Οι αριθμοί και τα στατιστικά δεδομένα τις περισσότερες φορές προσφέρουν διπλή ανάγνωση. Το 2020, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχει εκδώσει το ΑΤΗΕΧ Group, ήταν μια χρονιά που το χρηματιστήριο κατάφερε δυο μεγάλα rebounds, τα οποία συνεχίζονται και μέσα στο 2021. Το πρώτο είναι η επαναφορά της κεφαλαιοποίησης του Χρηματιστηρίου σε υψηλότερα επίπεδα που την φέρνουν περίπου στο 27% του ΑΕΠ. Το δεύτερο είναι η αύξηση των ενεργών επενδυτών κατά 50% μέσα σε ένα έτος.
Σε απόλυτους αριθμούς η κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου, δηλαδή η συνολική αξία όλων των μετοχών που είναι εισηγμένες, έφτασε στα 45 δισ. ευρώ. Και παρόλο που η αύξηση αυτή δεν κατανέμεται ισομερώς, ούτε σε όλες τις μετοχές και ούτε σε όλους του κλάδους, έχει τη δική της αξία για όσους επιθυμούν να έχουν μια μακροσκοπική εικόνα για το χρηματιστηριακό γίγνεσθαι στην Ελλάδα.
Σε απόλυτους αριθμούς το σύνολο των ενεργών κωδικών αυξήθηκε μέσα σε ένα δωδεκάμηνο από τους 18.785 στους 27.247. Μέσα στο 2020 οι ενεργοί επενδυτές, δηλαδή αυτοί που προβαίνουν έστω και σε μια συναλλαγή, ακολούθησαν την κλασσική εποχική διακύμανση. Έτσι τον Ιούλιο είχαν φτάσει στους 33.135, ενώ τον Αύγουστο είχαν υποχωρήσει στους 14.322. Το ισοζύγιο παραμένει θετικότατο και έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των δραστηριοτήτων των χρηματιστηριακών εταιρειών και των εταιρειών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών.
Εκτός από τα ποσοτικά στοιχεία υπάρχουν και άλλα ποιοτικά, που χρήζουν περαιτέρω μελέτης και ανάλυσης. Έτσι μέσα στο 2020, παρατηρήθηκε μια αύξηση της συμμετοχής των εγχώριων επενδυτών στις συναλλαγές του Athex που έφτασε στο 43,2%, παράλληλα με μια αντίστοιχη υποχώρηση της συμμετοχής των ξένων επενδυτών.
Αναλυτικότερα, το ποσοστό των Ελλήνων ιδιωτών επενδυτών βρίσκεται σήμερα στο 21,5% (Ιανουάριος) και το αντίστοιχο των εγχώριων θεσμικών επενδυτών βρίσκεται σήμερα στο 21,7%
Το αποτέλεσμα αυτών των χρηματιστηριακών συναλλαγών μέσα στο 2020 οδήγησε την πλευρά των ξένων επενδυτών σε μια καθαρή εκροή κεφαλαίων ύψους 625 εκατ. ευρώ, που καλύφθηκε από εγχώρια χαρτοφυλάκια.
H μείωση της δραστηριότητας των επενδυτών που δρουν από το εξωτερικό, σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και στο Brexit. Αρκετά επενδυτικά γραφεία βρίσκονται στη διαδικασία μεταφοράς τους στο έδαφος της ΕΕ, καθώς για τη δραστηριοποίηση τους στις αγορές τις ΕΕ απαιτείται σχετικό «διαβατήριο». Ακόμα και το Χρηματιστήριο του Λονδίνου, είδε τον όγκο των συναλλαγών του να συρρικνώνεται και να μεταφέρεται στο χρηματιστήριο του ΑΕΧ στο Άμστερνταμ.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η αύξηση του εγχώριου ενδιαφέροντος αποτελεί θετικό στοιχείο για την χρηματιστηριακή αγορά. Σύμφωνα με αυτήν την ανάλυση, η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά μειώνει την εξάρτηση της από τις εκάστοτε διαθέσεις και προτεραιότητες των επενδυτών από το εξωτερικό. Παράλληλα, σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, δυναμώνει το ευρύτερο χρηματιστηριακό οικοσύστημα, καθώς οι συναλλαγές των εγχώριων επενδυτών χρεώνονται με υψηλότερες προμήθειες, που με τη σειρά τους προκαλούν μια τόνωση στα έσοδα των χρηματιστηριακών εταιρειών.
Όμως αυτή η συλλογιστική θυμίζει την έκφραση «καλύτερα πρώτος στο χωριό παρά δεύτερος στην πόλη». Και εξηγούμαι. Με βάση τα στοιχεία του Athex Group στις 31/12/2020, στο Χρηματιστήριο Αθηνών από τις 541.887 επενδυτικές μερίδες το 85,15%, δηλαδή πάνω από 500.000 μερίδες, διέθεταν χαρτοφυλάκια μέχρι 30.000 ευρώ και τα οποία προφανώς ανήκουν σε εγχώριους επενδυτές. Μόλις 10.384 χρηματιστηριακοί λογαριασμοί διαθέτουν χαρτοφυλάκιο από 100.000 μέχρι 500.000 ευρώ.
Τι δείχνει η παραπάνω διαπίστωση. Το ισχνό μέγεθος των χαρτοφυλακίων των εγχώριων επενδυτών και την ουσιαστική αδυναμία παρέμβασης τους, στα χρηματιστηριακά δρώμενα.
Τα στοιχεία από τη συμμετοχή των επενδυτών στις μετοχές που απαρτίζουν τον FTSE/Athex Large Cap, είναι ακόμα πιο ενδεικτικά της κατάστασης που επικρατεί στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Οι 370.838 εγχώριοι επενδυτές, δηλαδή το 98,09% των επενδυτών, έχουν στην κατοχή τους το 34,82% της αξίας των μετοχών του FTSE/Athex Large Cap. Στο ποσοστό αυτό συμπεριλαμβάνεται και το ποσοστό του ΤΧΣ στις τράπεζες. Αντίθετα οι 7.068 ξένοι επενδυτές, δηλαδή το 1,87%, κατέχουν το 65,15% του FTSE/Athex Large Cap.
Είναι άραγε θετικό ότι το Χρηματιστήριο Αθηνών μπορεί να καταλήξει να γίνει μια «εσωτερική ελληνική υπόθεση»; Αρκετοί υποστηρίζουν ότι υπάρχουν αρκετά καύσιμα από τα διαθέσιμα κεφάλαια που βρίσκονται υπό την μορφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα και που, δυνητικά και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, θα μπορούσαν να κινηθούν προς το χρηματιστήριο. Αρκεί όμως αυτό; Όχι. Ας πάρουμε το παράδειγμα της Πορτογαλίας.
Στην Πορτογαλία του Νότου, το Χρηματιστήριο της Λισαβόνας έχει ενταχθεί στον αστερισμό του Euronext, έχοντας μετονομαστεί σε Euronext Lisbon.
Mέσα από τη ενιαία πλατφόρμα του Euronext, οι επενδυτές του Χρηματιστηρίου της Λισαβόνας βλέπουν ταυτόχρονα τα χρηματιστήρια του Άμστερνταμ, των Βρυξελλών, του Δουβλίνου, του Λονδίνου, του Όσλο και των Παρισίων. Είναι αυτό ένα θετικό γεγονός για το πορτογαλικό χρηματιστήριο ή όχι; Φυσικά και είναι θετικό. Διότι μέσω του Euronext οι πορτογαλικές εταιρείες απευθύνονται με εύκολο και διαφανή τρόπο στους επενδυτές επτά διαφορετικών χρηματιστηρίων, αλλά και σε όλη την επενδυτική κοινότητα του πλανήτη. Διότι με διαφορετική οπτική αντιμετωπίζουν οι διεθνείς θεσμικοί επενδυτές το Lisbon Stock Exchange παρ’ όλη την ένδοξη προϊστορία του από το 1769 και με διαφορετική οπτική το Euronext Lisbon, member of the Euronext pan-European Exchange.
Και φυσικά η διεθνοποίηση του Χρηματιστηρίου της Λισαβόνας οδήγησε σε ξεκαθάρισμα στο χώρο των χρηματιστηριακών εταιρειών , εξαφανίζοντας τις εταιρείες ζόμπι των μηδενικών τζίρων, της αμφίβολης βιωσιμότητας και της αδιαφανούς λειτουργίας. Όλος ο όγκος των συναλλαγών διεκπεραιώνεται μέσα από 8 χρηματιστηριακές / τράπεζες που συνεπικουρούνται από δεκάδες εταιρείες παροχής διαχείρισης κεφαλαίων και επενδυτικών συμβουλών.
Δεν είναι μακρινή η στιγμή που το Χρηματιστήριο Αθηνών θα βρεθεί μπροστά στο δίλημμα να παραμείνει ένα μικρό χωριό ή να περάσει σε άλλο επίπεδο.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.