Προφανώς και δεν ξέρουμε πως θα εξελιχθούν τα πράγματα τους επόμενους μήνες. Μπορεί να επαληθευθούν πλήρως τα αισιόδοξα σενάρια, μπορεί να πάμε και ακόμα καλύτερα. Δεν είναι φρόνιμο όμως να μην σκεφτόμαστε τι θα μπορούσε να εξελιχθεί με αρνητικό τρόπο και να διαψεύσει τις θετικές εκτιμήσεις. Θα μπορούσε να είναι κάτι από αυτά που αναφέραμε, θα μπορούσε να είναι και κάτι άλλο που δεν μας έχει περάσει από το μυαλό. Με την πάροδο του χρόνου, όπως πάντα, οι ίδιες οι χρηματιστηριακές αγορές θα μας δείξουν αν η τωρινή αισιοδοξία είναι δικαιολογημένη ή όχι.