Πέντε συν έναν πιθανούς κινδύνους που μπορεί να ανατρέψουν τη μεγάλη πρόοδο που έχει σημειώσει η ελληνική οικονομία εντοπίζει η Τράπεζα της Ελλάδος και περιέχονται στην έκθεση του διοικητή της Γιάννη Στουρνάρα για την ελληνική οικονομία.
Οι κίνδυνοι που εντοπίζονται είναι η πιθανότητα εμφάνισης «μεταρρυθμιστικής κόπωσης», η «εντεινόμενη στενότητα στην αγορά εργασίας», με επιχειρήσεις σε αρκετούς κλάδους να δυσκολεύονται να προσλάβουν προσωπικό, η στασιμότητα μετά την αρχική μεγάλη πρόοδο στην ανταγωνιστικότητα της χώρας, η καθυστέρηση στις εκταμιεύσεις επιχορηγήσεων από πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης μετά την αρχική πρωτοπορία της χώρας πανευρωπαϊκά και οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης. Σε αυτά προστίθενται οι κίνδυνοι από την κλιματική αλλαγή.
Οι κίνδυνοι που εντοπίζει η ΤτΕ είναι η στασιμότητα μετά την αρχική πρόοδο της ανταγωνιστικότητας της χώρας και ειδικά σε τομείς όπως η επιτάχυνση απονομής δικαιοσύνης, η αποτελεσματικότητα λειτουργίας του κράτους γενικότερα και η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας.
Η ανάπτυξη είναι η σημαντικότερη πρόκληση για την ελληνική οικονομία αναφέρει η ΤτΕ, που επισημαίνει ότι η ελληνική οικονομία κινήθηκε με άνοδο του ΑΕΠ 2%, μεγαλύτερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο πέρυσι, ενώ προβλέπει ανάπτυξη με ρυθμό 2,3% για το 2024. Εντοπίζονται οι εξωγενείς κίνδυνοι από τις γεωπολιτικές εξελίξεις, αλλά το καμπανάκι της ΤτΕ, χτυπά:
- Για πιθανή εμφάνιση μεταρρυθμιστικής κόπωσης, με αρνητικές συνέπειες στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα και για καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης:
«Η διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, μετά τη σημαντική βελτίωση των προηγούμενων ετών, εμφάνισε ενδείξεις στασιμότητας ή και ελαφράς υποχώρησης το 2023, μέσα σε ένα επιδεινούμενο περιβάλλον για το διεθνές εμπόριο.
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι η ανταγωνιστικότητα ως προς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος συνέχισε να βελτιώνεται, καθώς το ονομαστικό κόστος εργασίας αυξήθηκε πολύ λιγότερο στην Ελλάδα από ότι στην Ευρωζώνη.
Σε όρους διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η κατάταξη της Ελλάδος στους σχετικούς σύνθετους δείκτες παρουσιάζει στασιμότητα ή και υποχώρηση, μετά την αποτύπωση μεγάλης προόδου την προηγούμενη περίοδο (2020-22). Η Ελλάδα φαίνεται να υστερεί σε τομείς όπως η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους, η επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας».
- Την αγορά εργασίας η οποία παρά τη βελτίωσή της δεν έχει καταφέρει να γεφυρώσει την απόκλιση απαιτήσεων και προσδοκιών μεταξύ επιχειρήσεων και εργαζομένων. Γίνεται λόγος για εντεινόμενη στενότητα:
«Η αγορά εργασίας συνέχισε τη δυναμική της πορεία, αν και με πιο ήπιους ρυθμούς, με το ποσοστό ανεργίας να μειώνεται στο 11,1%. Πάντως, η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από εντεινόμενη στενότητα σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν, ενώ οι επιχειρήσεις σε αρκετούς κλάδους της οικονομίας δυσκολεύονται να προσλάβουν προσωπικό σύμφωνα με τις ανάγκες τους, παρά τη σημαντική αύξηση των μισθών το 2023».
- Για τον κίνδυνο να χαθούν σημαντικά κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης, από εκεί που η Ελλάδα παρουσίαζε ξεκάθαρα πρωτοπορία και παραμένει ισχυρή στην απορρόφηση των κεφαλαίων, αλλά όχι και στην εκταμίευσή τους:
«Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους της ΕΕ ως προς την απορρόφηση των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που παρέχουν σημαντική δημοσιονομική ώθηση στην οικονομία. Συνολικά, η Ελλάδα έχει λάβει 41% των διαθέσιμων πόρων (15 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 7,7 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 7,3 δισ. ευρώ σε δάνεια) και είναι από τις λίγες χώρες που έχουν εισπράξει τρεις δόσεις επιχορηγήσεων και δανείων, μετά την ολοκλήρωση του 26% των συμφωνημένων στόχων του προγράμματός της.
Ωστόσο, οι εκταμιεύσεις των επιχορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις παρουσιάζουν καθυστερήσεις, αντανακλώντας διοικητικές δυσχέρειες. Σχετικά χαμηλές παραμένουν και οι εκταμιεύσεις δανείων, παρότι το ύψος των υπογεγραμμένων συμβάσεων αυξήθηκε σημαντικά. Έτσι, μετριάζεται το αναπτυξιακό όφελος που αναμένεται να έχει η αξιοποίηση των σχετικών κονδυλίων».
- Η πιθανή εμφάνιση μεταρρυθμιστικής κόπωσης, σχετίζεται με όλα τα προηγούμενα και με όλα τα επόμενα. Ο κίνδυνος εδώ είναι ο εφησυχασμός όπως προκύπτει από την ΤτΕ. «Η εμφάνιση μεταρρυθμιστικής κόπωσης», μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες «στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, της οικονομίας» αναφέρει η έκθεση.
- Η ΤτΕ χτυπάει καμπανάκι, «για τις επιπτώσεις ενδεχόμενων φυσικών καταστροφών που συνδέονται με την κλιματική κρίση. Παράλληλα, η αύξηση της αβεβαιότητας που συνεπάγονται οι πρόσφατες γεωπολιτικές αναταράξεις ενδέχεται να ασκήσει ανοδικές πιέσεις στον πληθωρισμό».
- Τέλος, η ΤτΕ αναφέρει όσον αφορά τον τραπεζικό τομέα, ότι «η αξιοσημείωτη βελτίωση της ποιότητας ενεργητικού τα τελευταία έτη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό», ενώ κτυπά καμπανάκια σε τράπεζες και servicers:
«Ο δείκτης ΜΕΔ, παρά τη σημαντική αποκλιμάκωσή του, παραμένει σημαντικά υψηλότερος από το μέσο όρο των τραπεζών της ευρωζώνης. Παράλληλα, συνολικά το ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και επηρεάζει αρνητικά τη δυνατότητα νέου δανεισμού και υλοποίησης επενδύσεων».