Έχει μια ακμάζουσα βιομηχανία, ένα ΑΕΠ που κάποτε ήταν παρόμοιο με το ελληνικό αλλά τώρα είναι τρεις φορές μεγαλύτερο, ένα νεανικό κυρίως πληθυσμό και παρά το αίσθημα ανωτερότητας που μας διακατέχει, τα στοιχεία δείχνουν μια πραγματικότητα που δεν είναι ευνοϊκή για την Ελλάδα.
Το 1975 το ΑΕΠ Ελλάδας και Τουρκίας ήταν σχετικά κοντά, με 140 δισ. για εμάς και 170 δισ. για την Τουρκία. Σήμερα εμείς είμαστε κοντά στα 200 δισ. και η Τουρκία είναι πάνω από τα 800 δισ. ευρώ.
Από μόνο του αυτό αποτελεί τροφή για σκέψη, πέρα από την οικονομική πολιτική και τη στρατηγική που χαράζει η χώρα.
Στη χώρα αυτή που πριν πενήντα χρόνια ξεκίνησε από το ίδιο σημείο αφετηρίας στο ΑΕΠ με την Ελλάδα, μπορεί ακόμη ο πληθωρισμός να τρέχει με διψήφια ποσοστά 60%, ωστόσο η βιομηχανία της καλύπτει όλο το φάσμα, από στρατιωτικά drones και αυτοκίνητα μέχρι ανεμογεννήτριες.
Κυρίως όμως ακολουθεί πιστά μια μακροχρόνια στρατηγική με βασικό στόχο την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης του ΑΕΠ, χωρίς την ελληνική ατολμία, αναβλητικότητα και τις αέναες διαβουλεύσεις που παραδοσιακά μας χαρακτηρίζουν.
Η είδηση των τελευταίων ημερών είναι ότι η Τουρκία έπειτα από μια σχετικά σύντομης διάρκειας περίοδο μελετών, είναι έτοιμη να ανακοινώσει τις πρώτες περιοχές για την ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων στη Θάλασσα του Μαρμαρά και συγκεκριμένα στο Bandirma, στην Καλλίπολη (Gelibolu) και στην Πρίαμο (Karabiga), καθώς και μπροστά από τα Δαρδανέλια. Σύμφωνα με πληροφορίες, μπορεί να μην προηγηθεί καν η χρονοβόρα διαδικασία των διαγωνισμών, καθώς τουρκικές εταιρείες συζητούν απευθείας με επενδυτές από το Κατάρ και τη Σαουδική Αραβία.
Το ενδιαφέρον είναι ότι στο κεφάλαιο θαλάσσια αιολικά η Τουρκία ξεκίνησε από την ίδια χρονική αφετηρία με εμάς, αλλά σήμερα δείχνει να είναι πιο μπροστά. Τέλη 2023 ανακοινώσαμε με ντόρο σε ειδική εκδήλωση το Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων με έξι προτεινόμενες περιοχές σε πρώτη φάση, το οποίο συνοδεύτηκε από μελέτη του ΙΟΒΕ, σύμφωνα με την οποία το ΑΕΠ θα μπορούσε να ωφεληθεί με έως και 1,9 δισ. ευρώ το χρόνο, μέχρι και το 2050.
Η εγχώρια βιομηχανία, αγκάλιασε με το «καλημέρα» το πρόγραμμα, ενθουσιάστηκε από την ιδέα ανάπτυξης στην Ελλάδας μιας εφοδιαστικής αλυσίδας με συμμετοχή των δυναμικών ελληνικών επιχειρήσεων μεταλλουργίας, των ναυπηγείων, των logistics και της ναυτιλίας, ενώ παρόντες δηλώσαν πολλοί μεγάλοι ξένοι ενεργειακοί όμιλοι.
Έχουμε άλλωστε σημεία στην Κρήτη με το καλύτερο θαλάσσιο αιολικό δυναμικό στη Μεσόγειο. Ακολούθησαν εκδηλώσεις, συνέδρια, επισκέψεις σε χώρες πρωτοπόρους στο αντικείμενο, όπως η Νορβηγία για να πάρουμε know how, άνοιξε η κουβέντα με τις τοπικές κοινωνίες και όλα έδειχναν ότι ο πρώτος ενθουσιασμός σημαίνει και αλλαγή ταχύτητας.
Επτά μήνες μετά, και ενώ διεθνώς, από τη Μάγχη μέχρι τη Βόρεια Θάλασσα, μαίνεται μια κούρσα για τα θαλάσσια αιολικά και οι μεγάλοι επενδυτές ψάχνουν ευκαιρίες για να τοποθετηθούν, εμείς ακόμη το συζητάμε. Η αρχική φόρα έχει χαθεί, τα εκκρεμή ορόσημα αυξάνονται και εμείς διαβουλευόμαστε ακόμη με τις τοπικές κοινωνίες, αφήνοντας να υπερισχύσει το πολιτικό κόστος ενόψει των Ευρωεκλογών.
Οι ανησυχίες για γενίκευση των τοπικών αντιδράσεων, που ενισχύονται από τις ενστάσεις μιας ισχυρής ομάδας ξενοδόχων στην Κρήτη, έχουν μεταθέσει την υπόθεση θαλάσσια αιολικά για μετά τις κάλπες του Ιουνίου.
Κάποιος που δεν γνωρίζει το θέμα, θα αναρωτηθεί γιατί να μη ξεκινήσει το εγχείρημα από κάποια άλλη περιοχή της χώρας. Η απάντηση είναι ότι η Κρήτη είναι η πλέον εμβληματική, η ταχύτητα των ανέμων είναι από τις μεγαλύτερες στην Αν. Μεσόγειο, διαθέτει το καλύτερο θαλάσσιο αιολικό δυναμικό σε όλη την ευρύτερη περιοχή.
Αν η κυβέρνηση δώσει την εντύπωση ότι υπαναχωρεί και αφήσει την υπόθεση να σέρνεται, απλώς θα επιτρέψει να υψωθούν αντιδράσεις και στις άλλες περιοχές που φιγουράρουν ανάμεσα στις πιθανές επιλογές, όπως Ιόνιο, Κεντρικό Αιγαίο και αλλού.
Αυτό ακριβώς είναι και το πρόβλημα. Είμαστε στα μισά του Μαΐου και ακόμη δεν ξέρουμε που θα φιλοξενηθούν τα πρώτα θαλάσσια πάρκα. Αν και η διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες για τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ), η οποία αρχικά αφορούσε 23 προτεινόμενες περιοχές υποδοχής offshore, πανελλαδικά, έχει ολοκληρωθεί, λαμβάνοντας υπόψη πολλά σχόλια, εντούτοις η έγκρισή της ακόμη εκκρεμεί. Αν κρίνουμε από την περίπτωση της Κρήτης, η συζήτηση ατύπως συνεχίζεται.
Αν δούμε επίσης το τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι αντίστοιχοι φορείς με την Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων και Ενεργειακών Πόρων (ΕΔΕΥΕΠ) που έχει αναλάβει να τρέξει το πρόγραμμα, απασχολούν δεκάδες εξειδικευμένου προσωπικού για τη διαχείριση των εθνικών τους πλάνων. Ο αντίστοιχος ελληνικός φορέας διαθέτει σήμερα μόλις τέσσερα άτομα με αποκλειστικό αντικείμενο τα υπεράκτια αιολικά.
Ακόμη και σήμερα η ΕΔΕΥΕΠ δεν έχει τη δυνατότητα να προσλαμβάνει δικηγόρους με έμμισθη εντολή, παρά αναγκάζεται να κάνει τη δουλειά με εξωτερικούς συνεργάτες, λύση χρονοβόρα και κυρίως κοστοβόρα. Οι θέσεις νομικών εντάσσονται στα συνολικά 30 άτομα επιστημονικό προσωπικό που μπορεί η εταιρεία να προσλαμβάνει, αριθμός ελάχιστος αν σκεφτεί κάνεις ότι χειρίζεται πλείστα άλλα νομικά θέματα, με βασικότερο τους υδρογονάνθρακες.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι για να πετύχουμε τον φιλόδοξο εθνικό στόχο για 1,9 GW θαλάσσια αιολικά το 2030 (5 GW ο στόχος της Τουρκίας για το 2035), πρέπει ο πρώτος διαγωνισμός στις ελληνικές θάλασσες να προκηρυχθεί το αργότερο μέσα στο 2026.
Αλλά για να γίνει αυτό, πρέπει εταιρεία ειδικού σκοπού (SPV) της ΕΔΕΥΕΠ, να προκηρύξει φέτος και σύντομα διαγωνισμούς ανάθεσης των ανεμολογικών και βυθομετρικών μελετών, ώστε αρχές του 2025 ο ανάδοχος να τις βάλει μπροστά, για να τις έχει παραδώσει μέσα στο 2026.
Ακούγονται όλα αυτά γνώριμα και βαρετά, ωστόσο δείχνουν έναν ορατό κίνδυνο. Αν συνεχίσει η Τουρκία με αυτούς τους ρυθμούς και ταυτόχρονα αναπτύξει τα λιμάνια, υποδομές στα ναυπηγεία και την αναγκαία εφοδιαστική αλυσίδα για να υποστηρίξει τα πρώτα offshore αιολικά πάρκα που ετοιμάζεται να προκηρύξει στη Θάλασσα του Μάρμαρα, θα αποκτήσει σημαντικό προβάδισμα έναντι της Ελλάδας.
Όλη η κουβέντα των τελευταίων μηνών για ανάπτυξη εφοδιαστικής αλυσίδας «made in Greece» με παραγωγή πλωτήρων στα ελληνικά ναυπηγεία, και τμημάτων από τις ελληνικές χαλυβουργίες, θα τελειώσει πριν καν ξεκινήσει. Διότι θα μας έχουν προλάβει οι γείτονες και θα έχουν στήσει μια παρόμοια βιομηχανία στην αντιπέρα όχθη του Αιγαίου απ’ όπου θα παράγεται ο αναγκαίος αυτός εξοπλισμός και σε καλές τιμές.
Ποιος θα βάλει χρήματα για τον σκοπό αυτό στην Ελλάδα, όταν θα μπορεί να εισάγει τον εξοπλισμό και μάλιστα φθηνά από την Τουρκία;
Μια ακόμη ευκαιρία για ανάσα ενίσχυσης της ελληνικής βιομηχανίας, να συμμετάσχουμε με δική μας παραγωγή εξαγώγιμων προϊόντων και υπηρεσιών στον μετασχηματισμό της παγκόσμιας οικονομίας, θα έχει χαθεί.
Σημειωτέον ότι η Τουρκία έχει εξαγγείλει hub συναρμολόγησης πλωτών αιολικών, βόρεια της Σμύρνης, διαθέτει ήδη τρία εργοστάσια παραγωγής για πτερύγια ανεμογεννητριών και χάρη στα κίνητρα που πριμοδότησαν το «made in Turkey», κάνει τζίρο πολλές εκατοντάδες εκατ. δολάρια το χρόνο, έναντι μηδενικής παραγωγής στην Ελλάδα.
Το στοίχημα για την Ελλάδα είναι να επιταχυνθούν οι διαδικασίες και να εγκριθεί η ΣΜΠΕ, ώστε να τρέξει η εκπόνηση των επιμέρους μελετών για τις υποψήφιες περιοχές που θα φιλοξενήσουν υπεράκτια αιολικά πάρκα.
Δηλαδή εκείνες οι τεχνικές μελέτες και οι ΣΜΠΕ που θα εστιάζουν ξεχωριστά σε κάθε Περιοχή Οργανωμένης Ανάπτυξης Υπεράκτιων Αιολικών Πάρκων (ΠΟΑΥΑΠ) από αυτές που θα προκριθούν ως οι πλέον κατάλληλες.
Τα πάρα πολύ σφιχτά αυτά χρονοδιαγράμματα και ο μεγάλος όγκος δουλειάς που καλούνται να φέρουν σε πέρας το υπουργείο και η ΕΔΕΥΕΠ, ενώ απομένουν έξι μόλις χρόνια μέχρι το 2030, δείχνουν το μέγεθος της πρόκλησης, ειδικά για μια χώρα σαν την Ελλάδα, η οποία καλείται να αποδείξει προς το ακροατήριο των μεγάλων ξένων εταιρειών ότι όσα λέει τόσο καιρό, τα εννοεί.