Αίγυπτος: Όταν η οικονομία πρέπει να περάσει από τον Στρατό στον ιδιωτικό τομέα

Αίγυπτος: Όταν η οικονομία πρέπει να περάσει από τον Στρατό στον ιδιωτικό τομέα

«Η Αίγυπτος χρειάζεται έναν προϋπολογισμό τρισεκατομμυρίων δολαρίων κάθε χρόνο. Έχουμε αυτά τα χρήματα; Όχι. Έχουμε τα μισά από αυτά; Όχι. Έχουμε το ένα τέταρτο από αυτά; Όχι». Με αυτές τις παραδοχές ο Αιγύπτιος πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι στην Παγκόσμια Σύνοδος Κορυφής των κυβερνήσεων στο Ντουμπάι περιέγραψε πολύ συμπυκνωμένα τους λόγους για τους οποίους η ανάγκη μεταρρυθμίσεων στην οικονομία της χώρας που μαστίζεται από πληθωρισμό που έφτασε το 25,8% τον Ιανουάριο είναι άμεση.

Η Αίγυπτος, μία από τις πιο υπερχρεωμένες χώρες της περιοχής, προσπαθεί να αναμορφώσει μια οικονομία που έπεσε σε κρίση από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία εκτίναξε στα ύψη τις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας και έπληξε τα έσοδα από τον τουρισμό. Πριν δύο εβδομάδες ο οίκος Moody's υποβάθμισε δε την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας βαθύτερα στην κατηγορία junk, επικαλούμενος τη μειωμένη ικανότητά της να απορροφά τους κραδασμούς.

Η βοήθεια φίλων και λιγότερο φίλων 

Στρέφει λοιπόν το βλέμμα στο ΔΝΤ αλλά και στους «φίλους» όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ αλλά και την Τουρκία. Τουρκικές εταιρείες δεσμεύτηκαν για νέες επενδύσεις ύψους 500 εκατομμυρίων δολαρίων στην Αίγυπτο μετά τη συνάντηση επιχειρηματικής αντιπροσωπείας που επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό για πρώτη φορά εδώ και μια δεκαετία, όπως ανακοίνωσε το αιγυπτιακό υπουργικό συμβούλιο, σε ένα ακόμα σημάδι «απόψυξης» στις σχέσεις των δύο χωρών. 

Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ της Αιγύπτου και της Τουρκίας διακόπηκαν αφού ο Αιγύπτιος πρόεδρος Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι, τότε αρχηγός του στρατού, ηγήθηκε το 2013 της ανατροπής του Μοχάμεντ Μούρσι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, στενού συμμάχου του Τούρκου ηγέτη Ταγίπ Ερντογάν.

Οι σχέσεις άρχισαν να ξεπαγώνουν το 2021, στο πλαίσιο της προσπάθειας της Τουρκίας να μειώσει τις εντάσεις με διάφορες περιφερειακές δυνάμεις. Αν και οι Αιγύπτιοι αξιωματούχοι ήταν πιο επιφυλακτικοί όσον αφορά τη συμφιλίωση, ο Ερντογάν και ο Σίσι συναντήθηκαν και έδωσαν τα χέρια κατά τη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 2022 στο Κατάρ.

«Ανεξάρτητα από τυχόν προηγούμενες πολιτικές διαφωνίες, ήμασταν πάντα πρόθυμοι να διατηρήσουμε τις σχέσεις μεταξύ των λαών μας και τη στενή οικονομική και εμπορική μας συνεργασία», δήλωσε ο Αιγύπτιος πρωθυπουργός Μουσταφά Μαντμπούλι την περασμένη Τετάρτη.

Παρά την βοήθεια των ξένων κεφαλαίων, ο υψηλός ρυθμός του πληθωρισμού τον Ιανουάριο αυξάνει την πίεση στην Επιτροπή Νομισματικής Πολιτικής (MPC) της κεντρικής τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια κατά την επόμενη συνεδρίασή της στις 30 Μαρτίου.

Κατά την τελευταία συνεδρίασή της στις 2 Φεβρουαρίου, η MPC διατήρησε το επιτόκιο δανεισμού στο 17,25% και το επιτόκιο καταθέσεων στο 16,25%, λέγοντας ότι οι αυξήσεις της κατά 800 μονάδες βάσης κατά το τελευταίο έτος θα βοηθήσουν στην τιθάσευση του πληθωρισμού.

Το «καπέλωμα» του Στρατού

Το απολύτως ζωτικής σημασίας για την αιγυπτιακή οικονομία ωστόσο είναι το περιθώριο ανάσας και ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα σε μια οικονομία που «καπελώνεται» από δυσκίνητες και δυσλειτουργικές κρατικές εταιρείες και δη αυτές που λειτουργούν υπό την στέγη του Στρατού. 

Ο Αιγύπτιος πρόεδρος ανακοίνωσε ότι η Αίγυπτος θα διπλασιάσει το μέγεθος του ιδιωτικού τομέα από το 30% στο 65% έως το 2025, πουλώντας δεκάδες κρατικά ελεγχόμενες εταιρείες, τράπεζες και εταιρείες ενέργειας και περικόπτοντας τις δημόσιες δαπάνες.

Αυτό αποτελεί επίσης απάντηση στις απαιτήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Το τρέχον δάνειό του ύψους 3 δισ. δολαρίων, το οποίο συμφωνήθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο, εξαρτάται από την τήρηση των δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις και τις ξένες επενδύσεις. Αυτή η δέσμευση είναι εξίσου ελκυστική και ανακουφιστική για τις χώρες του Κόλπου και τη Σαουδική Αραβία, οι οποίες έχουν στηρίξει την οικονομία της Αιγύπτου τα τελευταία 10 χρόνια με περίπου 100 δισεκατομμύρια δολάρια σε δάνεια χωρίς όρους.

Οι νέες εξαγγελίες ωθούν τους χρηματοδότες και σε επενδυτικές κινήσεις. Η Σαουδική Αραβία, το Κουβέιτ και το Κατάρ - οι οποίες επιδιώκουν να διαφοροποιήσουν τις δικές τους οικονομίες μακριά από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο - επιθυμούν να αγοράσουν περιουσιακά στοιχεία και γη στην Αίγυπτο, καθώς η συγκυρία είναι συμφέρουσα. Η αιγυπτιακή λίρα, έχει χάσει το ήμισυ της αξίας της έναντι του δολαρίου ΗΠΑ τους τελευταίους 11 μήνες και σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα της Αιγύπτου.

Όλα αυτά όμως θα πρέπει να συνοδευτούν από δικλείδες διαφάνειας όπως τονίζει η Παγκόσμια Τράπεζα.

«Η Αίγυπτος χρειάζεται διαφάνεια χρέους που να αφορά και το χρέος των κρατικών επιχειρήσεων», δήλωσε ο Φερίντ Μπελχάτζ, πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, σε συνέντευξή του στο Bloomberg TV. «Προχωρούν σε αυτό, αλλά υπάρχει ακόμη προσπάθεια που πρέπει να γίνει», είπε.

Οι ιδιωτικές εταιρείες στην Αίγυπτο, ο ρόλος των οποίων είναι κεντρικός για τη δημιουργία θέσεων εργασίας, δίνουν συνεχώς μάχες για να ευδοκιμήσουν σε μια οικονομία που κυριαρχείται από κρατικές οντότητες, ιδίως εκείνες που ανήκουν στον στρατό.

Αυτή η κρατική κυριαρχία αποτελεί ζήτημα στην Αίγυπτο και σε ολόκληρη την περιοχή, σύμφωνα με τον Μπελχάτζ.
«Το κράτος δεν πρέπει να είναι ο επιχειρηματίας, το κράτος είναι ο ρυθμιστής και διαμορφώνει τις ευρύτερες παραμέτρους των οικονομικών δραστηριοτήτων, είπε τονίζοντας ότι το χρέος αποτελεί επίσης ζήτημα στον Λίβανο, την Τυνησία και την Ιορδανία. Εξέφρασε επίσης ανησυχίες για τα περιφερειακά ποσοστά ανεργίας, ιδίως μεταξύ των νεότερων ανθρώπων.
« Μέχρι το 2050, περίπου 300 εκατομμύρια νέοι θα 'χτυπούν την πόρτα της αγοράς εργασίας'. Είναι ένα τεράστιο βάρος, αλλά και μια τεράστια ευκαιρία», κατέληξε.