Τα χρυσά στελέχη της JPMorgan, η δίκη τους και οι αποκαλύψεις

Τα χρυσά στελέχη της JPMorgan, η δίκη τους και οι αποκαλύψεις

Μία πολύ ενδιαφέρουσα δίκη διεξάγεται από τις αρχές του Ιουλίου στο Σικάγο των ΗΠΑ. Κατηγορούμενοι είναι τρεις πρώην υπάλληλοι του τμήματος συναλλαγών στις αγορές πολύτιμων μετάλλων της τράπεζας JPMorgan. Ο Μάικλ Νόβακ, ο οποίος ήταν επικεφαλής του τμήματος και σύμφωνα με ανθρώπους της αγοράς ήταν για πολλά χρόνια το πιο ισχυρό πρόσωπο της παγκόσμιας αγοράς χρυσού, ο Γκρεγκ Σμιθ, ειδικός στις αγοραπωλησίες πολύτιμων μετάλλων και ο Τζέφρυ Ρούφο, πωλητής με εξαιρετικές επιδόσεις.

Η δίκη είναι ποινική, πράγμα που σημαίνει πως αν κάποιος από την ομάδα κριθεί ένοχος από το δικαστήριο θα κινδυνέψει με φυλάκιση. Η κατηγορία με την οποίαν βαρύνονται είναι η χειραγώγηση της αγοράς πολύτιμων μετάλλων από το 2008 μέχρι το 2016. Συγκεκριμένα, ύστερα από έρευνα του ομοσπονδιακού υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ, η ομάδα των τριών παραπέμφθηκε σε δίκη για την συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης η οποία χειραγωγούσε τις αγορές χρυσού, ασημιού, πλατίνας και παλλαδίου χρησιμοποιώντας την μέθοδο της εισαγωγής και ταχύτατης ακύρωσης μεγάλων εντολών αγοράς και πώλησης.

Η εισαγωγή μεγάλων εντολών και η σχεδόν άμεση ακύρωσή τους αποτελεί πρακτική παράνομη στις ΗΠΑ, καθώς θεωρείται πως έχει ως βασικό στόχο την δημιουργία ψευδών εντυπώσεων στους άλλους συναλλασσόμενους και την αποκόμιση κερδών από την μεριά των «συνωμοτών» και πιθανώς και κάποιων πελατών τους. Το spoofing, όπως είναι η αγγλική ονομασία αυτής της παράνομης μεθόδου, έχει μπει εδώ και καιρό στο στόχαστρο του υπουργείου Δικαιοσύνης και η συγκεκριμένη υπόθεση είναι μία από τις πιο σημαντικές σε αυτόν τον αγώνα.

Εναντίον της τριάδας των στελεχών έχουν απαγγελθεί κατηγορίες και για racketeering, κατηγορία την οποία συνήθως συναντάμε σε υποθέσεις με γκάνγκστερς και την μαφία. Σε προηγούμενες παρόμοιες υποθέσεις, όπως αυτές της καταδίκης στελεχών της Bank of America και της Deutsche Bank, το υπουργείο δεν είχε προσθέσει και αυτές τις κατηγορίες. Από την δική της μεριά, η τράπεζα έχει παραδεχθεί πως οι πρώην εργαζόμενοί της είχαν επιδείξει για χρόνια παραβατική συμπεριφορά. Στα πλαίσια αυτής της παραδοχής συμφώνησε να πληρώσει, τον Σεπτέμβριο του 2020, ένα γενναίο πρόστιμο, καθώς και αποζημίωση σε όσους τυχόν ζημιώθηκαν από τις πράξεις των εργαζόμενων σε αυτήν.

Στα 920 εκατομμύρια δολάρια που πλήρωσε η τράπεζα περιλαμβάνονται και 311,7 εκατομμύρια για αυτές τις αποζημιώσεις. Τα 206 εκατομμύρια από αυτά προορίζονται για όσους έχασαν χρήματα εξ αιτίας της συστηματικής χειραγώγησης της αγοράς πολύτιμων μετάλλων (τα υπόλοιπα 106 εκατομμύρια προορίζονται για όσους έχασαν χρήματα εξ αιτίας παρόμοιων πρακτικών άλλων στελεχών της τράπεζας στις αγορές κρατικών ομολόγων). Με την καταβολή των 920 εκατομμυρίων δολαρίων η JPMorgan απαλλάχθηκε από κάθε ευθύνη για τις πράξεις των κατηγορουμένων, πράγμα που σημαίνει βέβαια πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τους υποστηρίξει στο δικαστήριο, το αντίθετο μάλιστα. 

Από τις πληροφορίες του Bloomberg και του Reuters μπορούμε να καταλάβουμε πως, ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο θα καταδικάσει τους κατηγορούμενους, στο τμήμα εμπορίας πολύτιμων μετάλλων της JPMorgan συνέβαιναν αρκετά παράξενα πράγματα. Σύμφωνα με καταθέσεις μαρτύρων, πρώην συναδέλφων των κατηγορουμένων που συνεργάστηκαν με τις αρχές παραδεχόμενοι την ενοχή τους προκειμένου να ελαφρύνουν την δική τους θέση, το spoofing ήταν εξαιρετικά διαδεδομένο και κατά πάσα πιθανότητα άρχισε να χρησιμοποιείται ευρέως μέσα στην τράπεζα όταν η JPMorgan εξαγόρασε και απορρόφησε την επενδυτική τράπεζα Bear Stearns, την άνοιξη του 2008.

Ο κατηγορούμενος Σμιθ είναι αυτός που φέρεται να έφερε μαζί του το spoofing από την Bear Stearns, χωρίς να τον σταματήσει κανείς. Ίσα ίσα, τα σημαντικά κέρδη που αποκόμιζαν οι πελάτες της JPMorgan ήταν αρκετά για να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός αποσιώπησης της παράνομης δραστηριότητας, με τα στελέχη του τμήματος συναλλαγών πολύτιμων μετάλλων να κρύβουν επιμελώς τις πολλές χιλιάδες τέτοιες εντολές από το τμήμα εσωτερικού ελέγχου της τράπεζας και να ψεύδονται συνειδητά όταν ο εσωτερικός έλεγχος έκανε επίμονες ερωτήσεις. Ένας μάρτυρας κατέθεσε πως ο Σμιθ έκανε τόσο γρήγορα την εισαγωγή και την ακύρωση των εντολών που οι συνάδελφοί του τον πείραζαν λέγοντας του πως ίσως χρειαζόταν παγάκια για να δροσίσει τα χέρια του που είχαν «καεί».

Σαν αποτέλεσμα των μεγάλων κερδών που αποκόμιζαν οι πελάτες και της αυξημένης συναλλακτικής δραστηριότητας που έφερναν στην τράπεζα, ανέβαιναν και οι απολαβές των τριών κατηγορουμένων, οι οποίοι αμείφθηκαν με σημαντικά ποσά. Σύμφωνα με την κατάθεση μάρτυρα κατηγορίας από την μεριά του FBI, από το 2008 μέχρι το 2016 ο Νόβακ είχε εισπράξει 23,7 εκατομμύρια δολάρια και οι συγκατηγορούμενοί του περίπου 10 εκατομμύρια ο καθένας. Όπως σημειώνει το Bloomberg στο ρεπορτάζ από την δίκη, οι ένορκοι έπαθαν σοκ όταν άκουσαν αυτά τα νούμερα.

Από την μεριά τους οι κατηγορούμενοι Νόβακ και Σμιθ υποστήριξαν πως οι εντολές που αποσύρονταν γρήγορα ήταν απλά λανθασμένες και αυτός ήταν ο μόνος λόγος για τον οποίον έπρεπε να ακυρωθούν, ενώ ο Ρούφο υποστήριξε πως ως πωλητής δεν είχε καμία σχέση με τις αγοραπωλησίες και δεν μπορούσε να αντιληφθεί αν οι εντολές συνιστούσαν παράνομη πρακτική. Δεν θα αποτολμήσουμε να κρίνουμε αν οι κατηγορούμενοι είναι αθώοι ή ένοχοι για αυτά που τους αποδίδονται, αυτό θα το αποφασίσουν οι ένορκοι στην δίκη που διεξάγεται στο Σικάγο. 

Μπορούμε όμως να αναφερθούμε σε διάφορα στοιχεία που έγιναν γνωστά κατά την διάρκεια της δίκης, στοιχεία που αφορούν στην ισχυρότατη θέση που διατηρούσε εδώ και χρόνια η μεγάλη αμερικανική τράπεζα στον τομέα των  πολύτιμων μετάλλων. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει πως αυτός ο τομέας ήταν μια σταθερή πηγή σημαντικών κερδών. Κατά την επίμαχη περίοδο, από το 2008 μέχρι το 2016 τα ετήσια κέρδη του τομέα πολύτιμων μετάλλων της JPMorgan κυμάνθηκαν από 109 έως 234 εκατομμύρια δολάρια.

Τα κέρδη προήλθαν κυρίως από αγοραπωλησίες στα χρηματιστήρια εμπορευμάτων αλλά η τράπεζα ήταν αρκετά δραστήρια  και στο εμπόριο χρυσού σε φυσική μορφή. Σύμφωνα με άλλα στοιχεία που κατατέθηκαν, υπήρχαν χρονιές κατά τις οποίες το 40% των αγοραπωλησιών χρυσού παγκοσμίως εκκαθαρίζονταν από την JPMorgan. Η τράπεζα φυλούσε στα χρηματοκιβώτιά της στο Λονδίνο, την Νέα Υόρκη και την Σινγκαπούρη, χρυσό αξίας δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων σε φυσική μορφή. Πελάτες της ήταν κατά το επίμαχο διάστημα και αρκετές κεντρικές τράπεζες, όχι μόνον τα hedge funds που φέρονται να επωφελήθηκαν από το spoofing (τα διεθνή πρακτορεία αναφέρουν πως το Moore Capital  και το Tudor Investment Corp ήταν οι «αγαπημένοι» πελάτες των κατηγορουμένων, αλλά τίποτα επίσημο δεν έχει ακουσθεί εναντίον τους).

Αν όμως κάποιος πιστέψει πως η δεσπόζουσα θέση της τράπεζας στις αγορές πολύτιμων μετάλλων οφειλόταν μόνο στις δραστηριότητες της ομάδας των κατηγορουμένων, μάλλον θα κάνει λάθος. Το 2020, μετά την αποχώρησή τους από την τράπεζα, τα κέρδη της JPMorgan από την δραστηριοποίησή της στα πολύτιμα μέταλλα ξεπέρασαν το ένα δισεκατομμύριο δολάρια.

Αυτό τουλάχιστον αναφέρεται σε ρεπορτάζ του Bloomberg με αφορμή την διεξαγωγή της δίκης, ενώ σε άλλο ρεπορτάζ του ιδίου πρακτορείου μάθαμε πως τον περασμένο Μάρτιο από το σύνολο των ανοικτών θέσεων σε παράγωγα προϊόντα βασισμένα σε πολύτιμα μέταλλα που υπήρχαν στο σύνολο των αμερικανικών τραπεζών, το 67% είχε ανοιχτεί μέσω της JPMorgan, με την δεύτερη στην κατάταξη Citigroup να έχει μερίδιο κοντά στο 20%. Κατά πάσα πιθανότητα λοιπόν, τα παράνομα κέρδη που φέρονται να αποκόμιζαν συστηματικά για τους πελάτες τους οι πρώην υπάλληλοι της τράπεζας δεν πρέπει να είναι η αιτία για την οποία η JPMorgan ήταν, και παραμένει, η μεγαλύτερη δύναμη στην παγκόσμια αγορά πολύτιμων μετάλλων. Κάτι άλλο θα είναι.