Μέχρι το τέλος του Ιουλίου, οι γενικές συνελεύσεις και των τεσσάρων συστημικών τραπεζών της χώρας θα έχουν εγκρίνει τη διανομή μερισμάτων προς τους μετόχους τους. Μέχρι το 2008 αυτό ήταν κάτι συνηθισμένο και απολύτως αναμενόμενο αλλά πριν μερικά χρόνια ήταν πλέον κάτι που για πολλούς επενδυτές φάνταζε πολύ δύσκολο, έως και αδύνατο. Αυτό εξάλλου μαρτυρούσε και η τιμή των τραπεζικών μετοχών στο ελληνικό χρηματιστήριο, καθώς διαπραγματεύονταν σε ένα πολύ χαμηλό ποσοστό της λογιστικής τους αξίας.
Σταδιακά, από το 2021 και μετά, άρχισε να μεγαλώνει η εμπιστοσύνη προς αυτές και η σταδιακή επάνοδος των θεσμικών επενδυτών στα μετοχολόγια τους. Δειλά δειλά άρχιζαν να εμφανίζουν τα πρώτα τους κέρδη, τα οποία στη συνέχεια αυξήθηκαν και πλέον είναι πολύ αξιόλογα και, σε πολύ μεγάλο βαθμό, προέρχονται πλέον από την οργανική τους δραστηριότητα. Η πορεία τους εκπλήσσει συνεχώς με ευχάριστο τρόπο τους αναλυτές και τους επενδυτές, καθώς ύστερα από σχεδόν κάθε ανακοίνωση των περιοδικών οικονομικών τους αποτελεσμάτων οι προβλέψεις για τη συνέχεια αναθεωρούνται ανοδικά και από τις διοικήσεις και από τους αναλυτές.
Αν μελετήσει κανείς την εξέλιξη των στόχων των Ελλήνων και διεθνών χρηματιστηριακών αναλυτών για τις μετοχές τους θα διαπιστώσει πως εδώ και περίπου τρία χρόνια λαμβάνει χώρα μία συνεχής αύξησή τους. Η αύξηση είναι άμεσο αποτέλεσμα της συνεχούς βελτίωσης των αποτελεσμάτων τους, της ανόδου της κερδοφορίας τους και της ποιότητας των κεφαλαίων τους. Είναι βέβαια και αποτέλεσμα της βελτίωσης της κατάστασης και της ελληνικής οικονομίας, η οποία είναι εμφανής εδώ και μερικά χρόνια. Και είναι αποτέλεσμα και της απαλλαγής τους από τον εφιάλτη που τις ταλαιπώρησε για πάρα πολλά χρόνια, αυτόν των κόκκινων δανείων.
Πέρα όμως από αυτές τις γενικές γραμμές, υπάρχουν και πιο συγκεκριμένοι παράγοντες που έχουν ήδη βοηθήσει και λογικά θα συνεχίσουν να βοηθούν για καιρό τις τέσσερις μεγάλες ελληνικές τράπεζες, αλλά και όλες τις υπόλοιπες που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Η άνοδος των επιτοκίων αναφοράς από το 2022 και μετά ανέβασε πολύ τα καθαρά επιτοκιακά τους έσοδα, όπως άλλωστε έγινε και με όλες τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές τράπεζες.
Η δημιουργία του ευρωπαϊκού ταμείου ανάκαμψης (RRF) έδωσε σημαντική ώθηση στις επενδύσεις στη χώρα και βοήθησε πολύ τις τράπεζες αφού έκανε πιο εύκολες και πιο ασφαλείς τις μεγάλες επενδύσεις οι οποίες πολύ συχνά συνοδεύονται και από δάνεια που παρέχουν οι ελληνικές τράπεζες. Φυσικά έχουν ωφεληθεί από την ανάκαμψη των τιμών των ακινήτων, η οποία τις βοήθησε να επουλώσουν ένα μέρος των πληγών τους από την περίοδο που γινόταν το αντίστροφο και οι τιμές των ακινήτων κατέρρεαν σε όλη τη χώρα. Επίσης, ευεργετικό ρόλο έχει παίξει η σημαντική αύξηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα, πράγμα που έχει αυξήσει τη ζήτηση για τραπεζικά δάνεια καλής ποιότητας.
Κοιτάζοντας την κατάσταση αυτή τη στιγμή, έχοντας ως οδηγό μας και τις εκθέσεις των Ελλήνων και διεθνών αναλυτών μπορούμε να πούμε πως οι τέσσερις τράπεζες έχουν εξαιρετικά υγιείς ισολογισμούς και πολύ καλά οικονομικά αποτελέσματα τα οποία βελτιώνονται σταθερά λόγω της συνεχούς εφαρμογής προγραμμάτων βελτίωσης της αποδοτικότητάς τους. Αυτό που μας κάνει όμως εντύπωση διαβάζοντας τις εκθέσεις είναι πως οι αναλυτές δεν έχουν καμία αμφιβολία για τη συνέχιση της ανοδικής πορείας των τραπεζών για αρκετά ακόμα χρόνια.
Η βεβαιότητα αυτή πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από το γεγονός πως οι προβλέψεις για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας παραμένουν θετικές, από το ότι τα κεφάλαια του RRF θα εξακολουθήσουν να ενισχύουν τη χώρα για τρία ακόμα χρόνια. Αυτοί οι δύο παράγοντες εξασφαλίζουν σε σημαντικό βαθμό τη συνέχιση της επίτευξης θετικών οικονομικών αποτελεσμάτων από τις τράπεζες, καθώς σημαίνουν πως η ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια θα συνεχίσει να είναι υψηλή και πως η ποιότητα αυτών των δανείων θα παραμείνει υψηλή.
Μία άλλη θετική εκτίμηση που κάνουν είναι πως τα επιτοκιακά έσοδα των τραπεζών δεν πρόκειται να μειωθούν σημαντικά με την έναρξη της διαδικασίας μείωσης των επιτοκίων αναφοράς από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τα επόμενα χρόνια. Η εκτίμηση βασίζεται και στην πρόβλεψη πως με την πάροδο των μηνών θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο η ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια, άρα και τα έσοδα των τραπεζών από αυτά. Για να το πούμε πιο απλά, οι αναλυτές πιστεύουν πως οι τράπεζες έχουν μπει πλέον σε τροχιά ανάκαμψης και πως τα κέρδη θα προέλθουν κυρίως από εκεί.
Σύμφωνα με την πλειοψηφία των αναλυτών, οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες μας έχουν ήδη περισσότερα κεφάλαια απ’ όσο θα έπρεπε να έχουν υπό φυσιολογικές συνθήκες. Το γεγονός όμως πως πέρασαν μερικά εφιαλτικά χρόνια έχει αφήσει κάποιες πληγές που δεν έχουν επουλωθεί πλήρως. Η άποψη των αναλυτών είναι πως την επόμενη τριετία οι τράπεζες θα αποκτήσουν σταδιακά τη δυνατότητα να επιστρέψουν στους μετόχους τους ένα σημαντικό μέρος των κεφαλαίων που περισσεύουν, είτε με τη μορφή μερισμάτων είτε με τη μορφή αγοράς ιδίων μετοχών.
Αυτό δεν είναι κάτι που είναι ακριβώς στο χέρι τους, καθώς οι εποπτικές αρχές έχουν τη δυνατότητα να «πείσουν» τις τράπεζες να είναι πιο συγκρατημένες απ’ όσο θα ήθελαν σε αυτόν τον τομέα. Καθώς όμως η κερδοφορία αναμένεται πως θα εξακολουθήσει να είναι υψηλή, το μεγάλο αγκάθι που έχει να κάνει με το ότι ένα μέρος των κεφαλαίων τους βασίζεται στο γεγονός πως για πολλά χρόνια δεν αναμένεται να πρέπει να πληρώσουν φόρο εισοδήματος λόγω των μεγάλων ζημιών που είχαν υποστεί κατά τη διάρκεια των δύσκολων χρόνων, θα αρχίσει σταδιακά να παίζει όλο και μικρότερο ρόλο.
Αυτό θα μειώσει κατά πολύ τις πιθανότητες να συναντήσουν σημαντικά εμπόδια στη διανομή μερισμάτων ή στις αγορές ιδίων μετοχών εξαιτίας τυχόν αντιρρήσεων των εποπτικών αρχών. Κατά τους αναλυτές, αυτό σημαίνει πως τα καλά οικονομικά αποτελέσματα σύντομα θα συνοδεύονται και από γενναίες μερισματικές αποδόσεις και δυνατά προγράμματα αγοράς ιδίων μετοχών. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει πως οι μετοχές τους θα γίνουν ακόμα πιο ελκυστικές και πιθανώς εξηγεί και τη μεγάλη διαφορά των τιμών που θέτουν σαν στόχους για τις τραπεζικές μετοχές από τις τωρινές.
Οι διανομές μερισμάτων στις οποίες αναφερθήκαμε στην αρχή είναι η πιο καθαρή απόδειξη πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν πλέον επιστρέψει σε ένα φυσιολογικό μοτίβο λειτουργίας που δεν τις διαφοροποιεί καθόλου από τις διεθνείς. Το γεγονός πως η ανάπτυξή τους θα είναι μάλλον ισχυρότερη από αυτή των περισσότερων της ευρωζώνης, σύμφωνα με τις περισσότερες προβλέψεις, σε συνδυασμό με την προσδοκία των ικανοποιητικών ανταμοιβών των μετόχων, σημαίνει πως και η συνέχεια της πορείας τους θα συνοδευτεί από νέες ισχυρές αποδόσεις στους μετόχους. Σημαίνει επίσης πως θα συνεχίσουν να αποτελούν ένα πολύ σημαντικό μοχλό ενίσχυσης της οικονομίας της χώρας και βασικό αρωγό των ελληνικών επιχειρήσεων.