Η επέτειος των δυο ετών από την έναρξη της ρωσικής εισβολής βρήκε το Κίεβο να έχει χάσει τη βιομηχανική πόλη Αβντιίβκα (Avdiivka), πιθανότατα σφραγίζοντας το ουσιαστικό τέλος της πολυσυζητημένης αντεπίθεσης που είχε εξαπολύσει η Ουκρανία εναντίον των ρωσικών στρατευμάτων από το περασμένο καλοκαίρι. Είναι η σημαντικότερη επιτυχία της Ρωσίας από το Μάιο του 2023 όταν είχε καταληφθεί η πόλη Μπαχμούτ (Bakhmut). Αλλά και η νέα επιτυχία κατέστη δυνατή με τεράστιες απώλειες για τη Ρωσία, όπως προκύπτει από αντικειμενικές εκτιμήσεις.
Σε κάθε περίπτωση, είναι γεγονός ότι η Ουκρανία χρειάζεται επειγόντως όχι μόνον περαιτέρω εξοπλιστική βοήθεια αλλά και έμψυχο υλικό, όμως όλα δείχνουν ότι στην ουκρανική κοινωνία οι επιστρατεύσεις έχουν κουράσει ενώ και οι απώλειες είναι τρομακτικές και γίνονται αντιληπτές ως δυσβάστακτες.
Από τη μια πλευρά, ο πόλεμος φθοράς (war of attrition) στον οποίο τελικώς κατέληξε η αστραπιαία, μαζική και πολυμέτωπη επίθεση της Ρωσίας πριν δυο χρόνια καταδεικνύει το αδιέξοδο της αρχικής εκτίμησης του Κρεμλίνου. Από την άλλη πλευρά, ακόμη και έτσι, η Ρωσία μπορεί να υπολογίζει στην κόπωση, τόσο την κόπωση του αντιπάλου όσο και την κόπωση της Δύσης. Με αυτή την έννοια, και στο μέτρο που οι συνεχιζόμενες κυρώσεις δεν φαίνεται να πέτυχαν τον άμεσο στόχο τους – την ειρήνευση μέσω υποχώρησης της Ρωσίας – το Κρεμλίνο δεν έχει λόγο να βιάζεται για το τέλος της ουκρανικής τραγωδίας.
Υπάρχουν όμως και κάποια σενάρια στα οποία η σύγκρουση είτε επιταχύνεται είτε οδεύει προς μια εκεχειρία διαρκείας. Μια επιτάχυνση της σύγκρουσης μπορεί να προκύψει είτε από νέα, μαζική εξοπλιστική βοήθεια της Δύσης προς την Ουκρανία, βοήθεια που αυτή τη φορά θα περιλαμβάνει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς για στόχους και εντός της Ρωσικής Ομοσπονδίας, είτε από επιτυχή επανεκκίνηση της ρωσικής προσπάθειας ανεξαρτήτως απωλειών.
Ως προς την πιθανότητα ακόμη μεγαλύτερης ενίσχυσης της Ουκρανίας, η οποία ήδη ετοιμάζεται να παραλάβει αεροσκάφη F-16 από χώρες όπως η Ολλανδία και η Δανία, η ρωσική αντίδραση σε μια πιθανολογούμενη αποτελεσματική πίεση π.χ. στην Κριμαία θα πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά από τη Δύση ώστε να υπάρχει, εφόσον αυτή η οδός θεωρηθεί πράγματι επιθυμητή, και η αντίστοιχη προετοιμασία για κάθε ενδεχόμενο. Όπως για τη χρήση από την Μόσχα και τακτικών πυρηνικών όπλων στο πεδίο.
Ως προς την εντατικοποίηση της ρωσικής προσπάθειας, η αναμενόμενη ψευδο-εκλογική αναβάπτιση της ηγεσίας του Πούτιν στις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου θα απελευθερώσει εκ νέου πολλές επιλογές για το Κρεμλίνο. Τέλος, ως προς το σενάριο της εκεχειρίας θα επανέλθουμε πιο κάτω.
Το υπόβαθρο και η γεωπολιτική καμπή
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ξεκίνησε τις πρώτες πρωινές ώρες στις 24 Φεβρουαρίου, όταν τα ρωσικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ουκρανία, λίγο μετά την τηλεοπτική ομιλία του Πούτιν που είχε ανακοινώσει μια «ειδική στρατιωτική επιχείρηση» για την «αποναζιστικοποίηση» του Κιέβου και την αντιμετώπιση της καταπίεσης των ρωσικής καταγωγής πληθυσμών στο Ντονμπάς. Αρχικά, ο ρωσικός στρατός επιχείρησε να αποκόψει την Ουκρανία όχι μόνο από τη Θάλασσα του Αζόφ αλλά και από τη Μαύρη Θάλασσα ενώ ήταν σαφές ότι, εκτός από αλλαγές των συνόρων, οι στόχοι του Πούτιν περιλάμβαναν την αλλαγή της κυβέρνησης στο Κίεβο.
Η αντίσταση της Ουκρανίας και η γιγάντια βοήθεια από τη Δύση οδήγησαν σε σημαντικές τροποποιήσεις του αρχικού ρωσικού σχεδιασμού. Σε αντίθεση με τη σχετικά χλιαρή αντίδραση στην προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, η μαζική εισβολή του 2022 οδήγησε σε συνολική αναθεώρηση της δυτικής προσέγγισης στη Ρωσία. Στο παρελθόν, για παράδειγμα μετά την εκλογή του Ποροσένκο, οι Ηνωμένες Πολιτείες παρείχαν υποστήριξη στην Ουκρανία με τη μορφή τεχνικής βοήθειας, δανείων και «μη θανατηφόρου στρατιωτικής βοήθειας». Δεδομένης της τεράστιας σημασίας αυτού που αποφάσισε και έπραξε ο Πούτιν στις 24 Φεβρουαρίου 2022, η «θανατηφόρα στρατιωτική βοήθεια» εντάχθηκε, όπως αναμενόταν, στο ευρύ φάσμα των πολλαπλών μορφών στήριξης της Δύσης προς το Κίεβο.
Δεν είναι της παρούσης η συζήτηση για το βαθμό στον οποίο οι «πορτοκαλί επαναστάσεις» και η εξάπλωση των φιλελεύθερων δυνάμεων στα διάδοχα κράτη της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης οδήγησε το Κρεμλίνο στην επεξεργασία πολεμικών σεναρίων για τη διατήρηση ενός «ζωτικού χώρου». Σε κάθε περίπτωση, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, οι ΗΠΑ αντέδρασαν αλλά με μετριοπάθεια. Άρχισαν να επιβάλλουν και κλιμακούμενες κυρώσεις σε επιλεγμένους Ρώσους αξιωματούχους. Ταυτόχρονα, όμως, όπως πολύ αναλυτικά έχει καταδείξει η Angela Stent, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη παρέμενε ζωντανή η επιλογή να δοθεί παράλληλα στη Ρωσία και μια «διέξοδος» (η περίφημη συζήτηση για to «off ramp» που πρέπει να έχει το Κρεμλίνο) ώστε να εκτονωθεί μελλοντικά η κατάσταση.
Δεδομένης της μαζικής εισβολής στην Ουκρανία που ξεκίνησε στις 24 Φεβρουαρίου 2022, πολλοί φαίνεται να υποθέτουν ότι η ιδέα της ανοικτής «διεξόδου» και της συνεχιζόμενης συζήτησης με το Κρεμλίνο ήταν κακή ιδέα. Στην πραγματικότητα, η εκ των υστέρων αξιολόγηση τέτοιου είδους κρίσιμων επιλογών είναι πάντοτε δύσκολη.
Όμως, τουλάχιστον εξίσου προβληματική είναι η σημερινή τάση πολλών αναλυτών και πολιτικών να παρουσιάζουν τη σύγκρουση ως μάχη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό. Πέρα από το γεγονός ότι αυτή η εικόνα είναι παραπλανητικά απλοϊκή, είναι επιπλέον και εξαιρετικά επικίνδυνη. Διότι με τη σταδιακή επικράτησή της, αυτοπεριορίζεται η συζήτηση των στρατηγικών και τακτικών κινήσεων, λιγοστεύουν οι επιλογές μας και στενεύει ο δρόμος των μελλοντικών δυνατοτήτων.
Υπάρχει βεβαίως η πιθανότητα, πριν τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου 2024, να υπάρξουν ισχυρές πιέσεις και στις δύο πλευρές, ώστε να ανοίξει η οδός για λύση μέσω διαπραγμάτευσης. Αυτή η λύση δεν πρόκειται να παρουσιαστεί ως μια τελική ειρήνη, αλλά ως εκεχειρία διαρκείας. Όμως είναι σε κάθε περίπτωση απίθανο να δεχτεί το Κρεμλίνο να συζητήσει υποχώρηση στην Κριμαία. Αυτό είναι μια πραγματική κόκκινη γραμμή για την επιβίωση του καθεστώτος Πούτιν.
Μια πραγματική ειρήνη, μακροπρόθεσμη, η οποία θα αναγγελθεί ως τέτοια, είναι ακόμη μακριά. Αλλά μια εκεχειρία με διάρκεια είναι πιθανόν να τη δούμε πριν από τις αμερικανικές εκλογές του Νοεμβρίου 2024 και θα σημαίνει ότι η Ρωσία θα κρατήσει την Κριμαία, αλλά θα συζητήσει μια νέα εκδοχή των συμφωνιών του Μινσκ αναφορικά με την ανατολική και νοτιοανατολική Ουκρανία.
Εδώ, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να διαδραματίσει έναν ρόλο σημαντικό, ενδεχομένως κρίσιμο. Τον Δεκέμβριο του 2023, οι κυβερνήσεις των κρατών μελών της ΕΕ ενέκριναν την έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ουκρανία, παρότι εξακολουθεί να είναι μια εμπόλεμη χώρα μετά την ρωσική εισβολή και εξαιτίας της ρωσικής εισβολής. Παράλληλα όμως, κάθε διαδικασία ένταξης υπόκειται στα κριτήρια της αιρεσιμότητας τα οποία έχουν πλέον διαμορφωθεί μετά την Κοπεγχάγη και εφαρμόζονται και πρέπει πάντα να εφαρμόζονται καθολικά και με τον ίδιο τρόπο.
Κατά συνέπεια, αυτή η διαδικασία θα είναι μακροχρόνια και οι αναφορές σε fast track ένταξη έχουν περιορισμένη πρακτική σημασία ως προς την χρονική κατάληξη της διαδικασίας. Βεβαίως, παράλληλα προωθούνται μεγάλα πρόσθετα πακέτα στήριξης ενώ παρέχεται και ένας πολύτιμος συμβολικός ορίζοντας. Η ΕΕ θα πρέπει να βοηθήσει το Κίεβο να αντιληφθεί ότι ο ορίζοντας της ενταξιακής πορείας είναι πολύτιμος και συναρτάται με την επίτευξη μιας διαπραγματευτικής λύσης στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Σε αντίθεση με την πορεία της Ρωσίας, ο ορίζοντας αυτός θα επιτρέψει στην Ουκρανία, υπό προϋποθέσεις, μια πορεία με ανοικτές επιλογές, σχετική ευημερία και ασφάλεια.
Εάν η συγκυρία αλλάξει, μεταξύ άλλων π.χ. με την ενδεχόμενη εκλογή Τραμπ το Νοέμβριο στις ΗΠΑ, το ευρύτερο πλαίσιο των ευρωατλαντικών σχέσεων θα υποστεί μετατοπίσεις με απρόβλεπτο ορίζοντα. Θα είναι η ΕΕ έτοιμη να σταθεί στα πόδια της, γενικότερα, ως γεωπολιτικός παίκτης; Οι απλοϊκότητες, οι παραπλανητικές υπεραπλουστεύσεις και οι κομματικές παρωπίδες που κυριαρχούν στο δημόσιο διάλογο για την ευρωπαϊκή ενοποίηση λίγους μήνες πριν από τις κρίσιμες ευρωεκλογές του Ιουνίου 2024 δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία.
Ως προς την Ουκρανία, αναμφίβολα υπάρχει κόπωση στην Ευρώπη, υπάρχει κόπωση στις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχει συνολικά κόπωση στη Δύση. Είναι απίθανο να υπάρξει καθαρός νικητής και απολύτως ηττημένος σε αυτό τον πόλεμο, ανεξαρτήτως δηλώσεων και ισχυρισμών των δυο πλευρών και των τρίτων. Το ζήτημα είναι τι είδους συμβιβασμός, σε ποια όρια και πότε θα επιτρέψει την ειρήνευση.
Πόλεμοι υπήρξαν πολλοί στον πλανήτη τις τελευταίες δεκαετίες, όμως η γεωγραφική τους διάσταση δεν συγκέντρωσε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της Δύσης. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τα δυο χρόνια που πέρασαν, επηρέασαν τις αντιλήψεις των δυτικών κοινωνιών για την πιθανότητα πολεμικών περιπετειών που, ενδεχομένως, θα τις αγγίξουν άμεσα. Ο βαθμός και η κατεύθυνση αυτής της κρίσιμης επίδρασης μένει να διαπιστωθούν τα επόμενα χρόνια. Όμως είναι απαραίτητο να γίνει κατανοητή αυτή η νέα πραγματικότητα.
Όταν ο πόλεμος στην Ουκρανία περιγράφεται ως παγκόσμια σύγκρουση μεταξύ δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού, μεταξύ Καλού και Κακού, οι πραγματικές διαστάσεις διαστρεβλώνονται, τα ουσιαστικά διακυβεύματα παρανοούνται. Σε συνδυασμό με τις μέτριες ως ατυχείς πολιτικές ηγεσίες οι οποίες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, θυσιάζουν τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα για το άμεσο συμφέρον ενώ σε πολλές περιπτώσεις απλώς δεν αντιλαμβάνονται τι πραγματικά συμβαίνει στο διεθνές περιβάλλον, οι υπεραπλουστεύσεις διαμορφώνουν συνθήκες κινδύνου γενικότερης ανάφλεξης. Ειδικά αν ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος δεν οδηγηθεί, μέσα στους επόμενους μήνες, αν όχι σε ειρήνευση ή ανακωχή, τουλάχιστον σε μια εκεχειρία διαρκείας.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics Αντιπρύτανης και Κοσμήτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης και Καθηγητής της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.