Σαν αχτίδα του ήλιου ο ήχος που γεννιέται από το άγγιγμα των δαχτύλων στα μουσικά όργανα, διαχέεται στο χώρο και όμοια με μια νοητή αγκαλιά περιτριγυρίζει ανθρώπους και κάθε ζωντανό οργανισμό, όλη την πλάση, προσφέροντάς της νηνεμία. Ως αγκαλιά θα μπορούσε να ιδωθεί η κίνηση των χεριών των μαέστρων όταν διευθύνουν, ομοίως και η διαδικασία της μουσικής διεύθυνσης: όλα τα μουσικά όργανα της ορχήστρας «αναπνέουν» σαν έναν ήχο.
«Οδηγός» σε αυτό η προσωπική μελέτη και χρόνος κάθε ύπαρξης που διευθύνει την ορχήστρα, κι έτσι ανακαλώ την αρχιμουσικό Ζωή Ζενιώδη· «δεν διευθύνουμε προς την ορχήστρα, φέρνουμε την ορχήστρα στην αγκαλιά μας» ανακαλεί η ίδια από τον καθηγητή της, κάνοντας επίσης λόγο για την πορεία της στη μουσική, τα τροχοπέδη, την ίδια τη μουσική, το φόβο ως μετουσίωση, την αδήριτη ανάγκη επικοινωνίας και συνεργασίας με ανθρώπους, «τους δρόμους που υπάρχουν για να χαράσσονται», την ανθεκτικότητα.
Ξεκινάμε με έναν τρόπον τινά «ορισμό». «Η γυναίκα μουσικός είναι ένας φάρος, μία πυξίδα, ένας τόπος, ένα πεδίο ολόκληρο ως σώμα, ως προσωπικότητα, ως τα πάντα, έμπνευσης και έκφρασης. Η γυναίκα μαέστρος είναι μια αγκαλιά, κι η μουσική διεύθυνση είναι μία κίνηση αγκαλιάς απέναντι στους υπολοίπους για να βγει κάτι όμορφο και αρμονικό. Ο κάθε άνθρωπος που κάνει μουσική με πολλούς ανθρώπους μαζί, είναι μια αγκαλιά.
Ο καθένας με τον τρόπο του, θεωρώ ότι θα έπρεπε να προσπαθεί να αγκαλιάσει την ανθρωπότητα, να κατανοήσει και να επεξεργαστεί την ανθρωπότητα. Εγώ το κάνω μέσω μιας τεράστιας αγκαλιάς σε όλες τις ορχήστρες που πάω και ως μουσικός», μου αναφέρει η Ζωή Ζενιώδη η οποία αυτή την περίοδο, φέρνει στην αγκαλιά της τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Μπουένος Άιρες καθώς ανοίγει (13 Απριλίου) τη σεζόν στο Θέατρο Κολόν με συναυλία για τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Αυστριακού συνθέτη Άρνολντ Σένμπεργκ, και σολίστ τον πιανίστα Χόμερο Φρανσές. Ενώ, τον Αύγουστο, έχει προγραμματιστεί να διευθύνει την όπερα «Cosi Fan Tutte» (Έτσι κάνουν όλες) του Μότσαρτ, στην Όπερα του Σίδνεϋ.
Κατέχοντας τον τίτλο της πρώτης γυναίκας μαέστρου που έχει παίξει με την Opera Southwes, έχοντας χαρακτηριστεί από τον διεθνή Τύπο ως «Ms Dynamite» και ευρισκόμενη στο «τιμόνι» της El Sistema Greece, η Ζωή Ζενιώδη με έδρα την Αθήνα εργάζεται ως μαέστρος και πιανίστα στην Αμερική, την Ασία και την Ευρώπη, συνδυάζοντας τη μητρότητα με τη διεύθυνση ορχήστρας. Κατέχοντας μουσικά εφόδια από τα παιδικά της χρόνια και με καταγωγή από τη Σμύρνη, εκπαιδεύτηκε από πολύ νωρίς σε «γαλλικά, πιάνο και μπαλέτο».
Όσοι την έχουν παρακολουθήσει να διευθύνει ή να στέκεται μιλώντας, μπορούν να το διαπιστώσουν: μία αέρινη φιγούρα που παραπέμπει σε μπαλαρίνα και αγκαλιάζει όποια ορχήστρα συνεργάζεται, κερδίζοντας τους κάθε φορά ανθρώπους που συνομιλεί με την ευγένεια του χαρακτήρα και το ηχόχρωμα της φωνής της συνώνυμο με το νοιάξιμο.
«Δεν θεωρώ ότι το ταλέντο είναι ξεκάθαρα μουσικό, όσο μετάφρασης και μεταμόρφωσης. Από μικρό παιδί είχα τη δυνατότητα να παρατηρώ και να καταχωρώ κάπως στη σκέψη μου πολύ ξεκάθαρα τα συναισθήματα. Υπήρχε μια πολύ έντονη κατανόηση του τι είναι η μετάφραση, τι είναι ερμηνεία, του τι μπορείς να κάνεις εσύ σ’ αυτό το χώρο» μου διηγείται η Ζωή Ζενιώδη αναφέροντας σημεία - σταθμούς της μουσικής της πορείας αλλά και προσκόμματα.
Όπως τη μη ανανέωση της σύμβασής της ως μαέστρος της MOYSA, της Ορχήστρας Νέων του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης ταυτόχρονα με την ανακοίνωση της εγκυμοσύνης της, τη μη καταβολή των ωφελουμένων ως καλλιτεχνική διευθύντρια ενώ είχε εργαστεί –αργότερα– στον ίδιο οργανισμό. Από κοινού με διεθνείς της συνεργασίες, αποτελούν «σημεία τα οποία κάποιος θα έλεγε ότι είναι σημαντικά ως κουκίδες σε ένα χάρτη, αλλά ταυτόχρονα θεωρώ ότι είναι και πυξίδες για το μέλλον, για κατευθύνσεις, για να μπορούμε να πάμε παραπέρα», υπογραμμίζει.
Πώς καταλήγει ένας ή μία μουσικός να ανέβει στο πόντιουμ; Ο/Η «μαέστρος ξεκινά από γερές βάσεις, έχοντας ήδη υπάρξει ακραία επαγγελματίας σε ένα όργανο, σολίστ σε υψηλό επίπεδο και μετά ως φυσική συνέχεια του επαγγέλματος συνεχίζει στη διεύθυνση ορχήστρας. Για να είμαστε σε επαφή με την πραγματικότητα, πρέπει να ξέρουμε πόση δουλειά χρειάζεται αυτό και να ξέρουμε και γιατί το κάνουμε. Ο καθένας έχει διαφορετικούς λόγους για τους οποίους κάνει το επάγγελμά του», αναφέρει η κα. Ζενιώδη και συνεχίζει:
«Φαίνονται οι άνθρωποι οι οποίοι πραγματικά θα συνεχίσουν, που έχουν τις αντοχές να συνεχίσουν και αν διαθέτουν πραγματικό βάθος, επίπεδο βάθους – δηλαδή αυτά τα σκαλοπάτια προς το κέντρο της ύπαρξης. Αν κάποιος τα έχει αυτά, ναι, θα συνεχίσει, θα βρει το δρόμο του. Ο δρόμος είναι εκεί για να χαράσσεται από τον καθένα μας».
Κι ο φόβος; «Θα πρέπει κάθε άνθρωπος να στηριχθεί πάνω σε αυτόν, να πάρει αποφάσεις που δεν θα τον καθηλώνουν. Ο φόβος είναι κάτι που μπορείς να μεταμορφώσεις σε ακραία δημιουργικότητα και σε αποφασιστικότητα, σε θέληση και σε επιθυμία. Ο φόβος μετουσιώνεται σε κάτι, όλα μετουσιώνονται. Από τη στιγμή που δεν παραλύει, δεν καθηλώνει – γιατί εκεί είναι που πρέπει να υπάρξει μια διαχωριστική γραμμή. Αν δεν καθηλώνει και μπορεί να γίνει καύσιμο και ύλη, ο φόβος είναι και προστασία κι έπειτα είναι και κάτι άλλο: και μεταμόρφωση και δημιουργία».
«Δεν πορεύτηκα πατώντας σε ένα όνειρο»
Τα ονόματα μεγάλων ορχηστρών και λυρικών θεάτρων, καλλιτεχνικών διευθυντών και μαέστρων ανά τον κόσμο διαβάζει κανείς στο βιογραφικό της κας. Ζενιώδη. «Έχω κουραστεί, δεν έχουν γίνει εύκολα, δεν με βοήθησε κανείς, δεν είχα ατζέντη. Έχω μπει στην όπερα του Σίδνεϋ μόνη μου, για τα επόμενα χρόνια έχει δρομολογηθεί να συμμετέχω σε πολύ μεγάλες παραγωγές, κι όλα αυτά μόνη μου. Αυτό προφανώς με κάνει περήφανη, με κάνει δυνατή. Δεν θα μπορούσα με τόση άνεση να μπω στην όπερα του Σίδνεϋ αν δεν το είχα κάνει με τις δικές μου δυνάμεις. Γιατί το λέω αυτό; Για να φτάσω εκεί δεν πήγα πατώντας σε ένα όνειρο. Ονειρεύτηκα πολλά πράγματα, φαντάστηκα πολλά πράγματα, διεκδίκησα πολλά πράγματα, δούλεψα πολύ σκληρά, οπότε γνωρίζω ότι η πορεία είναι πάρα πολύ δύσκολη».
» Πιστεύω ότι ο άνθρωπος, για να μπορέσει να πετύχει αυτό που θέλει, πρέπει να βάλει αρχικά στόχους που θα θεωρεί ότι μπορεί να τους φτάσει. Στόχους δηλαδή που να θεωρήσει ότι πραγματικά έχει τις ικανότητες, την ευθύνη που χρειάζεται, την αποφασιστικότητα και να ξέρει ότι μπορεί να κάνει τη δουλειά που χρειάζεται για να τους φτάσει. Διαφορετικά, το ίδιο το σύστημα θα πετάξει τον καθένα ή τη καθεμία έξω».
Γι’ αυτό και μία από τις συμβουλές που δίνει στους νέους ανθρώπους είναι «να ονειρεύονται, να πετάνε, αλλά να έχουν ρίζες, να ξέρουν ότι από κάπου πιάνονται, ότι υπάρχει δουλειά, υπάρχει βάση. Αν δεν υπάρχουν πολύ βαθιά επίπεδα ύπαρξης και ανθεκτικότητας δεν μπορεί να πάει κάπου. Η ανθεκτικότητα είναι κάτι το οποίο φτιάχνεται· δεν δουλεύεται με καλοπέραση η ανθεκτικότητα, δουλεύεται μέσα από εμπόδια. Αν τα εμπόδια είναι τεράστια, εκεί υπάρχει τραύμα, εκεί κάποιος μπορεί να μην αντέξει. Αν τα εμπόδια είναι τόσα ώστε κάποιος να μπορεί να εργαστεί πάνω τους και να γίνει πιο δυνατός, τότε έχουμε σίγουρα θετικό αποτέλεσμα».
©Jean-Baptiste Millot
» Άρα, αν ένας άνθρωπος ξεκινήσει μια πορεία και δει ότι δυσκολεύεται, εκεί πρέπει να υπάρξει κάποιο φίλτρο, κάποιο κριτήριο και κάποιος άλλος άνθρωπος ίσως που μπορεί να εμπιστευθεί, κάποιος που να μπορούσε να πει με ειλικρίνεια αν πραγματικά αξίζει και ο ίδιος ως καλλιτέχνης σε εκείνη τη στιγμή της ζωής του να συνεχίσει να προσπαθεί ή να πάρει κάποιον άλλο δρόμο. Ή αν αξίζει να περιμένει και να δει σε κάποια άλλη χρονική στιγμή της ζωής του αν θα καταφέρει ή τι θα καταφέρει», απαντά η κα. Ζενιώδη αναφορικά με το αν είναι μονόδρομος να συνεχίσει κάποιος σαν έχει βρεθεί ήδη στη διεύθυνση μιας ορχήστρας και τα τροχοπέδη που συναντά δύσκολα ξεπερνιούνται.
Η γυναίκα στο πόντιουμ
Ανακαλώ το ντοκιμαντέρ «Maestra» της Μάγκι Κοντρέρας που αφορά στις μαέστρους που μετείχαν στον διαγωνισμό «La Maestra» – τον μοναδικό στον κόσμο διαγωνισμό που αφορά διευθύντριες ορχήστρας – εκ των διαγωνιζομένων και εκείνων που πέρασαν στην τελική φάση κι η κα. Ζενιώδη.
Σκέφτομαι επίσης τον εσωτερικευμένο μισογυνισμό. Έχει αλλάξει το τοπίο για τις γυναίκες μαέστρους; «Έχει γραφτεί τόσο πολύ σε γενιές και θα πάρει γενιές ακόμη ν’ αλλάξει.Οι αλλαγές στο θέμα των μαέστρων γυναικών έχουν ήδη γίνει. Έχει τελειώσει το θέμα, απλά κάποιοι δεν έχουν ενημερωθεί – αυτό, δεν υπάρχει κάτι άλλο.
» Αυτή τη στιγμή είναι εύκολο για γυναίκες μαέστρους να πάρουν θέση, να πάρουν παραστάσεις, να πάρουν αυτό που τους αξίζει. Θεωρώ ότι πλέον έχουμε έρθει στην κανονικότητα, απλά κάποιοι δεν έχουν ενημερωθεί όπως συμβαίνει σε πολλά πράγματα και θέλουν λίγο χρόνο ακόμη. Οι γυναίκες στις επόμενες γενιές δεν θα αναρωτηθούν ποτέ για το αν μια γυναίκα είναι μαέστρος ή ένας άνδρας είναι μαέστρος. Δεν θα συμβαίνει αυτό, απλά θα βγαίνει ο μαέστρος και θα κάνει τη δουλειά του», διευκρινίζει η κα. Ζενιώδη.
Αναφορικά με τη μουσική βιομηχανία, χρειάζεται να προχωρήσει σε ορισμένες ακόμη αλλαγές ώστε να μην υπάρχει αποκλεισμός; «Έχει να κάνει σίγουρα με τις χώρες γιατί σε χώρες όπως η Ελλάδα και σε άλλου τύπου χώρες υπάρχουν περισσότερα στερεότυπα, άρα πρέπει να φύγουμε από αυτό όσο πιο πολύ γίνεται» μου απαντά η κα. Ζενιώδη και συμπληρώνει: «Σε αυτό που θέλω να πιστεύω ότι όλοι θέλουμε να φτάσουμε, είναι το σημείο όπου δεν θα το συζητάμε καν αν κάποιος είναι άνδρας ή γυναίκα, αν έχει κάποιο χρώμα, κάποιο συγκεκριμένο φύλο, κάτι συγκεκριμένο πάνω του που πρέπει ν΄ ασχοληθούμε γι’ αυτό αντί για τη μουσική».
Διότι, όπως δοευκρινίζει, σημασία έχει «η αξία κάποιου, πόσο καλά κάνει τη δουλειά του, πόσο εμπνέει, πόσο μεταμορφώνει, πόσο μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα της μουσικής και της χώρας του και της τέχνης του και του κοινωνικού πεδίου γύρω του.
» Θεωρώ ότι οι καλλιτέχνες και οι μαέστροι δεν είναι εκεί για να’ ναι διασκεδαστές, που έχουν υπάρξει και με αυτόν τον ρόλο. Θεωρώ ότι είναι εκεί για να είναι φάροι, σημεία αναφοράς και να είναι άνθρωποι που καταφέρνουν με κάποιο τρόπο ν’ αλλάξουν τα γύρω τους. Οι άνθρωποι που βρίσκονται στο πόντιουμ χρειάζεται να είναι ικανοί, να έχουν μελετήσει βαθιά, να προτείνουν μια ερμηνεία που δεν θα έχει ποτέ σκεφτεί κάποιος άλλος, άνθρωποι που συγκινούν».
Ας μη λησμονούμε τα οφέλη της μουσικής για καθέναν από εμάς, πόσω μάλλον τη σχέση των μουσικών με αυτή, που ανάγεται στη συνύπαρξη. H μουσική «είναι η σιωπή ανάμεσα στις νότες» είχε πει ο Γάλλος μουσικός Κλωντ Ντεμπυσσύ (1862-1918), «το ανοιχτήρι της ψυχής» όπως είχε επισημάνει ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ.
«Η μουσική δεν είναι πολυτέλεια, δεν είναι διασκέδαση – αυτό είναι ένα κομμάτι της μουσικής. Για μένα, έχοντας δουλέψει ήδη 40 χρόνια και παραπάνω, ως πρωταθλητής, η μουσική είναι στις βασικές ανάγκες μαζί με τη στέγαση, την εκπαίδευση και τη σίτιση. Αν δεν προσφέρουμε στην κοινωνία μας θα είμαστε χωρίς πυξίδα, χωρίς φάρο, χωρίς φως, δεν θα μπορέσουμε να φτιάξουμε τους ανθρώπους που χρειαζόμαστε για να προχωρήσουμε όπως πρέπει», τονίζει η Ζωή Ζενιώδη.
Η συζήτηση μαζί της κι η δημοσίευση του παρόντος κειμένου θα μπορούσε να γίνει δίχως κάποια αφορμή ακόμη κι αν ξεκινούσε έτσι: για την Ημέρα της Γυναίκας, τη Γιορτή της Μουσικής, την πορεία της και ως σημείο αναφοράς για τη διαχείριση κάθε προσκόμματος, την επιμονή και τη μελέτη για την πνευματική καλλιέργεια. Καθώς, τα λεγόμενά της αξίζει να μεταφερθούν με κάθε ευκαιρία. Ας μη λησμονούμε ότι κι η μουσική χρήζει εκτίμησης σε καθημερινή βάση, αποτελεί την οντότητα εκείνη που «μιλά» σε συναισθήματα και σκέψη.
Και το επιτυχημένο; «Το επιτυχημένο για μένα δεν έχει να κάνει ξεκάθαρα με το στυγνό ή στεγνό μουσικό αποτέλεσμα το οποίο σαφώς πρέπει αν είναι πολύ υψηλό, αλλά έχει να κάνει με τη διάθεση και την επιθυμία να ξαναβρεθούμε, να κάνουμε ξανά κάτι μαζί. Αυτό, γιατί πιστεύω ότι ο άνθρωπος έχει έρθει εδώ για τις ανθρώπινες σχέσεις· η ζωή του ανθρώπου ξεκινά λόγω μίας ανθρώπινης σχέσης, κι έπειτα ξεκινά με μία ανθρώπινη σχέση.
Αυτό το δεδομένο από το οποίο ξεκινάμε είναι ακραία βαθύ και σημαντικό, να το τιμούμε και να καταλαβαίνουμε ότι από τη στιγμή που έτσι γεννιόμαστε, έτσι θα λειτουργούμε. Είναι πάρα πολύ βασικό να σχετιζόμαστε και να δουλεύουμε με τους άλλους ανθρώπους για τους άλλους ανθρώπους γιατί είμαστε κομμάτι αυτής της ύπαρξης, μίας ολιστικής συνολικής ύπαρξης».
Στην ύπαρξη και τη συνύπαρξη συνυφαίνεται η μουσική κι όσοι έχουν εργαστεί ώστε να διαδοθεί. Η μουσική «ξεπλύνει από την ψυχή τη σκόνη της καθημερινότητας» (Μπέρτχολντ Άουερμπαχ, 1812-1882), ομοίως και άνθρωποι - φάροι που με τις κινήσεις και τα λεγόμενά τους υπενθυμίζουν την αδήριτη ανάγκη της τέχνης στη ζωή μας.