Εξετάζεται ένα απλό «σύστημα» συναλλαγών βάσει του γνωστού τεχνικού δείκτη MACD. Το σύστημα ακολουθεί πιστά τα σήματα αγοραπωλησίας που παράγει ο δείκτης: σήμα αγοράς (και διακράτησης) όταν η διαφορά των δύο εκθετικών ΚΜΟ 26-12 περιόδων εμφανίσει ανώτερη τιμή από έναν εκθετικό ΚΜΟ 9 περιόδων˙ πώλησης σε αντίθετη περίπτωση. Όσο η εκάστοτε ανισότητα διατηρείται, τόσο η θέση διακρατείται.
Το σύστημα είναι αντιστροφικό (reversing position), υπό την έννοια ότι αποτελείται από δύο μόνο θέσεις, την θέση αγοράς (long) και τη θέση πώλησης (short). Έτσι, κάθε σήμα πώλησης σημαίνει ταυτόχρονα ρευστοποίηση long θέσης και λήψη short θέσης ίσης ποσότητας (αντιστροφή θέσης), και αντίστοιχα κάθε σήμα αγοράς σημαίνει ταυτόχρονα κλείσιμο της short θέσης και λήψη long θέσης.
Δεν χρησιμοποιήθηκε κανένας μηχανισμός αριστοποίησης. Οι λόγοι θα εξηγηθούν στη συνέχεια, πάντως δεν επελέχθη κλείσιμο ασφαλείας (stop loss) ή κέρδους (take profit), όπως και δεν μετεβλήθη καμία από τις περιοδικότητες των ΚΜΟ.
Το σύστημα δοκιμάσθηκε στον Γενικό Δείκτη της Αθήνας (ΓΔ), ήτοι οι ΚΜΟ προκύπτουν από τιμές του ΓΔ. Τα δεδομένα αφορούν σε είκοσι έτη (Ιουλ2000-Σεπ 2020), σε ημερήσια κλεισίματα συνεδριάσεων (δείγμα χρονοσειράς 5000 τιμών, συνολικά 7365 ημερών). Μολονότι ο ΓΔ δεν έχει τρόπο να συναλλαχθεί (ελλείψει ΣΜΕ) μολαταύτα παρέχει αδιαμφισβήτητα επαρκή εικόνα για την αποτελεσματικότητα του (κάθε) συστήματος συναλλαγών, αφενός διότι εμπεριέχει κάθε εταιρικό γεγονός (Split, R. Split, ΑΜΚ κλπ) κάθε μετοχής από την οποία απαρτίζεται, αφετέρου παρέχει συνεχόμενη χρονοσειρά σε βάθος χρόνου.
Πρακτικά, ο χειριστής μεταφράζει τα σήματα του συστήματος από τον ΓΔ σε σήματα υπέρ ενός καλαθιού μετοχών με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (υψηλή κεφαλαιοποίηση, υψηλή εμπορευσιμότητα, ύπαρξη ΣΜΕ για λήξη short θέσεων κ.α.), το οποίο καλάθι θα έχει μεσοσταθμικά υψηλότατο βαθμό (θετικής) συσχέτισης με τον ΓΔ.
Υπολογίσθηκαν ποσοστιαίες προμήθειες εισόδου και εξόδου (0.5%), εν είδει απομείωσης στο τελικό αποτέλεσμα, καθώς ούτως ή άλλως πρακτικά θα επιβάρυναν τον επενδυτή. Η συναλλαγή λαμβάνει χώρα στο κλείσιμο της συνεδρίασης στην οποία συμβαίνει η νέα ανισότητα (zero delay order opening). Τούτο σημαίνει πρακτικά ότι ο χειριστής του συστήματος, λίγα λεπτά πριν τη λήξη της συνεδρίασης, πρέπει γνωρίζει εάν τελικά προκύπτει νέα ανισότητα, και λαμβάνει αντίστοιχα θέση. Στην περίπτωση οριακής διαφοράς που υφίσταται αμφιβολία, ο χειριστής δέχεται το ρίσκο ενός αντίθετου χάσματος στο άνοιγμα, που θα τον αναγκάσει να κλείσει την υφιστάμενη και να πάρει νέα θέση σε χειρότερη τιμή (δεν συνέβη ποτέ στην εν λόγω μέτρηση). Ο λόγος που δεν γίνεται ενέργεια στο άνοιγμα της επομένης, είναι ακριβώς τα συχνά ανοδικά-καθοδικά ανοίγματα, συνήθως υπέρ της ισχύουσας τάσης, επομένως τα αποτελέσματα χειροτερεύουν, και μάλιστα απουσία ελέγχου για την ακρίβεια των ιστορικών μετρήσεων.
Τα αποτελέσματα της μέτρησης του «συστήματος» ήταν αποκαρδιωτικά, όπως αναμένετο. Αν κάποιος ακολουθούσε πιστά τα σήματα αγοραπωλησίας του MACD από το 2000, θα έχανε 917 μονάδες του ΓΔ, με ελάχιστες περιόδους κερδοφορίας. Η κακή εικόνα αφορά τόσο σε απόλυτη απόδοση (ζημίες) όσο και σε ποιοτική ανάλυση, διότι αφενός προκύπτουν αρκετές συναλλαγές, ειδικά για ημερήσια περιοδικότητα (350) αφετέρου υφίσταται μεγάλη αστοχία (μόλις 124 είναι κερδοφόρες). Έτσι, κατά μέσο όρο προκύπτει μία συναλλαγή κάθε δεκατέσσερεις συνεδριάσεις, με τον ΓΔ να είναι γνωστό ότι έχει (τη σήμερον) ιστορική ημερήσια μεταβλητότητα ±1,95% και ημερήσιο VaR 4,54% (55.61% για κάθε 150 ημέρες διακράτηση).
Άλλα δύο ενδιαφέροντα στοιχεία είναι πρώτον ότι οι λανθασμένες συναλλαγές οδηγούν κατά μέσο όρο σε 71 μονάδες ζημία εκάστη, με τη μέγιστη να είναι στις 425 μονάδες (!) και με χειρότερο σερί συνεχόμενων εννέα άστοχων συναλλαγών˙ δεύτερον, η μέγιστη διακράτηση θέσης ήταν για 51 συνεδριάσεις (που τελικά οδήγησε και σε ζημία, λόγω της μεγάλης καθυστέρησης στον εντοπισμό αντιστροφής τάσης).
Το τελευταίο είναι αφορμή να υπεισέλθει σε συζήτηση η χρήση κάποιας μορφής stop loss ή/και take profit, προκαθορισμένο είτε σε μονάδες είτε ποσοστιαία επί της τιμής του ΓΔ την περίοδο της συναλλαγής. Όπως προηνεφέρθη όμως, ουδεμία αριστοποίηση επετράπη στο σύστημα, και ο βασικός λόγος θα εξηγηθεί αμέσως παρακάτω.
Τα δεδομένα του ΓΔ αφορούν σε μία χρονοσειρά τιμών (μονάδες του Δείκτη, και όχι ποσοστό μεταβολής του Δείκτη), η οποία δεν παρέχει δυστυχώς κανένα ισχυρό στατιστικό αποτέλεσμα με εξέταση σε παρελθοντικές συμπεριφορές. Είναι αποδεκτό ότι καθώς οποιαδήποτε ακολουθία τιμών ταλαντώνεται γύρω από τον μέσο όρο της (μη στάσιμη), δεν μπορεί να παρέχει αξιόπιστα συμπεράσματα, κάτι που χοντρικά μεταφράζεται ως τυχαιότητα.
Η απλή απόδειξη αυτού είναι ότι αν παράγουμε τυχαίο δείγμα τιμών, ή αν εφαρμόσουμε το σύστημα σε άλλη χρονοσειρά (λ.χ στον ΟΤΕ), τα πράγματα μεταβάλλονται τυχαία, χωρίς κάποιο μοτίβο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί. Εξού και η αποτυχία των backtest, και το πρόβλημα υφίσταται σε όλες τις μετρήσεις ανεξάρτητα από τον επιλεχθέντα χρημ/κο δείκτη ή τη μετοχή. Το πρόβλημα δεν μπορεί επίσης να λυθεί με λογαριθμικές μεταβολές (στάσιμη χρονοσειρά), διότι η κατασκευή του MACD στηρίζεται ακριβώς στους ΚΜΟ. Επομένως, η επιλογή κάποιου μεγέθους (είτε μονάδων είτε ποσοστού) για τον ορισμό stop loss ή take profit, θα ήταν επίσης τυχαία.
Έτι περαιτέρω, τα συμπεράσματα είναι αρνητικά και σε διατμηματική ανάλυση. Όποιες περίοδοι κι αν επιλέχθησαν, το σύστημα δεν απέδωσε, με εξαίρεση κάποιες ομαλές ανοδικές ή καθοδικές τάσεις , όπου απλά ελαχιστοποιήθηκαν τα λανθασμένα σήματα, λόγω του ότι εκ κατασκευής (μέσοι όροι) «διαβάζονται» καλά μόνο οι τάσεις και όχι οι συσσωρεύσεις. Εξάλλου, ακόμα και οι «καλές» περίοδοι αφενός είναι λιγότερες από τις κακές (drawdowns), αφετέρου και σημαντικότερο προκύπτουν τυχαία χωρίς κάποιο μοτίβο επαναληπτικότητας.
Συμπερασματικά, επαληθεύεται ότι η χρηματαγορά δεν μπορεί να προσεγγιστεί απλοϊκά, με μια απλή εφαρμογή έτοιμων λύσεων. Τούτο δεν αναιρεί την αξία της διαγραμματικής ή τεχνικής προσέγγισης, πάντα όμως φιλτραρισμένη ως προς τον λόγο που θα χρησιμοποιηθεί και την έκταση της χρήσης της. Η εμπειρία έχει δείξει ότι είναι πολύτιμη η συμβολή της τεχνικής ανάλυσης, ιδιαίτερα ως προς τον σχηματισμό της εικόνας και της «αίσθησης» της εξεταζόμενης χρηματαγοράς.
Ωστόσο, η διαχείριση ενός χαρτοφυλακίου εν συνόλω, είτε κατ’ ιδίαν είτε και σε επαγγελματικό επίπεδο, συνιστά έναν συνδυασμό πολλών μεταβλητών ώστε να προκύπτουν κάποια συμπεράσματα, και πάντα έχοντας την έννοια της πιθανότητας ενσωματωμένη. Δεν πρέπει να αμελείται εξάλλου το γεγονός ότι αναφερόμεθα σε επενδύσεις σε εταιρίες, όπου υφίσταται υπόσταση, αντικείμενο εργασίας, διοίκηση, μακροοικονομικά και θεμελιώδη χρηματοοικονομικά μεγέθη, κ.α. Με άλλα λόγια, αναζητείται «η πιθανότερη» λύση που θα οδηγήσει σε κέρδη, ή ακόμα που θα ενσωματώσει τον χαμηλότερο κίνδυνο σε δεδομένη αναμενόμενη απόδοση. Διότι ως γνωστόν, ο κίνδυνος που έχει μετρηθεί εκ των προτέρων, δεν οδηγεί σε ζημία, αλλά σε αναμενόμενο αρνητικό αποτέλεσμα.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.