Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, μία ατέρμονη συζήτηση, στα όρια του «ταμπού», περί λειτουργίας μη κρατικών πανεπιστημίων στη χώρα, όχι μόνο επανέρχεται στον δημόσιο διάλογο, αλλά στην ουσία της παίρνει μια συγκεκριμένη μορφή και ταυτόχρονα την κοινοβουλευτική οδό.
Από χθες, το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας, που δίνει τη δυνατότητα -υπό αυστηρούς όρους και προϋποθέσεις- να λειτουργήσουν στη χώρα μη κρατικά, μη κερδοσκοπικά παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, συζητείται στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής.
Παρά τις δημοσκοπήσεις, που αποτυπώνουν την ωριμότητα πλέον της ελληνικής κοινωνίας να κάνει το επόμενο βήμα, έστω και μικρό, παρά τον γιγαντιαίο αριθμό των νέων παιδιών, που σπουδάζουν στο εξωτερικό και εκτιμώνται στις 40 χιλιάδες, τα κόμματα προσέρχονται σε αυτή τη συζήτηση με τις πιο παλαιές εκ των θέσεων, που θα μπορούσαν να διατυπώσουν.
Ο Στέφανος Κασσελάκης και ο Νίκος Ανδρουλάκης έκαναν αυτή τη φορά ταυτόχρονα τη στροφή των 180 μοιρών. Ο κ. Κασσελάκης, ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων, ο ίδιος άλλωστε έχει την αμερικανική εμπειρία, τελικά «αφομοιώθηκε» από τη γνωστή και πάγια θέση του κόμματός του, δηλώνοντας πλέον ότι «τα μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια μπορεί ύπουλα να γίνουν κερδοσκοπικά».
Αντίστοιχα, ο κ. Ανδρουλάκης, ο οποίος ξεκίνησε στηρίζοντας το «άνοιγμα» της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κατέληξε να δηλώνει ότι θα καταψηφίσει, ζητώντας αναθεώρηση του άρθρου 16. Για τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, που καταψηφίζουν με ένα σκεπτικό, που αρχίζει από τη θεωρία ότι η κυβέρνηση εξυπηρετεί συμφέρονται και φθάνει μέχρι τα σενάρια παραβίασης του Συντάγματος, η στάση τους δεν αποτελεί έκπληξη.
Το Μέγαρο Μαξίμου επιδιώκει να αναδείξει την αντίφαση μεταξύ πραγματικότητας και επιχειρημάτων της αντιπολίτευσης και να σταθεί ιδιαίτερα στη στάση του ΠΑΣΟΚ. Ο Παύλος Μαρινάκης μίλησε ήδη για «πράσινο ΣΥΡΙΖΑ», βάζοντας στο ίδιο κάδρο τη Χαριλάου Τρικούπη με την Κουμουνδούρου.
Είχαν προηγηθεί αναφορές του κυβερνητικού εκπροσώπου σε ρητορική αμφιθεάτρου από το Νίκο Ανδρουλάκη. Στόχος του κυβερνητικού επιτελείου να αποδείξει ότι το ΠΑΣΟΚ και ο αρχηγός του, που διεκδικούν τη δεύτερη θέση στην κάλπη των ευρωεκλογών, δε μπορούν να αποτελέσουν το αντίπαλο σημείο αναφοράς για τον μεσαίο χώρο, που θέλει να κάνει βήματα προς το μέλλον.
Η κυβέρνηση δηλώνει αποφασισμένη να προχωρήσει έστω και μόνη της σε μια εμβληματική μεταρρύθμιση, όπως τη χαρακτηρίζει, που αλλάζει για πρώτη φορά τα δεδομένα στον χώρο των πανεπιστημίων και μεταφέρει και στην ελληνική, την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Η ουσία του νομοσχεδίου αυτού, άλλωστε, πέραν του ότι αποτελεί πάγια θέση της Νέας Δημοκρατίας, εφάπτεται απόλυτα σε αυτό, που ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρουσίαζε προεκλογικά ως «αντιμετώπιση των χρόνιων παθογενειών» στον χώρο των πανεπιστημίων, στην προκειμένη περίπτωση.
Στην κυβερνητική επιχειρηματολογία, περιλαμβάνεται, εκτός από τη δυνατότητα, που δίνεται σε χιλιάδες νέους να παραμείνουν και να σπουδάσουν στη χώρα αν επιλέξουν ούτως ή άλλως ένα μη κρατικό πανεπιστημιακό ίδρυμα, η καθιέρωση ιδιαίτερα αυστηρών όρων και προϋποθέσεων, που προβλέπονται για τη λειτουργία αυτών των παραρτημάτων, όπως και για την εισαγωγή φοιτητών.
Στα τέλη του 2024, συμπληρώνονται πέντε χρόνια από την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση, ένα ορόσημο, που δίνει τη δυνατότητα στην υπάρχουσα Βουλή από το 2025 να προχωρήσει στην πρόταση αναθεώρησης συγκεκριμένων άρθρων του Συντάγματος, ώστε η επόμενη Βουλή να εγκρίνει την τροποποίηση ή την κατάργησή τους.
Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας, που μιλά για την ανάγκη μια γενναίας συνταγματικής αναθεώρησης, είναι βέβαιο ότι θα συμπεριλάβει και το άρθρο 16 στις προτάσεις της, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να μην έχει κρύψει τη φιλοδοξία του η χώρα να μετατραπεί όχι μόνο σε κέντρο προσέλκυσης μεγάλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων του εξωτερικού, αλλά και σε κέντρο προσέλκυσης ξένων φοιτητών. Η όλη διαδικασία έχει ορίζοντα το 2028 και οι κρίσιμες ψηφοφορίες των προτεινόμενων άρθρων μεταφέρονται για την επόμενη Βουλή.
Στη σημερινή Βουλή, όμως, όποιο προτεινόμενο προς αναθεώρηση άρθρο συγκεντρώσει 180 ψήφους, τότε στην επόμενη, αρκεί η απλή πλειοψηφία των 151 βουλευτών για να αναθεωρηθεί. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή προταθεί τώρα από 151 βουλευτές, τότε θα απαιτείται αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών στην επόμενη.
Για τις δυνάμεις, όπως το ΠΑΣΟΚ, που δηλώνουν υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 16 και μάλιστα φέρουν αυτό το επιχείρημα ως αιτιολόγηση της αρνητικής τους θέσης απέναντι στο νομοσχέδιο του υπουργείου παιδείας, θα πρέπει μάλλον να θεωρείται αυτονόητη η θετική τους στάση στη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Σε αυτή την περίπτωση και με απλά μαθηματικά, Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ θα συγκέντρωναν 190 θετικές ψήφους, καθιστώντας την αναθεώρηση του άρθρου 16 στην επόμενη Βουλή πολύ πιο εύκολη διαδικασία.
Η πολιτική αντιπαράθεση αναμένεται οξύτατη τις επόμενες ημέρες, αναδεικνύοντας τις νέες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις, αλλά και την υποκρισία των επιχειρημάτων, που διατυπώνονται. Γιατί είναι υποκρισία, σε μια χώρα, που επιτρέπει τη λειτουργία ιδιωτικών σχολείων κάθε βαθμίδας και αποδέχεται ως νομοτέλεια τη δαπάνη χιλιάδων ευρώ κάθε οικογένειας για τα φροντιστήρια των παιδιών της, να μιλά κάποιος για δωρεάν εκπαίδευση που οδηγεί σε δημόσια πανεπιστήμια.