Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της αμερικανικής Fed, το χρεωστικό υπόλοιπο των πιστωτικών καρτών στις ΗΠΑ έφθασε στο τέλος του 2023 στο ύψος των 1,13 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Σε ονομαστικούς όρους, αυτό είναι με μεγάλη διαφορά το υψηλότερο επίπεδο που έχει καταγραφεί ποτέ.
Αν συνυπολογιστεί η επίδραση του πληθωρισμού, τα πράγματα δεν είναι τόσο δραματικά και το ύψος του χρέους των πιστωτικών καρτών είναι λίγο πιο χαμηλά από το αντίστοιχο στις αρχές του 2009, μέσα στο βάθος της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008 - 2009. Αυτό όμως δεν απασχολεί και πολύ όσους νιώθουν πάνω τους το βάρος αυτού του χρέους, ειδικά μετά τη σημαντική αύξηση των επιτοκίων από το 2022 και έπειτα.
Στους Financial Times, οι οποίοι χρησιμοποιούν τα στοιχεία που δημοσιοποίησαν οι υπηρεσίες της Fed, διαβάζουμε πως το κόστος της εξυπηρέτησης του χρέους των πιστωτικών καρτών ήταν το 2023 50% υψηλότερο από το αντίστοιχο του 2020, λίγο πριν από την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Τζο Μπάιντεν.
Οι τόκοι και τα διάφορα άλλα έξοδα που κατέβαλαν οι Αμερικανοί πολίτες για την εξόφληση του χρέους από πιστωτικές κάρτες έφθασαν το 2023 τα 157 δισεκατομμύρια δολάρια, 51 δισ. παραπάνω από το αντίστοιχο ποσό του 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν παράσχει οι αμερικανικές τράπεζες.
Σε μεγάλη άνοδο είναι και οι καταπτώσεις δανείων από πιστωτικές κάρτες. Πάλι από τους FT, οι οποίοι βασίζονται σε στοιχεία της Moody’s, το ύψος των δανείων πιστωτικών καρτών που αδυνατούν να πληρώσουν οι καταναλωτές βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 13 ετών, παρά το γεγονός πως οι αμερικανικές τράπεζες εμφανίζουν κέρδη ρεκόρ από τα δάνεια που χορηγούν στους καταναλωτές για αγορές με «πλαστικό» χρήμα.
Εδώ βέβαια πρέπει να επισημάνουμε πως, όπως σημειώνει ούτως ή άλλως η Moody’s, οι καταπτώσεις δανείων πιστωτικών καρτών αντιστοιχούν αυτή την περίοδο στο 4% περίπου του συνόλου των δανείων ενώ το 2009 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν λίγο πάνω από 7%. Ο διεθνής οίκος σημειώνει όμως πως τα μη εξυπηρετούμενα «πλαστικά» δάνεια αυξάνονται με πολύ δυνατό ρυθμό.
Αν διαβάσουμε τις εκτιμήσεις οικονομικών αναλυτών, θα δούμε πως οι περισσότεροι εκτιμούν πως το ιστορικά υψηλό συνολικό επίπεδο χρέους από πιστωτικές κάρτες, το αυξανόμενο κόστος εξυπηρέτησής του, καθώς και ο αυξανόμενος ρυθμός κατάπτωσης δανείων πιστωτικών καρτών μπορεί να δείχνουν μία χειροτέρευση στον τομέα αυτό αλλά στην ουσία δεν αποτελούν απειλή για το σύνολο της αμερικανικής οικονομίας.
Για παράδειγμα, σε σχετικό άρθρο του Associated Press, η Shernette McLoud, οικονομολόγος της TD Economics, ανέφερε πως η αμερικανική οικονομία είναι πολύ ανθεκτική, σε σημαντικό βαθμό και λόγω της αντοχής των καταναλωτών, οι οποίοι όμως πρόσφατα έχουν αρχίσει να χρηματοδοτούν περισσότερο τις αγορές τους με πιστωτικές κάρτες. Η ίδια πρόσθεσε πως η αύξηση των καταπτώσεων δεν αποτελεί ακόμα λόγω για να σημανθεί συναγερμός.
Παρόμοια ήταν και η άποψη του Silvio Tavares, διευθύνοντος συμβούλου της VantageScore, μίας από τις δύο βασικότερες αμερικανικές εταιρείες εκτίμησης της πιστοληπτικής ικανότητας των πολιτών. Ο Tavares δήλωσε πως γενικά οι καταναλωτές είναι υγιείς από πιστωτικής άποψης, όμως είναι αλήθεια πως έχουν αρχίσει να εμφανίζονται ορισμένα σαφή σημάδια δυσκολιών. Ο Warren Kornfeld, αντιπρόεδρος της Moody’s, αναφερόμενος στο ζήτημα των πιστωτικών καρτών, επισήμανε πως τα πράγματα είναι πολύ καλά για όσους έχουν ωφεληθεί από την άνοδο των τιμών των κατοικιών και των μετοχών.
Για τους υπόλοιπους όμως, η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή, καθώς έχουν υποστεί μεγάλο πλήγμα από τον πληθωρισμό και η οικονομική τους κατάσταση είναι τέτοια που δυσκολεύονται πλέον να εξυπηρετήσουν τα δάνεια από πιστωτικές κάρτες.
Ο τίτλος του σχετικού άρθρου του Associated Press είναι μάλλον εύγλωττος: «ορισμένοι Αμερικανοί έχουν φορτωθεί με δάνεια από πιστωτικές κάρτες καθώς τα ενοίκια και οι καθημερινές τιμές παραμένουν σε υψηλά επίπεδα».
Δεν χρειάζεται να σκεφθούμε και πολύ για να καταλάβουμε πως όσο καλά και να πηγαίνει αυτή τη στιγμή η αμερικανική οικονομία αυτό δεν σημαίνει πως όλοι οι πολίτες το αντιλαμβάνονται με τον ίδιο τρόπο. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός πως, σύμφωνα με έρευνα των Financial Times και της Michigan Ross που διεξήχθη νωρίτερα τον Μάρτιο, το 28% των ερωτηθέντων ανέφερε το βάρος των δανείων από πιστωτικές κάρτες ως μία από τις πιο σοβαρές αιτίες ανησυχίας για την οικονομική του κατάσταση.
Μπορεί αυτό το ποσοστό να είναι πολύ χαμηλότερο από το 80% που συγκέντρωσε για το ίδιο ερώτημα ο πληθωρισμός αλλά δεν παύει να είναι ένα υπολογίσιμο ποσοστό και να είναι ανερχόμενο.
Στο άρθρο των Financial Times με το οποίο ξεκινήσαμε σήμερα υπάρχουν αρκετά ενδείξεις για το ποιοι είναι οι πολίτες μέσα σε αυτό το 28%. Οι ενδείξεις αυτές προέρχονται από σχετικές μελέτες της Fed και των κατά τόπους παραρτημάτων της. Σχετικά με την καταγωγή όσων χρησιμοποιούν δάνεια από πιστωτικές κάρτες, οι Αφροαμερικανοί και οι Λατινοαμερικανικής καταγωγής εμφανίζουν διπλάσια πιθανότητα να έχουν λάβει δάνειο μέσω πιστωτικής κάρτας από αυτούς που κατάγονται από την Ασία.
Σε ό,τι αφορά στην ηλικία, φαίνεται πως η γενιά που αποκαλείται «Millennials», εμφανίζει αυτή την περίοδο τα περισσότερο αυξανόμενα ποσοστά αδυναμίας αποπληρωμής ή αναχρηματοδότησης των δανείων από πιστωτικές κάρτες. Το πρόβλημα σε αυτή τη γενιά είναι ακόμα μεγαλύτερο για όσους έχουν ήδη λάβει δάνεια για τις σπουδές τους ή για την αγορά αυτοκινήτου. Η κατάσταση δεν αναμένεται να βελτιωθεί σύντομα, για δύο λόγους. Γιατί οι τράπεζες γίνονται όλο και πιο συντηρητικές στα κριτήρια δανεισμού και γιατί τα επιτόκια στα δάνεια των πιστωτικών καρτών είναι πλέον πάρα πολύ ψηλά.
Σχετικά με τα επιτόκια, στους Financial Times διαβάζουμε πως στο τέλος του 2023 τα ετήσια επιτόκια για τα δάνεια πιστωτικών καρτών έφθασαν στο 22,8%, επίπεδο που είναι ανώτερο και αυτών που επικρατούσαν στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν ο πληθωρισμός ήταν πολύ πιο πάνω από τώρα και οι αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου ήταν πολύ πάνω από 10%.
Παρά τη γενικά καλή κατάσταση της οικονομίας, είναι σαφές πως για ένα μέρος των Αμερικανών πολιτών - και ψηφοφόρων βέβαια - τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα απ’ όσο θα φανταζόταν κανείς παρατηρώντας τους χρηματιστηριακούς δείκτες.
Η ανησυχία πολλών πολιτών για το θέμα του αυξανόμενου βάρους των πιστωτικών καρτών, εξηγεί σε έναν βαθμό και την απαισιοδοξία που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις όσον αφορά στην εκτίμηση των ερωτώμενων για το πως αντιλαμβάνονται την οικονομική κατάσταση. Ο χαμηλός δείκτης ανεργίας, η υγιής οικονομική ανάπτυξη σε επίπεδο ΑΕΠ και ο καλπασμός των χρηματιστηριακών δεικτών σίγουρα δεν συγκινεί ιδιαίτερα ένα σημαντικό ποσοστό Αμερικανών πολιτών.
Στους Financial Times βλέπουμε πως περίπου το 50% των Αμερικανών νιώθουν πως βρίσκονται σε χειρότερη οικονομική κατάσταση από ότι πριν από τέσσερα χρόνια. Είτε γιατί το πιστεύουν είτε λόγω της προπαγάνδας του ρεπουμπλικανικού κόμματος, αποδίδουν την κακή τους οικονομική κατάσταση στην πολιτική του Τζο Μπάιντεν και νοσταλγούν την εποχή του Ντόναλντ Τραμπ. Οι οικονομικές τους δυσκολίες σε συνδυασμό με όσα ακούν, τους έχουν κάνει να νιώθουν πως μία θηλιά είναι γύρω από το λαιμό τους και οι πιστωτικές τους κάρτες σίγουρα έχουν παίξει πολύ σημαντικό ρόλο.
Έτσι όπως είναι τα πράγματα, δεν φαίνεται να πιστεύουν πως διάφορα μέτρα της διοίκησης Μπάιντεν, όπως οι πιέσεις προς τις εταιρείες που χορηγούν πιστωτικές κάρτες για να χαμηλώσουν τις χρεώσεις και τα επιτόκια, πρόκειται να τους ωφελήσουν σημαντικά. Μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου υπάρχει πολύς χρόνος, λίγο πάνω από επτά μήνες, και πολλά μπορούν να αλλάξουν.
Αυτήν τη στιγμή, όμως, φαίνεται πως το βάρος των δανείων από τις πιστωτικές κάρτες, από πολιτικής απόψεως, μετατοπίζεται σταδιακά προς την πλάτη του Τζο Μπάιντεν. Ειδικά αν λάβουμε υπόψη μας πως οι Αφροαμερικανοί και οι Ισπανόφωνοι, οι οποίοι πιέζονται περισσότερο από τα δάνεια των πιστωτικών καρτών, θεωρούνταν μέχρι τώρα πολύ πιο φιλικοί προς τους Δημοκρατικούς παρά προς τους Ρεπουμπλικανούς.