Κανείς δεν μπορεί να πει πως η σημαντική ενίσχυση των πολιτικών παρατάξεων που τοποθετούνται πιο δεξιά από τα παραδοσιακά λαϊκά, συντηρητικά και χριστιανοδημοκρατικά κόμματα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί πολύ μεγάλη έκπληξη.
Είναι γεγονός όμως πως σε ορισμένες περιπτώσεις ο συνδυασμός των ισχυρών επιδόσεων αυτών των κομμάτων που συνδυάζουν τον ακροδεξιό τους χαρακτήρα με την απαίτηση αντιμετώπισης του μεταναστευτικού ζητήματος στην Ευρώπη και άλλα κοινωνικά ζητήματα, με τις πολύ χαμηλές επιδόσεις παραδοσιακών κομμάτων, προβλημάτισε πολλούς πολιτικούς παρατηρητές.
Εκτός όμως από τους πολιτικούς παρατηρητές, προβληματίζει έντονα και τις διεθνείς και ευρωπαϊκές αγορές. Παρά το γεγονός πως η γενική εικόνα στο Ευρωκοινοβούλιο δεν φαίνεται να μεταβάλλεται σημαντικά και το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα κρατάει τις δυνάμεις του, αυτό δεν φαίνεται να είναι αρκετό για να καθησυχάσει πλήρως τους επενδυτές.
Αυτό συμβαίνει γιατί μπορεί ο αριθμός των εδρών που απαιτούνται για την εκλογή των εκτελεστικών οργάνων της Ε.Ε. να φαίνεται πιθανότατα εξασφαλισμένος εφόσον συνεχιστεί η συνεργασία του Ε.Λ.Κ. με τις ομάδες των Φιλελευθέρων και των Σοσιαλιστών, αλλά υπάρχουν ορισμένες δυνητικές εξελίξεις σε εθνικό επίπεδο που μάλλον περιπλέκουν τα πράγματα.
Χωρίς να υποτιμούμε το τι έχει γίνει σε πολλές άλλες χώρες, θα επικεντρωθούμε κυρίως στο τι συμβαίνει στις δύο πιο ισχυρές χώρες της Ε.Ε. αλλά και της Ευρωζώνης, δηλαδή στην Γερμανία και (ακόμα περισσότερο) στην Γαλλία.
Η κατάληψη της δεύτερης θέσης σε εθνικό επίπεδο από την παράταξη της Afd (Alternative fur Deutschland, Ενναλακτική για την Γερμανία) και η συντριβή του Σοσιαλδημοκρατικού SPD, το οποίο κατέγραψε την χειρότερη επίδοσή του σε Ευρωεκλογές, εξασθενίζουν σημαντικά τον καγκελάριο Όλαφ Σολτς και αρχίζουν να δημιουργούν αμφιβολίες για την βιωσιμότητα της κυβέρνησης συνασπισμού των Σοσιαλδημοκρατών, με τους Φιλελεύθερους και τους Πράσινους.
Όπως δήλωσε στο CNBC ο Marcel Fratzscher, πρόεδρος του Γερμανικού Ινστιτούτου για την Οικονομική Έρευνα, το αποτέλεσμα των εκλογών καταδεικνύει την αδυναμία του κυβερνώντος συνασπισμού και παρατηρεί πως «αποσταθεροποιεί τον ήδη πολύ ασταθή κυβερνητικό συνασπισμό».
Ο Fratzscher μάλιστα πιστεύει πως δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα διάλυσης του συνασπισμού και προκήρυξης πρόωρων εκλογών. Αυτό το ενδεχόμενο θεωρείται μάλλον απίθανο από αρκετούς αναλυτές όπως ο Holger Schmieding, επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας Berenberg και ο Jörg Asmussen, πρώην μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Και οι δύο εκτιμούν πως δεν θα γίνουν πρόωρες εκλογές γιατί απλά δεν συμφέρουν κανένα από τους τρεις εταίρους του κυβερνητικού συνασπισμού. Ανεξάρτητα από αυτό όμως, και μόνο το γεγονός πως έχει «ανοίξει» μία τέτοια συζήτηση δημιουργεί μία αίσθηση πολιτικής αβεβαιότητας στην Γερμανία.
Η αβεβαιότητα πάντα τρομάζει τις αγορές, ακόμα και αν θα προτιμούσαν την επιστροφή του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος CDU στην εξουσία, καθώς θεωρείται πιο φιλικό προς την επιχειρηματικότητα. Όσον αφορά στα ευρωπαϊκά ζητήματα, οι επενδυτές φοβούνται το πολιτικό κενό που θα μπορούσε να προκύψει σε μία τέτοια περίπτωση, την ώρα που θα πρέπει να ληφθούν σημαντικές αποφάσεις σχετικά με τα πρόσωπα που θα διοικήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση τα επόμενα χρόνια.
Αν όμως οι επενδυτές δεν χαίρονται πολύ σκεπτόμενοι πως θα μπορούσαν να προκηρυχθούν πρόωρες εκλογές στην Γερμανία, κυριολεκτικά σοκαρίστηκαν ακούγοντας τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν να διαλύει την Βουλή και να προκηρύσσει βουλευτικές εκλογές μετά την συντριβή της πολιτικής του παράταξης στις Ευρωεκλογές και την πολύ ισχυρή επίδοση της παράταξης RN, υπό την ηγεσία της Μαρίν Λεπέν και του νεότατου «υπαρχηγού» της Ζορντάν Μπαρντελά.
Η απόφαση του Γάλλου προέδρου δεν ήταν αναμενόμενη, παρά την πολύ κακή επίδοση της παράταξής του. Διαβάζοντας τις εκτιμήσεις του διεθνούς Τύπου, βλέπουμε πως η αυτή η κίνηση θεωρείται από τους περισσότερους παρατηρητές ως πολύ ριψοκίνδυνη, χωρίς όμως να είναι κανείς σίγουρος για το τι έχει πραγματικά στο νου του.
Πολλοί εκτιμούν πως ελπίζει πως οι πολίτες θα ψηφίσουν με διαφορετικό τρόπο στις βουλευτικές εκλογές και η δύναμη του RN θα περιοριστεί σημαντικά. Αντίθετα, άλλοι όπως ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, πιθανολογούν πως ο Μακρόν δεν περιμένει κάτι τέτοιο και είναι βέβαιος πως οι ισχυρές επιδόσεις του RN θα συνεχιστούν και στις βουλευτικές εκλογές.
Η θεωρία του Μπλανσάρ (και αρκετών άλλων) είναι πως ο Μακρόν είναι έτοιμος να αναθέσει στον Μπαρντελά τον σχηματισμό κυβέρνησης με την βεβαιότητα πως στα τρία χρόνια που θα μεσολαβήσουν μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές η άσκηση εξουσίας από την παράταξη RN θα απογοητεύσει πλήρως τους ψηφοφόρους της, οι οποίοι θα το εγκαταλείψουν και θα επιστρέψουν στα παραδοσιακά κεντροδεξιά πολιτικά σχήματα.
Φυσικά, υπάρχει και η άλλη θεωρία, σύμφωνα με την οποία η πιθανή διακυβέρνησης Λεπέν ή Μπαρντελά θα ικανοποιήσει τους πολίτες και θα «νομιμοποιήσει» πλήρως την πολιτική τους παράταξη, πλήττοντας καίρια τις παραδοσιακές δυνάμεις.
Όλα αυτά βέβαια είναι θεωρίες αλλά η πραγματικότητα είναι πως για αρκετές εβδομάδες τουλάχιστον, η Γαλλία θα βρεθεί σε μία κατάσταση πολιτικής αστάθειας η οποία δεν αποκλείεται να καταλήξει, για πρώτη φορά στην Γαλλία, στην ανάληψη της πρωθυπουργίας από ένα κόμμα που θεωρείται ακροδεξιό και «αντισυστημικό» και έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν για στενές σχέσεις με την Ρωσία. Όπως είχαμε θυμηθεί πριν μερικές μέρες, οι επενδυτές εκτιμούν απεριόριστα την πολιτική σταθερότητα (Καταλύτης η πολιτική σταθερότητα για οικονομία και Χρηματιστήριο | Liberal.gr) σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η προκήρυξη βουλευτικών εκλογών στην δεύτερη πιο σημαντική χώρα της Ε.Ε. είναι ξεκάθαρα ένας παράγων αστάθειας, ακόμα και αν λάβουμε υπόψη μας πως ο Πρόεδρος της χώρας είναι υπεύθυνος για την χάραξη της εξωτερικής και της αμυντικής πολιτικής. Εδώ λοιπόν έχουμε την εμφάνιση πολλών παραγόντων αβεβαιότητας για την Γαλλία και για την Ευρώπη και αυτό δεν αρέσει καθόλου στις αγορές, οι οποίες βλέπουν μπροστά τους κάποιες «άγνωστες ποσότητες».
Ειδικά όταν η Ευρώπη ετοιμάζεται για την πιθανή επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος δεν θα στενοχωρηθεί καθόλου αν στην δεύτερη ισχυρότερη ευρωπαϊκή χώρα έχει ανεβεί στην εξουσία (έστω και εν μέρει) ένα κόμμα με θέσεις παραπλήσιες με τις δικές του σε πολλά θέματα.
Για να επιστρέψουμε στα περισσότερο ευρωπαϊκά θέματα, καθώς μέχρι το τέλος του 2024 θα πρέπει να έχει τελειώσει η διαδικασία επιλογής των επιτρόπων και του/της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η διαδικασία έγκρισης ή απόρριψης των σχετικών προτάσεων από το Ευρωκοινοβούλιο, είναι βέβαιο πως η πολιτική αστάθεια που εμφανίζεται στην Γαλλία και πιθανώς να εμφανιστεί και στην Γερμανία θα δυσκολέψει την διαδικασία, την στιγμή που και πολλές άλλες χώρες της Ε.Ε. δεν είναι διατεθειμένες να δέχονται χωρίς αντιρρήσεις τις προτάσεις των δύο ισχυρότερων χωρών.
Η επιχειρηματική τάξη στην Ε. Ε. είναι πιθανόν να ανησυχεί πολύ για τις εξελίξεις, καθώς το τελευταίο που θα ήθελε να δει είναι σημαντικές καθυστερήσεις στην εφαρμογή μεγάλων ευρωπαϊκών σχεδίων όπως το «Green Deal» εξαιτίας δυσλειτουργίας των Ευρωπαϊκών μηχανισμών σαν αποτέλεσμα της πολιτικής αστάθειας.
Δεν θα υπερβάλουμε αν πούμε πως το αποτέλεσμα των εκλογών για το Ευρωκοινοβούλιο έχει αυξήσει σημαντικά την αβεβαιότητα μέσα στην Ε.Ε. Όχι μόνο λόγω των πολύ ισχυρών επιδόσεων πολλών ακροδεξιών και αντισυστημικών κομμάτων που αμφισβητούν δομικά στοιχεία της λειτουργίας της Ένωσης και την οικονομική της πολιτική, αλλά και γιατί έγινε αμέσως φανερό πως οι «παράπλευρες» πολιτικές ζημιές είναι πολλές, σε παραπάνω από μία χώρες.
Η πρώτη αντίδραση των αγορών είναι σχετικά μετρημένη αν και η ανησυχία είναι έκδηλη στην περίπτωση της Γαλλίας. Είναι όμως βέβαιο πως οι διεθνείς και οι Ευρωπαίοι επενδυτές έχουν αρχίσει να προετοιμάζονται για μία πιθανώς δύσκολη περίοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που σημαίνει πως το δάχτυλό τους είναι πλέον πιο κοντά στην επενδυτική «σκανδάλη».