H συναλλαγματική ισοτιμία είναι ένα κλάσμα. Κάθε κλάσμα, έχει δύο όρους, έναν αριθμητή και έναν παρονομαστή. H τιμή του κλάσματος είναι η διαίρεση των δύο όρων. Επί παραδείγματι, τα 10/5 ισούνται με 2.
Στην περίπτωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, οι δύο όροι είναι δύο διαφορετικά νομίσματα. Επί παραδείγματι, στην ισοτιμία EUR/USD, αριθμητής είναι το EUR και παρονομαστής είναι το USD. Άρα, συνδυαζόμενα τα παραπάνω, αν η τιμή της ισοτιμίας EUR/USD ισούται με 2 στο ταμπλό συναλλαγών, αυτό σημαίνει ότι το EUR=10 και το USD=5.
Ωστόσο, το EUR/USD θα ισούταν με 2 ακόμα κι αν το κλάσμα EUR/USD δεν ήταν 10/5, αλλά 20/10, 26/13, κ.ο.κ. Αυτό εδράζει σε μία βασική αρχή στη θεωρία συναλλάγματος, ότι η αξία ενός νομίσματος εκφράζεται ΠΑΝΤΑ σε σχέση με την αξία ενός άλλου, όχι μόνη της. Τουτέστιν, η πρόταση «το EUR ισούται με 10» είναι άτοπη, αλλά χρήσιμη μόνο σε θεωρητικό επίπεδο.
Επιστρέφοντας στα κλάσματα, η τιμή ενός κλάσματος μεταβάλλεται όταν μεταβάλλονται οι όροι του. Λόγου χάριν, η τιμή ενός κλάσματος αυξάνεται σε τρεις περιπτώσεις: α) όταν αυξάνεται ο αριθμητής με σταθερό τον παρονομαστή (από 10/5=2 σε 20/5=4)˙ β) όταν μειώνεται ο παρονομαστής με σταθερό τον αριθμητή (από 10/5=2 σε 10/2=5)˙ ή όταν προκύψει κάποιος ενδιάμεσος συνδυασμός μεταβολής και των δύο όρων, που ευνοεί το αποτέλεσμα (από 10/5=2 σε 20/6=3,3). Προφανώς ισχύουν και τα αντίθετα, στην περίπτωση που αναλύσουμε πιθανή μείωση του κλάσματος.
Τα παραπάνω μεταφράζονται στη θεωρία του συναλλάγματος ως εξής: η αύξηση ενός όρου ισοδυναμεί με ανατίμηση του νομίσματος, και η μείωση σε υποτίμηση. Επί παραδείγματι, εάν η τιμή του EUR/USD=2, θα ισχύουν οι ως άνω τρεις περιπτώσεις: α) ανατίμηση του EUR (αύξηση του αριθμητή) με σταθερό το USD (σταθερό τον παρονομαστή) θα αυξήσει την τιμή της ισοτιμίας EUR/USD στο ταμπλό (από 10/5=2 σε 20/5=4)˙ β) υποτίμηση του USD (μείωση του παρονομαστή) με σταθερό το EUR (σταθερό τον αριθμητή) θα αυξήσει την τιμή της ισοτιμίας EUR/USD στο ταμπλό (από 10/5=2 σε 10/2=5)˙ γ) κάποιος ενδιάμεσος συνδυασμός ανατίμησης του EUR και υποτίμησης του USD (από 10/5=2 σε 20/6=3.3). Και πάλι εδώ ισχύουν και τα αντίθετα, στην περίπτωση που αναλύσουμε πιθανή μείωση της τιμής της συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Δύο παρατηρήσεις πριν συνεχίσουμε την ανάλυση:
-πρώτον, τα παραπάνω ισχύουν είτε αρχικά το EUR=10, το USD=5 και προκύψουν οι θεωρητικές αυτές μεταβολές, είτε αρχικά το EUR=3000 και το USD=1500. Τούτο ισχύει διότι όπως προαναφέρθηκε, κανένα νόμισμα δεν έχει απόλυτη αξία κατά μόνας.
Δεύτερον, υπάρχουν δύο μορφές απεικόνισης μιας συναλλαγματικής ισοτιμίας : εδω χρησιμοποιείται τη λεγόμενη «κλασματική» απεικόνιση, η οποία έχει το πλεονέκτημα ότι χρησιμοποιεί την πραγματική απεικόνιση στο ταμπλό του συναλλάγματος (λ.χ η συναλλαγματική σχέση του ευρώ με το δολάριο ΗΠΑ αποτυπώνεται στο ταμπλό με αριθμητή το EUR και παρονομαστή το USD, ήτοι EUR/USD).
Για την πληρότητα, να αναφερθεί ότι υπάρχει και δεύτερος τρόπος απεικόνισης, η λεγόμενη «αξιακή» απεικόνιση, όπου μεταφράζουμε «με κάθε ένα ευρώ αγοράζουμε Χ δολάρια», ώστε εάν με ένα EUR μπορούμε να αγοράσουμε 2 USD, τότε η ισοτιμία απεικονίζεται USD/EUR=2. Η εν λόγω απεικόνιση έχει περισσότερο αλγεβρική χρησιμότητα και συναντάται στην ακαδημαϊκή προσέγγιση, με την οποία δεν θα ασχοληθούμε εδώ.
Ο ρόλος των κεντρικών τραπεζών
Οι λόγοι που οδηγούν σε μια ανατίμηση ή υποτίμηση αντίστοιχα, είναι πολλοί. Συνήθως, οι αποφάσεις της νομισματικής πολιτικής μιας Κεντρικής Τράπεζας (ΚΤ), και δη της ΚΤ στην οποία αφορά το νόμισμα καθορίζουν την τύχη του νομίσματος αυτού. Επί παραδείγματι, η τύχη του EUR καθορίζεται από τις αποφάσεις της ΕΚΤ. Αυτές, σχετίζονται χονδρικά με τους επιτοκιακούς στόχους, ήτοι σε αδρές γραμμές το επιτόκιο αναφοράς της εγχώριας οικονομίας. Βεβαίως, στην ανάλυση υπεισέρχονται και πολλές άλλες μεταβλητές, όπως η δημοσιονομική στόχευση, οι αλλοδαπές οικονομίες κ.α.
Οι αποφάσεις για τα επιτόκια επηρεάζονται από τη γενικότερη κατάσταση σε μια οικονομία, με κεντρικό άξονα τον πληθωρισμό και την αγορά εργασίας, ή έστω την αποτελεσματικότητα αυτής ως προς τη συνέχιση της μεγέθυνσης. Το ζήτημα εκφεύγει του σκοπού του παρόντος άρθρου και αφορά σε μακροοικονομία, πάντως ισχύει ότι η ΚΤ παρακολουθεί στενά, αξιολογεί και αποφασίζει βάσει της κατάστασης στην οικονομία, και κυρίως βάσει των προσδοκιών της για τη μελλοντική κατάσταση. Επί παραδείγματι, εάν η ΕΚΤ κρίνει ότι ο πληθωρισμός στην ΕΕ κινείται επιθετικά ανοδικά λόγω υπερθέρμανσης της οικονομίας, μπορεί -πλην άλλων- να θέσει υψηλότερα επιτόκια, ώστε να «προτείνει» στους επενδυτές υψηλότερες αποδόσεις σε προϊόντα σταθερού εισοδήματος (ομόλογα, καταθέσεις) για να στραγγίξει την αγορά από ρευστότητα, με δυνατό επίσης επιχείρημα τη μείωση του κινδύνου από τέτοια πληθωριστικά περιβάλλοντα.
Και όπως η Κεντρική Τράπεζα καθορίζει την πολιτική της βάσει προσδοκιών, ισχύει και ότι οι επενδυτές αντιμετωπίζουν την αγορά με προσδοκίες, κυρίως προσδοκίες για την επίδραση της εκάστοτε νομισματικής πολιτικής, ώστε να ενεργούν όσο το δυνατόν έγκαιρα και έγκυρα.
Συνεχίζοντας το παράδειγμα, ο επενδυτής που προσδοκά ότι η EKT θα αυξήσει τα επιτόκια σε βάθος χρόνου, άρα οι νεότερες εκδόσεις ομολόγων θα είναι πιο ελκυστικές από τις παλαιές, άρα θα μειωθεί η τιμή των παλαιών, θα τρέξει να πουλήσει τις παλαιές όσο είναι ακόμα σε υψηλά επίπεδα, ή έστω θα αποφεύγει να τις αγοράζει.
Υπάρχουν πολλές αναγνώσεις αναφορικά με την αγορά μετοχών, εμπορευμάτων, κ.λπ, όμως σε κάθε περίπτωση, αυτό που κυριαρχεί είναι ότι οι επενδυτές δεν μπορούν να περιμένουν το γεγονός, αλλά πρέπει να κινούνται με την προσδοκία για αυτό. Σε ακόμα πιο απλοϊκή ανάγνωση, προσδοκώντας ανατίμηση του EUR, ένας επενδυτής απλά αγοράζει/διακρατεί EUR, αλλά πάντα συγκρίνοντας με κάποιο άλλο νόμισμα, (εδώ, με το δολάριο ΗΠΑ).
Τι περιμένουμε
Κάνοντας το πιο συγκεκριμένο, στην παρούσα φάση, το USD φαίνεται να αποδυναμώνεται, ενώ το EUR «σφυρίζει αδιάφορα». Στην ανάλυσή μας, ο παρονομαστής της ισοτιμίας μειώνεται με σταθερό τον αριθμητή, εξ ου και η άνοδος της τιμής της ισοτιμίας. Τούτο οφείλεται -πλην άλλων- στη νομισματική πολιτική της FED. Οι εκφάνσεις είναι πολλές, όπως η αθρόα μετακίνηση αμερικανικών «σταθερών» κεφαλαίων (με χαμηλές αποδόσεις) σε άλλες οικονομίες και η περαιτέρω ενδυνάμωση της αγοράς μετοχών, καθώς δεν προβλέπεται στο εγγύς μέλλον να παρατηρηθεί προτίμηση για ομολογιακούς τίτλους, και δη υψηλής πιστοληπτικής αξιολόγησης (που αφορούν εξάλλου στο μεγαλύτερο ποσοστό της παγκόσμιας κεφαλαιοποίησης).
Τα παραπάνω οδηγούν σε δύο τουλάχιστον συμπεράσματα: πρώτον, η διακράτηση χρημάτων ή ομολογιακών τίτλων σε EUR φαίνεται να προτιμάται έναντι του USD˙ δεύτερον, η αύξηση του μίγματος χαρτοφυλακίου υπέρ μετοχικών τίτλων (κυρίως σε κλάδους που ευνοούνται την τρέχουσα χρονική συγκυρία) είναι καλή επιλογή. Τα παραπάνω επιρρωνύονται από τη γενικότερη ανοδική τάση των χρηματαγορών και τη συνεχιζόμενη χρηματοδοτική πολιτική υπέρ των «hot» κλάδων, όπως ΑΠΕ, τεχνολογία-έρευνα, κατασκευές και -προσφάτως- χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Ειδικότερα δε στην περίπτωση της Ελλάδος, που βεβαίως σχετίζεται με την ως άνω συζήτηση περί ενδυνάμωσης του EUR, φαίνεται ότι θα συνεχίσει να επωφελείται από την τρέχουσα συγκυρία, τόσο σε επίπεδο χρηματαγοράς όσο και σε επίπεδο σταθεροποίησης των δημοσίων οικονομικών της.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.