Σε περιδίνηση η ευρωπαϊκή βιομηχανία
Shutterstock
Shutterstock

Σε περιδίνηση η ευρωπαϊκή βιομηχανία

Ύστερα από πέντε χρόνια, ο πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, επισκέπτεται την Ευρώπη.  Από την προηγούμενη ευρωπαϊκή περιοδεία του Κινέζου προέδρου έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα και οι ευρωπαϊκές εξαγωγές στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου δεν είναι πλέον η ατμομηχανή που κινεί με δύναμη προς τα μπρος τη βιομηχανία της Ευρώπης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Το προβάδισμα που είχαν πολλές ευρωπαϊκές βιομηχανικές επιχειρήσεις έχει πάψει να είναι τόσο σημαντικό ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και στην εφοδιαστική αλυσίδα τους, πλήθος κινεζικών εταιρειών βρίσκεται πλέον σε θέση οδηγού. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις όπου οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες εξακολουθούν να βρίσκονται αρκετά μπροστά σε επίπεδο τεχνολογίας, δεν μπορούν ή δεν θέλουν πλέον να πουλήσουν τα προϊόντα τους στην Κίνα για γεωπολιτικούς λόγους, κυρίως κάτω από την έντονη αμερικανική πίεση.

Την ίδια στιγμή, η μάλλον αναιμική οικονομική ανάπτυξη της ίδιας της Κίνας πλήττει τις πωλήσεις και τα κέρδη όσων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων εξακολουθούν να κάνουν σημαντικές εξαγωγές προς αυτήν. Φυσικά, αυτά δεν είναι τα μόνα προβλήματα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.

Η μεγάλη αύξηση του ενεργειακού κόστους για τα εντός Ευρώπης εργοστάσιά τους, σαν συνέπεια της αναταραχής που προκάλεσε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, όπως επίσης και η πληθωριστική έκρηξη που ξεκίνησε το 2021 και κορυφώθηκε το 2023 είναι παράγοντες που έχουν επιδράσει πολύ αρνητικά στην ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών βιομηχανιών.

Αν προσθέσουμε και το βάρος που τους έχει φέρει η σημαντική αύξηση του κόστους χρήματος από την άνοιξη του 2022 μέχρι τώρα, είναι εύκολο να αντιληφθούμε πόσο έχουν δυσκολέψει τα πράγματα για αυτές τα τελευταία χρόνια

Σε αντίθεση με ό,τι είχαμε συνηθίσει να βλέπουμε επί χρόνια μέχρι το 2020, η μεγαλύτερη οικονομική και βιομηχανική δύναμη της ηπείρου μας δεν είναι πια η κινητήριος δύναμη της ευρωπαϊκής οικονομίας. Το κύριο πρόβλημα της Γερμανίας, γιατί βέβαια μιλάμε για αυτήν, είναι η αδυναμία του βιομηχανικού της τομέα. Μία εικόνα της κατάστασης μας έδωσαν ορισμένα οικονομικά στοιχεία που ανακοινώθηκαν.

Όπως διαβάζουμε στο Bloomberg, οι παραγγελίες προς τις βιομηχανίες της χώρας μειώθηκαν τον Μάρτιο κατά 0,4%, ξαφνιάζοντας αρνητικά τους οικονομολόγους που περίμεναν πως οι παραγγελίες θα σημείωναν αύξηση κατά το ίδιο ποσοστό. Εκτός από τα στοιχεία για τον Μάρτιο, απογοήτευσε προκάλεσε και η αναθεώρηση των αντίστοιχων στοιχείων για τον Φεβρουάριο σε μείωση κατά 0,8%.

Έτσι, όπως σημειώνει και το Bloomberg, για τρεις μήνες στη σειρά, οι βιομηχανικές παραγγελίες έχουν σημειώσει πτώση. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του διεθνούς πρακτορείου, η αρνητική αυτή εικόνα επιβεβαιώνει κατά κάποιον τρόπο και ορισμένα αρνητικά μηνύματα από τις πολύ μεγάλες γερμανικές αυτοκινητοβιομηχανίες τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς η Mercedes Benz (MBG XETRA) και η Volkswagen (VOW3 XETRA) όπως και η βιομηχανία βαρέων οχημάτων Daimler Truck Holdings (DTG XETRA) ανέφεραν προς τους επενδυτές πως τα πράγματα το πρώτο τρίμηνο δεν πήγαν όσο καλά αναμενόταν.

Το ίδιο ρεπορτάζ μας ενημερώνει πως, σύμφωνα με τις στατιστικές του οίκου S&P Global, ο τομέας της μεταποίησης στη Γερμανία εξακολουθεί και βρίσκεται σε φάση συρρίκνωσης και τον Απρίλιο, σε αντίθεση με τον τομέα υπηρεσιών που αναπτύχθηκε με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων δέκα μηνών. Ενδιαφέρον έχει και μία σχετική έρευνα της ένωσης 79 εμπορικών και βιομηχανικών επιμελητηρίων της Γερμανίας.

Αξιωματούχοι 4.300 επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα της DIHK δήλωσαν πως παρά το γεγονός πως είναι κάπως πιο αισιόδοξοι για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, δεν βλέπουν πως αυτό θα βελτιώσει την κατάσταση για τις επιχειρήσεις τους. Οι ίδιοι ανέφεραν ως σημαντικούς ανασχετικούς παράγοντες για την άνοδο των μεγεθών των επιχειρήσεών τους αλλά και για τη βελτίωση των μεγεθών των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων εν γένει, την έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού, το υψηλό εργατικό κόστος και την αβεβαιότητα σχετικά με την οικονομική πολιτική στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη.

Μπορεί λοιπόν η γερμανική βιομηχανία να «βάζει φρένο» στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας και κατ’ επέκταση στην οικονομική ανάπτυξη όλης της Ευρωζώνης και τελικά της Ευρώπης, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως τα πράγματα πάνε πολύ καλά στις υπόλοιπες βιομηχανίες της ηπείρου. Κάτι που έχει απασχολήσει πάρα πολύ τον Τύπο, την κοινή γνώμη και την πολιτική ηγεσία της Ευρωζώνης είναι η μεγάλη απειλή που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες, καθώς σύντομα θα αρχίσουν να φτάνουν στην Ευρώπη τα φθηνά κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα τα οποία είναι τουλάχιστον εφάμιλλα – αν όχι αρκετά καλύτερα – από αυτά που παράγουν οι ίδιες.

Είναι γνωστό, πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η πρόεδρος της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εξετάζουν πολύ σοβαρά το ενδεχόμενο της επιβολής υψηλών δασμών στα εισαγόμενα κινεζικά οχήματα προκειμένου να εξουδετερώσουν αυτή την πολύ σοβαρή απειλή, αφού ο τομέας της αυτοκινητοβιομηχανίας μαζί με την εφοδιαστική του αλυσίδα απασχολούν εκατομμύρια εργαζόμενους ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Αν όμως διαβάσουμε το άρθρο της Katrina Hamlin στο Breakingviews του Reuters, βλέπουμε πως οι δασμοί αυτοί θα πρέπει να είναι της τάξης του 50% για να σταματήσουν τον ερχομό των φθηνών – και πολύ καλών – αυτών αυτοκινήτων. Αυτό δείχνει αφενός, το πολύ χαμηλό κόστος των κινεζικών βιομηχανιών (οι οποίες υποστηρίζονται με διάφορους τρόπους από το κινεζικό δημόσιο) και αφετέρου την πολύ σημαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας ενός από τους σημαντικότερους τομείς της ευρωπαϊκής βιομηχανίας.

Είναι χαρακτηριστικό, πως ενώ μέχρι πριν μερικά χρόνια οι κινεζικές επιχειρήσεις «δανείζονταν» τεχνογνωσία από τις ευρωπαϊκές (κυρίως γερμανικές) αυτοκινητοβιομηχανίες, τώρα τις έχουν ξεπεράσει σε σημείο που ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ υπενθυμίζει προς τον Γάλλο ομόλογό του, πως οι επιχειρήσεις της χώρας τους έχουν ξεκινήσει επενδύσεις στη Γαλλία για τη δημιουργία εργοστασίων κατασκευής μπαταριών για ηλεκτρικά αυτοκίνητα.

Είναι φανερό λοιπόν πως για τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η βιομηχανία στην Ευρώπη δεν φταίει μόνο η υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα των κινεζικών βιομηχανιών την οποία επικαλείται και ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Το θέμα είναι βαθύτερο και έχει άμεση σχέση με την ανταγωνιστικότητα του ευρωπαϊκού μεταποιητικού τομέα και τη δυσκολία που αντιμετωπίζει να ανταγωνιστεί τα προϊόντα από την Κίνα και πάρα πολλές άλλες χώρες του κόσμου, ανεπτυγμένες ή αναπτυσσόμενες.

Η κατάσταση χειροτερεύει και εξαιτίας της έξαρσης των γεωπολιτικών ανταγωνισμών και του έντονου παρεμβατισμού που ασκούν πολλά κράτη προκειμένου να ενισχύσουν την εγχώρια βιομηχανία τους και τις μεταποιητικές τους επιχειρήσεις. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο δύσκολα εξαιτίας του ανταγωνισμού για την εξασφάλιση πρώτων υλών, ο οποίος βρίσκεται σε επίπεδα που είχαμε να δούμε από τον προηγούμενο αιώνα.

Δεν είναι εύκολο να βρεθεί ένας τρόπος αντιμετώπισης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει τώρα η ευρωπαϊκή βιομηχανία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία με τα υπόλοιπα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και τις πολιτικές ηγεσίες των κρατών μελών προσπαθεί να οργανώσει την ευρωπαϊκή αντεπίθεση, η οποία παίρνει τη μορφή διάφορων πρωτοβουλιών.

Κάποιες από αυτές περιλαμβάνουν την οικονομική ενίσχυση διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας, κάποιες άλλες τη δημιουργία μηχανισμού εξασφάλισης ευρωπαϊκών «στρατηγικών αποθεμάτων» από πρώτες ύλες που είναι απαραίτητες για την «πράσινη μετάβαση», άλλες την ύψωση φραγμών στην περίπτωση που εισαγόμενα προϊόντα βάζουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα βιομηχανικών κλάδων της Ε.Ε.

Στη συζήτηση συμμετέχουν και πολλοί εκπρόσωποι της επιχειρηματικής τάξης είτε μιλώντας εξ ονόματος των επιχειρήσεών τους είτε εξ ονόματος των συλλογικών θεσμικών οργάνων σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι προτάσεις που ακούγονται είναι ενδιαφέρουσες και οι συζητήσεις είναι μερικές φορές πολύ παραγωγικές. Το πρόβλημα όμως είναι πως όλες οι αποφάσεις στην Ε.Ε. είναι εξ ορισμού πολύ δύσκολο να ληφθούν με την ταχύτητα που απαιτεί η συγκυρία.

Αυτό σημαίνει, πως τα επιχειρηματικά σχέδια των μεταποιητικών εταιρειών είναι κατά κάποιο τρόπο «στον αέρα» αφού ανά πάσα στιγμή μπορεί να αλλάξει το πλαίσιο λειτουργίας της βιομηχανίας. Το βάρος λοιπόν πέφτει, τουλάχιστον μέχρι νεωτέρας, στις διοικήσεις των επιχειρήσεων και στις εθνικές κυβερνήσεις. Όσο πιο διορατικές είναι, τόσο το καλύτερο για τους μετόχους και τους εργαζομένους τους. Αν είναι και τυχερές, ακόμα καλύτερα.