Το Χρηματιστήριο του 2024, δεν έχει καμία σχέση με όλα όσα είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Μια από τις καταλυτικές διαφορές που έχουν προσδώσει μια νέα δυναμική στο Χρηματιστήριο Αθηνών είναι η διάθεση μεγάλων πακέτων μετοχών μέσω της αγοράς, από τους βασικούς μετόχους προς το ευρύ επενδυτικό κοινό.
Αυτή η μέθοδος της διάθεσης μετοχών (placement) μέσω βιβλίου προσφορών (book building), χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αποεπένδυσης του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) από το μετοχικό κεφάλαιο των συστημικών τραπεζών.
Με placement μέσω book building, πραγματοποιήθηκε η πώληση πακέτου της τάξης του 11% στην HELLENiQ ENERGY (ΕΛΠΕ), η πώληση του 15% της AustriaCard Holdings (ACAG) καθώς και η εισαγωγή της μετοχής του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών (ΔΑΑ) στην κύρια αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών.
Το πρόσφατο placement της Jumbo (ΜΠΕΛΑ) με τη διάθεση του 3% από τις μετοχές που έχει στην κατοχή του ο μεγαλομέτοχος της εταιρείας Απόστολος Βακάκης, ο οποίος πλέον θα βρεθεί με το 16,3% των μετοχών στα χέρια του, ήρθε να πιστοποιήσει τη χρησιμότητα αυτού του επενδυτικού εργαλείου.
Ενός εργαλείου που αναμένεται να χρησιμοποιηθεί κατά κόρον το επόμενο διάστημα, μετά και από τις πιέσεις των ρυθμιστικών και ελεγκτικών αρχών για την αύξηση της διασποράς των μετοχών. Δηλαδή για την αύξηση του λεγόμενου «free float», που αποτελεί το Α και το Ω για την εύρυθμη και χωρίς χειραγώγηση λειτουργία των χρηματιστηριακών αγορών.
Μα καλά, είναι θετικό νέο να πωλούν οι βασικοί μέτοχοι τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο; Μήπως πωλούν, διότι δεν βλέπουν άλλες προοπτικές ανόδου των μετοχών τους; Για ποιον λόγο η εποπτεύουσα αρχή ζητά από τους μεγαλομετόχους να μειώσουν τα ποσοστά συμμετοχής τους στις εταιρείες τους; Γιατί δεν επιλέγουν οι μεγαλομέτοχοι να πωλούν τις μετοχές τους, σιγά σιγά μέσα στη χρηματιστηριακή αγορά, κοινοποιώντας το γεγονός μέσω ανακοινώσεων προς τις Χρηματιστηριακές Αρχές;
Οι μεγαλομέτοχοι είναι ελεύθεροι όπως και όλοι οι υπόλοιποι επενδυτές να αγοράζουν και να πωλούν τις μετοχές τους. Aρκεί να το δηλώνουν στην εποπτεύουσα αρχή, αφού λόγω της ιδιότητάς τους θεωρούνται «insiders». Συνήθως, οι μεγαλομέτοχοι αγοράζουν μέσω της χρηματιστηριακής αγοράς, αλλά όταν φτάνει η στιγμή της πώλησης, τότε πωλούν μέσω πακέτων.
Και αυτό είναι λογικό. Διότι οι μεγαλομέτοχοι όταν μεταβιβάζουν τις μετοχές τους, δεν επιθυμούν να πλήξουν ούτε τις μετοχές τους, ούτε τις εταιρείες τους, αλλά ούτε και την ίδια τους την τσέπη. Αντιθέτως, επιθυμούν να κτίσουν συμμαχίες, εταιρικές ή επενδυτικές. Ακόμα και αν αυτό απαιτεί να πωλήσουν τις μετοχές τους με «discount», δηλαδή σε τιμή χαμηλότερη από αυτήν που διαπραγματεύεται στο ταμπλό. Όπως συνέβη και με τη μετοχή της Jumbo.
Τα placements είναι ο προσφορότερος και ίσως ο δικαιότερος τρόπος για να πωληθεί ένα σημαντικό πακέτο μετοχών στο Χρηματιστήριο. Είναι ο προσφορότερος διότι ο όγκος της συναλλαγής, δεν επηρεάζει για μεγάλο χρονικό διάστημα το χρηματιστηριακό κλίμα.
Και είναι ο δικαιότερος, καθώς η συναλλαγή συνάπτεται με όλες τις δυνάμεις της αγοράς παρούσες. Στη διαδικασία πώλησης του υπόλοιπου 18% που κατέχει το ΤΧΣ στης Εθνική Τράπεζα, ποια άλλη μέθοδος θα μπορούσε να επιλεγεί πλην του placement; Στην αναμενόμενη διάθεση του 10% της HELLENiQ ENERGY, από το ΤΑΙΠΕΔ, ποια άλλη μέθοδος θα μπορούσε θα επιλεγεί, αφού ο στόχος είναι η προσέλκυση ισχυρών θεσμικών επενδυτών που να μπορούν να «σηκώσουν» μια συναλλαγή τέτοιου μεγέθους.
Όπως προαναφέραμε υπάρχει και ένας ακόμα λόγος που υποχρεώνει τις εισηγμένες εταιρείες να προβαίνουν σε placements. Είναι η ανάγκη για αύξηση του ποσοστού της ελεύθερης διασποράς, του λεγόμενου free float. Το φαινόμενο της κατοχής ποσοστών της τάξης του 80% και 90% των μετοχών μιας εταιρείας, από τους μεγαλομετόχους της αποτελεί από μόνο του μια στρέβλωση της αγοράς.
Επομένως, η απόφαση του Χρηματιστηρίου Αθηνών, που έθεσε ποσοστιαία όρια μετοχικής συμμετοχής των μεγαλομετόχων, θα οδηγήσει αναγκαστικά σε πωλήσεις από την πλευρά τους. Οι οποίες θα πρέπει να ακολουθήσουν τη λογική των placements, προσδίδοντας μεγαλύτερο βάθος στην αγορά, μεγαλύτερη διαφάνεια στις τιμές και στις συναλλαγές, αυξάνοντας παράλληλα το ενδιαφέρον νέων επενδυτικών «παικτών» από το εξωτερικό.
Ως γνωστόν, αρκετοί ξένοι θεσμικοί επενδυτές αρνούνταν να αγοράσουν μετοχές ακόμα και εξαιρετικών εταιρειών, τη στιγμή που έβλεπαν τους μεγαλομετόχους, τις οικογένειές τους και τις «holding companies», να ελέγχουν με ασφυκτικό τρόπο τις εταιρείες τους και τις μετοχές τους.
Όσον αφορά τις εταιρείες «φαντάσματα» που «ανοίγουν» στο ταμπλό μια φορά το μήνα και πραγματοποιούν προκλητικά ελάχιστες συναλλαγές, αν δεν προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, ο δρόμος της εξόδου έχει ήδη ανοίξει. Διότι η παρουσία τους στο χρηματιστήριο, περισσότερο επιβαρύνει λόγω της νοσηρής χρηματιστηριακής συμπεριφοράς τους, παρά εμπλουτίζει τη δυναμική εικόνα που προσπαθεί να αποκτήσει το Χρηματιστήριο Αθηνών.
Κλείνοντας, θα πρέπει να αναφερθούμε και στην έννοια της διαφάνειας όσον αφορά τις τιμές των placements. Αφού μέσω του book building καταγράφονται οι προθέσεις των αγοραστών. Με αποτέλεσμα να προκύπτουν «πραγματικές» και «δίκαιες» τιμές. Και όχι τιμές που καταγράφονται σαν «μαγική εικόνα» πολλές φορές στο ταμπλό, λόγω της ανυπαρξίας αγοραπωλησιών και λόγω της συγκέντρωσης των μετοχών στα χαρτοφυλάκια των μεγαλομετόχων.