Πριν λίγες μέρες δημοσιοποιήθηκε από την Blackrock, η οποία διαχειρίζεται κεφάλαια (πελατών της) της τάξης των δέκα τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε επενδύσεις κάθε είδους ανά την υφήλιο, ένα τετρασέλιδο σημείωμα. Στο σημείωμα αυτό, η εταιρεία αναφέρθηκε στον τρόπο με τον οποίον σκοπεύει να αντιμετωπίσει τις προτάσεις που κάνουν μέτοχοι εισηγμένων εταιρειών προς τις ετήσιες γενικές συνελεύσεις τους. Όχι όλες τις προτάσεις, αλλά αυτές που σχετίζονται με το κλίμα, την κλιματική αλλαγή και το περιβάλλον και κοινωνικά θέματα, το ESG δηλαδή.
Η ουσία αυτού του σημειώματος βρίσκεται στο ότι φέτος η Blackrock θα ψηφίσει με διαφορετικά κριτήρια απ’ ότι έκανε το 2021. Όπως μαθαίνουμε διαβάζοντας το σημείωμα, το 2021 η Blackrock ψήφισε υπέρ του 47% των προτάσεων που έκαναν οι μέτοχοι για τα θέματα που αναφέραμε παραπάνω. Φέτος όμως, το ποσοστό μάλλον θα είναι μικρότερο, για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι πως εξαιτίας κάποιων αλλαγών που θεσμοθέτησε η αμερικανική επιτροπή κεφαλαιαγοράς (SEC), οι προτάσεις των μετόχων αναμένεται να αυξηθούν σε αριθμό.
Η Blackrock υποστηρίζει πως, σύμφωνα με ό,τι βλέπει από τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία, δεν θα μπορέσει να ψηφίσει ένα σημαντικό μέρος των προτάσεων που θα υποβληθούν μετά τις αλλαγές που επέβαλε η SEC. Όπως διευκρινίζει, πολλές προτάσεις είναι εξαιρετικά περιοριστικές για τις διοικήσεις των επιχειρήσεων, σε σημείο που να δυσκολεύουν την καθημερινή λειτουργία τους, την εφαρμογή των επενδυτικών σχεδίων τους και την ικανότητα τους να παράγουν αξία για τους μετόχους τους. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως το μεγαλύτερο μέρος των διαφόρων προτάσεων ζητά από τις διοικήσεις την δημοσιοποίηση πάρα πολλών στοιχείων σχετικά με το πως οι εταιρείες αντιμετωπίζουν διάφορα θέματα περιβαλλοντολογικού και κοινωνικού χαρακτήρα.
Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει όμως ο δεύτερος λόγος. Όπως εξηγεί η επιτροπή που ασχολείται με την στάση της εταιρείας απέναντι στις προτάσεις, οι συνθήκες που επικρατούν φέτος στον κόσμο, και κυρίως η ενεργειακή κρίση σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ουκρανία, επιβάλλουν διαφορετική αντιμετώπιση των προτάσεων που ζητούν την πλήρη διακοπή των δραστηριοτήτων αναζήτησης, εξόρυξης και επεξεργασίας ορυκτών καυσίμων.
Αναφέρεται συγκεκριμένα στις χώρες της Ευρώπης που αντιμετωπίζουν το φάσμα της έλλειψης ενεργειακών πρώτων υλών, και στην έλλειψη επενδύσεων στον ενεργειακό τομέα τα τελευταία χρόνια. Παραδέχεται πως θα πρέπει να αυξηθεί η παραγωγή ενέργειας με «παραδοσιακό» τρόπο προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα (ο παραδοσιακός τρόπος εννοείται πως περιλαμβάνει την χρήση ορυκτών καυσίμων). Μάλιστα, παρατηρεί πως αυτό θα προσφέρει αυξημένες αποδόσεις στους επενδυτές/πελάτες της.
Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη της, καταλήγει λέγοντας πως είναι πολύ πιθανόν να μην υποστηρίξει προτάσεις μετόχων όπως οι ακόλουθες: η πλήρης απόσυρση των «παραδοσιακών» μονάδων παραγωγής ενέργειας, η παύση χρηματοδότησης επενδυτικών σχεδίων των «παραδοσιακών» επιχειρήσεων που έχουν σχέση με την ενέργεια, η απαίτηση για πλήρη ευθυγράμμιση των σχεδίων των επιχειρήσεων με τον στόχο για περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου και άλλες στο ίδιο πνεύμα.
Αν καταλαβαίνουμε καλά, η Blackrock μας λέει πως θα σταματήσει να υποστηρίζει προτάσεις που έχει ήδη υποστηρίξει αρκετές φορές και έχουν οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις στον σημαντικό περιορισμό των δραστηριοτήτων εξόρυξης και επεξεργασίας πετρελαίου, φυσικού αερίου, άνθρακα, και παραγωγής ενέργειας από αυτά τα ορυκτά καύσιμα. Επειδή όταν αναφερόμαστε στην Blackrock και ειδικά σε θέματα περιβάλλοντος και ESG, στην ουσία μιλάμε για τον ίδιο τον Λάρι Φινκ, τον συνιδρυτή, ελέγχοντα μέτοχο και διευθύνοντα σύμβουλο, θα τολμήσουμε να πούμε πως πρόκειται για μία εντυπωσιακή στροφή 180 μοιρών, καθώς ο Φινκ ήταν από τους πιο «θορυβώδεις» κήρυκες του ESG και ήταν πολύ αυστηρός απέναντι στις εταιρείες που δεν συμμορφώνονταν στις «υποδείξεις» του.
Πού οφείλεται αυτή η αλλαγή στάσης; Δύο λόγους μπορούμε να σκεφθούμε: πρώτα, το ότι αντιλαμβάνεται πως η μεγάλη πίεση προς τις ενεργειακές εταιρείες να εγκαταλείψουν τα ορυκτά καύσιμα ήταν σαφώς πρόωρη και υπερβολική και δεύτερα, πως οι επενδυτές/πελάτες του έχουν αντιληφθεί πως οι «κακές» εταιρείες έδωσαν, και ίσως δώσουν ακόμα, τεράστιες αποδόσεις και η βασική δουλειά του Φινκ και της Blackrock πρέπει να είναι η επίτευξη αποδόσεων για τους πελάτες της.
Κάτι αντίστοιχο υποστηρίζει και η Strive Asset Management, μέσω του συνιδρυτή της Vivek Ramaswamy. Η εταιρεία, η οποία έχει ήδη συγκεντρώσει περίπου είκοσι εκατομμύρια δολάρια από τους χρηματοδότες της, δηλώνει πως ο σκοπός της είναι η εναντίωση στους μεγάλους διαχειριστές κεφαλαίων οι οποίοι δεν δέχονται πως οι εταιρείες πρέπει να έχουν ως πρώτο και βασικότερο στόχο τις καλές οικονομικές τους επιδόσεις και προωθούν τις δικές τους πολιτικές απόψεις, επηρεάζοντας τον τρόπο που διοικούνται οι εισηγμένες εταιρείες στις οποίες μέτοχοι είναι οι πελάτες τους και όχι οι ίδιοι.
Ο Ramaswamy υποστηρίζει πως έχει γυρίσει όλες τις ΗΠΑ και οι Αμερικανοί πολίτες του έχουν πει πως αυτό που ζητάνε από τις εταιρείες είναι να πουλάνε καλά προϊόντα και υπηρεσίες και όχι να ασχολούνται με διχαστικά πολιτικά θέματα που δημιουργούν αντιπαλότητες μεταξύ των πελατών και των μετόχων τους. Ως διχαστικά πολιτικά θέματα, ο Ramaswamy θεωρεί αυτά που έχουν σχέση με το περιβάλλον, την κλιματική αλλαγή, θέματα σεξουαλικού προσανατολισμού, εκπροσώπησης μειονοτήτων και άλλα παρεμφερή. Οι απόψεις του Ramaswamy θυμίζουν λίγο τις απόψεις μεγάλου μέρους του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Μία ματιά στους χρηματοδότες της Strive ενισχύει αυτή την εντύπωση, καθώς σε αυτούς περιλαμβάνεται ο γνωστός μας δισεκατομμυριούχος Πίτερ Τιλ.
Ο Τιλ, ο οποίος αποσύρθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της Meta Holdings (πρώην Facebook) για να αφοσιωθεί στην χρηματική ενίσχυση ρεπουμπλικανών πολιτικών που πρόσκεινται στον πρώην πρόεδρο Τραμπ, έχει δηλώσει πως το ESG είναι ένα «εργοστάσιο μίσους». Εκτός από τον Τιλ, στους υποστηρικτές της Strive και του Ramaswamy περιλαμβάνεται και ένας από τους συνιδρυτές της Palantir, μίας εταιρείας με βασικό μέτοχο τον Τιλ. Παραδόξως όμως, στην ομάδα των υποστηρικτών περιλαμβάνεται και ο γνωστός διαχειριστής κεφαλαίων Μπιλ Άκμαν, ο οποίος δεν είναι οπαδός του ρεπουμπλικανικού κόμματος και έχει εκφραστεί δημοσίως με θετικό τρόπο για την επενδυτική φιλοσοφία ESG.
Δυσκολευόμαστε λίγο να αντιληφθούμε τη σκοπιμότητα της συμμετοχής του Άκμαν σε αυτό το σχήμα, αλλά δεν μπορούμε να αμφισβητήσουμε τις πληροφορίες του Bloomberg και των New York Times. Ανεξάρτητα από αυτό όμως, ο σκοπός για τον οποίον δημιουργήθηκε η Strive είναι ξεκάθαρος. Να αφαιρέσει από τους μεγάλους διαχειριστές κεφαλαίων (των πελατών τους) τη δυνατότητα να επηρεάζουν τις επιχειρήσεις σε θέματα που δεν έχουν άμεση σχέση με την καθημερινή λειτουργία τους. Πιθανότατα, ο Ramaswamy θα ήθελε να δει τους μεγάλους διαχειριστές κεφαλαίων να απαιτούν από τις διοικήσεις των επιχειρήσεων να μην ασχολούνται με κοινωνικά θέματα ούτε με την προστασία του περιβάλλοντος και την κλιματική αλλαγή.
Δεν έχουμε αντιληφθεί με ποιόν τρόπο θα επιδιώξει να πετύχει τους στόχους της η νεαρή Strive, μπορούμε όμως να υποθέσουμε πως αν το ρεπουμπλικανικό κόμμα ενισχυθεί αποφασιστικά στις βουλευτικές και γερουσιαστικές εκλογές του ερχόμενου Νοεμβρίου, θα τη δούμε μπροστά μας, ίσως δίπλα στον Πίτερ Τιλ και τον Ντόναλντ Τραμπ. Και πως μάλλον θα είναι στην πρώτη γραμμή των επικριτών της επιτροπής κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ, η οποία προσπαθεί να θεσμοθετήσει πολύ αυστηρούς κανόνες σχετικά με τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες και τη σχέση τους με την κλιματική αλλαγή. Ακόμα όμως και να μην ξανακούσουμε για τη Strive και τον Ramaswamy, είναι σχεδόν σίγουρο πως, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, η κυριαρχία της επενδυτικής φιλοσοφίας ESG έχει να αντιμετωπίσει αρκετές προκλήσεις.