Ιστορικό σοκ με βουτιά στη ζήτηση, μεγάλη πτώση τιμών, δεκάδες χιλιάδες περικοπές θέσεων εργασίας, έδωσαν τον τόνο στην αγορά πετρελαίου το 2020.
Βαρύ πλήγμα για μικρές και μεγάλες εταιρείες διεθνώς, με πτώση της ζήτησης στο 10% παγκοσμίως, διαμόρφωση τιμών του μπρεντ στα 42 δολάρια μεσοσταθμικά και ενώ οι πωλήσεις στην Ελλάδα κατέγραψαν βουτιά ακόμη και 27% έναντι του 2019, επίπεδα που στα αεροπορικά καύσιμα, λόγω της κατάρρευσης του τουρισμού, διαμορφώθηκαν στο 67%.
Σε αυτό το άκρως προβληματικό τοπίο, όπου τα περιθώρια διύλισης βίωσαν το χειρότερο περιβάλλον όλων των εποχών, και οι πέντε κολοσσοί του κλάδου παγκοσμίως άγγιξαν ζημιές που αθροιστικά έφτασαν στα 76 δισ. δολάρια, ο όμιλος των ΕΛΠΕ, που αύριο ανακοινώνει ετήσια αποτελέσματα, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση.
Το αποτυπώνουν οι προβλέψεις έξι χρηματιστηριακών που καλύπτουν τη μετοχή (Optima Bank, Eurobank Equities, Pantelakis Securities, Alpha Finance, UBS, Axia Ventures Group) και οι οποίες μιλούν για οριακές ζημιές κατά την περυσινή χρήση. Δεδομένου του κακού μακροοικονομικού περιβάλλοντος, οι αναλυτές αναμένουν ότι η εταιρεία δεν πρόκειται να καταβάλει μέρισμα στους μετόχους.
Σύμφωνα με την Axia, καθώς η απόδοση του ομίλου επηρεάζεται από την αδύναμη δυναμική του τομέα της διύλισης, τα ΕΛΠΕ αναμένεται να εμφανίσουν αναπροσαρμοσμένες καθαρές ζημιές ύψους 19 εκατ. ευρώ κατά το τέταρτο τρίμηνο (έναντι αντίστοιχων κερδών 25 εκατ πέρυσι), με ταυτόχρονη βουτιά 50% στα αναπροσαρμοσμένα EBITDA στα 60 εκατ ευρώ.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι ο κλάδος διύλισης παρέμεινε σε ύφεση για ένα ακόμη τρίμηνο. Ειδικά όσον αφορά το αργό, έπειτα από ένα πολύ σφιχτό τρίτο τρίμηνο και στον απόηχο των αποφάσεων του ΟΠΕΚ για περικοπές, κατά το τέταρτο τρίμηνο οι διαφορές διευρύνθηκαν. Στο μέτωπο της παραγωγής, ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι το διυλιστήριο του Ασπρόπυργου ήταν εκτός λόγω συντήρησης έως και 45 ημέρες κατά το τελευταίο τρίμηνο της χρονιάς.
Από την πλευρά της η Optima Bank έχει εκτιμήσει ότι τα ΕΛΠΕ αναμένεται να εμφανίσουν «αναπροσαρμοσμένες» ζημιές ύψους 14 εκατ. ευρώ το τέταρτο τρίμηνο του 2020 έναντι κερδών 24 εκατ. ευρώ κατά την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Η χρηματιστηριακή, έχει προβλέψει ότι τα αναπροσαρμοσμένα EBITDΑ της εισηγμένης θα ανέλθουν στα 62 εκατ. ευρώ το τελευταίο τρίμηνο του 2020, μειωμένα κατά 48% σε ετήσια βάση. Όσο για το σύνολο του 2020, «βλέπει» αναπροσαρμοσμένα EBITDA στα 318 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 44% με τις ζημιές -σε αναπροσαρμοσμένη πάντα βάση- να διαμορφώνονται στο 1,5 εκατ. ευρώ, από κέρδη 182 εκατ. ευρώ το 2019.
Τέτοιες επιδόσεις καταγράφονται διεθνώς παντού σε κάθε μικρή ή πολύ μεγάλη εταιρεία του κλάδου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ExxonMobil, η μεγαλύτερη παραγωγός των ΗΠΑ, ανακοίνωσε για πρώτη φορά στην ιστορία της ετήσιες ζημιές ύψους 22,4 δισ δολαρίων. Οι απώλειες για την Shell έφτασαν στα 21,7 δισ. δολάρια, για την BP στα 20,3 δισ. ενώ Total και Chevron εμφάνισαν ετήσιες καθαρές απώλειες κάτω από τα 6 δισ. Επίσης ενδεικτικό είναι ότι η Exxon Mobil προχωρά στη περικοπή του 15% του εργατικού της δυναμικού σε ορίζοντα διετίας, η Royal Dutch Shell περιορίζει μέχρι και κατά 9.000 τις θέσεις απασχόλησης, ενώ η Chevron έχει ανακοινώσει περιστολή κατά 6.000 άτομα.
Προς ώρας, η φετινή εικόνα προδιαγράφεται δύσκολη. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Ενέργειας μείωσε τις προβλέψεις του για την παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου τκατά 200.000 βαρέλια την ημέρα, ενώ αντίστοιχη είναι και η εικόνα στον παγκόσμιο κλάδο διύλισης, με υποχώρηση περιθωρίων σε ιστορικά χαμηλά. Ήδη, η δυναμικότητα των διυλιστηρίων που έκλεισαν -ή έχουν ανακοινώσει ότι θα κλείσουν- ανέρχεται στα 2,5 εκατ. βαρέλια ημερησίως, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί. Έπειτα από σημαντική μείωση παραγωγής πέρυσι, πολλές εταιρείες διύλισης στην Ευρώπη συνεχίζουν τις περικοπές στην λειτουργία τους και το πρώτο τρίμηνο του 2021. Μάλιστα, η μείωση της ζήτησης προϊόντων αργού συνεχίστηκε και τον Ιανουάριο, με την επιβολή νέου αυστηρού lockdown στις περισσότερες χώρες. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Wood Mackenzie, ο ευρωπαϊκός κλάδος διύλισης θα καταγράψει απώλειες 1,4 εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως μέχρι το 2023, εξαιτίας της εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.