Ένα από τα βασικά ερωτήματα των επενδυτών, είναι ο τρόπος με τον οποίο η αύξηση των επιτοκίων επηρεάζει αρνητικά την πορεία των μετοχών. Ένας λόγος είναι πως όταν ένας τίτλος σταθερού εισοδήματος όπως για παράδειγμα ένα ομόλογο προσφέρει μια σίγουρη και υψηλή απόδοση, γιατί ένας επενδυτής να επιλέξει μια μετοχή με παρόμοιες αποδόσεις αλλά με αυξημένο βαθμό ρίσκου;
Είναι όμως αυτός ο μοναδικός λόγος; Δηλαδή είναι μόνο η ανατροπή των χρηματοοικονομικών αριθμοδεικτών των μετοχών, των πολλαπλασιαστών κερδοφορίας (Ρ/Ε) και των μερισματικών αποδόσεων που επηρεάζονται από τις αυξήσεις των επιτοκίων, που οδηγεί στον επαναπροσδιορισμό τους και στην μεταβολή των αποτιμήσεων των εταιρειών;
Αν ήταν έτσι κάθε ανοδική μεταβολή για παράδειγμα κατά +0,25% των βασικών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες θα οδηγούσε σε αυτόματες αναπροσαρμογές των αριθμοδεικτών και των αποτιμήσεων, στα πλαίσια επίτευξης νέων ισορροπιών, ανάμεσα στις αποδόσεις σταθερού εισοδήματος και χαμηλού ρίσκου και στις αποδόσεις μετοχών και υψηλού ρίσκου. Δεν είναι όμως έτσι.
Οι μεταβολές των επιτοκίων δεν συσχετίζονται με έναν τόσο απλό τρόπο με τις τιμές των μετοχών και την πορεία των χρηματιστηριακών αγορών. Ούτε σχετίζονται μόνο με την ψυχολογική προσδοκία ή προεξόφληση των επόμενων κινήσεων των κεντρικών τραπεζών. Το θέμα είναι αρκετά πιο πολύπλοκο.
Ένα υψηλότερο επίπεδο επιτοκίων καθιστά ακριβότερες τις επενδύσεις των επιχειρήσεων. Καθιστά ακριβότερες τις δανειοδοτήσεις, τις χρηματοδοτήσεις, καθώς και το λειτουργικό κόστος των παραγωγικών μονάδων. Συνεπακόλουθα ανατρέπονται τα δεδομένα των επιχειρηματικών σχεδίων, των προϋπολογισμών, τα «break-even points», τα περιθώρια κέρδους και άλλα.
Ένα υψηλότερο επίπεδο επιτοκίων κάνει ακριβότερη τη χρήση των πιστωτικών καρτών και των καταναλωτικών δανείων, κάνει ακριβότερη την εξυπηρέτηση των στεγαστικών δανείων, επιβαρύνοντας τα οικονομικά δεδομένα των νοικοκυριών. Σαν αποτέλεσμα μειώνεται η κατανάλωση, που με τη σειρά της επηρεάζει τον κύκλο εργασιών, δηλαδή τον τζίρο των επιχειρήσεων.
Σαν αποτέλεσμα, οι μειωμένες επενδύσεις και η αδύναμη ιδιωτική κατανάλωση, οδηγούν σε επιβράδυνση της οικονομίας, με σκοπό την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, που αποτελεί το διακαή πόθο για τις κεντρικές τράπεζες. Και πολλές φορές η επιβράδυνση οδηγεί σε κόπωση. Με αποτέλεσμα την πλήρη ανατροπή των δεδομένων στις χρηματιστηριακές αγορές.
Επομένως δεν έχουμε να κάνουμε με μια απλή γραμμική σχέση και σύγκριση αριθμών - επιτοκίων - αποδόσεων – δεικτών. Έχουμε να κάνουμε με ένα πολυσύνθετο σύστημα μεταβλητών, που δεν επιτρέπουν στους χρηματιστηριακούς αναλυτές και πολύ περισσότερο στους επενδυτές να προσδιορίζουν με σχετική ακρίβεια τις μεταβολές και τις προοπτικές των θεμελιωδών μεγεθών των εταιρειών και τον τρόπο που επηρεάσουν αυτές τις προσδοκίες τους.
Το μόνο σίγουρο, είναι πως σε θεωρητικό επίπεδο οι βίοι των επιτοκίων και των μετοχών είναι αντίστροφοι. Ωστόσο ο χρονισμός των αντίστροφων κινήσεων, η διάρκεια της απόκλισης τους και η χρονική υστέρηση με την οποία αλληλοεπηρεάζονται, συνθέτουν το αντίστοιχο πλαίσιο κάθε φορά. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει «βιβλίο χρήστη» ούτε για τις κεντρικές τράπεζες, ούτε για τις κυβερνήσεις, ούτε για τους επενδυτές.
Αλλιώς όλοι θα γνωρίζαμε από την πρώτη στιγμή πότε ανοίγει και πότε κλείνει ο κύκλος ανόδου των επιτοκίων, πότε ακριβώς θα υποχωρήσει ο πληθωρισμός και πότε θα αποκατασταθεί η δυναμική των καταναλωτών. Και παράλληλα θα γνωρίζαμε τους ανοδικούς και καθοδικούς κύκλους των χρηματιστηρίων. Έτσι οι αγορές κινούνται μέσα σε θολά νερά, προσπαθώντας να ισορροπήσουν ανάμεσα στη λογική των αριθμών και την παρόρμηση των συναισθημάτων.