«Η διαμάχη για την προτεραιότητα στην ενεργειακή σκακιέρα, η κλιματική αστάθεια, οι τεράστιες δημογραφικές διαφορές ανά ήπειρο και οι μεταναστευτικές πιέσεις, έχουν δημιουργήσει μια οξεία κριτική τόσο για την πολιτική σκηνή όσο και για το παλιό διεθνές γεωπολιτικό σύστημα».
Αυτή ήταν η αρχή του αφιερώματος μας για την αμυντική βιομηχανία το 2019. Δύο χρόνια μετά, η εικόνα παραμένει σχεδόν ίδια.
Αρκεί να εστιάσει κανείς στις εντάσεις εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την κινέζικη επεκτατική πολιτική, την πολιτική αστάθεια στη Μέση Ανατολή, αλλά και τις αυξανόμενες απειλές στον κυβερνοχώρο -απόρροια της ψηφιοποίησης και των τεχνολογικών εξελίξεων- και το ολοένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον διαστημικό χώρο ως σημαντικό μέρος του συνόλου του οικοσυστήματος της αμυντικής βιομηχανίας, καθώς τίποτε δεν αποκλείει οι αυξανόμενες παγκόσμιες εντάσεις να μετακινηθούν και στα διαστημικά περιουσιακά στοιχεία, όπως είναι οι δορυφόροι που χρησιμοποιούνται για στρατιωτικές επιχειρήσεις, ή οι δορυφόροι μέσω των οποίων διασφαλίζεται η επικοινωνία.
Ως εκ τούτου, τη ρητορική έντονης στρατιωτικοποίησης δεν την έχουν υιοθετήσει μόνο τα λαϊκίστικα καθεστώτα ανά τον κόσμο, αλλά και πολλές χώρες που θέλουν να βασίζονται περισσότερο στις δικές τους στρατιωτικές δυνάμεις.
Βέβαια η μεγάλη αλλαγή στην αμυντική πολιτική πυροδοτήθηκε από πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, Donald Trump ο οποίος από την αρχή της προεδρίας του ζήτησε επανειλημμένως από τις χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ να τηρήσουν τη δέσμευση που ανέλαβαν τον Σεπτέμβριο του 2014 και να δαπανούν το 2% του ΑΕΠ τους στην άμυνα, με το 20% να προορίζεται για τον εξοπλισμό.
Υπενθυμίζουμε ότι ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία και κάποιες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, δεν ανταποκρίνονταν σε αυτούς τους στόχους. Για αυτό άλλωστε ο Trump υποστήριζε ότι η Αμερική στην ουσία πληρώνει την προστασία των υπόλοιπων μελών του ΝΑΤΟ.
Υπό την αμερικανική πίεση λοιπόν, πολλά μέλη του ΝΑΤΟ ανακοίνωσαν ήδη από το 2019 σχέδια πλήρους συμμόρφωσης και κάλυψης του κενού των αμυντικών τους δαπανών μέχρι το 2024.
Δεδομένου δε ότι ο διάδοχός του Trump, ο Joe Biden, ζήτησε πρόσφατα από τη Γερμανία να αυξήσει την στρατιωτική της συμμετοχή, κατανοούμε ότι οι αμυντικοί στόχοι παραμένουν ως έχουν και μετά τη διαδοχή σκυτάλης στον Λευκό Οίκο.
Το σχέδιο του ΝΑΤΟ για την επόμενη πενταετία είναι κρίσιμο, καθώς θα περιλαμβάνει όλες τις σημαντικές επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένου του εκσυγχρονισμού της πυρηνικής αποτροπής, της επέκτασης του στόλου, της παραγωγής F-35 και του εκσυγχρονισμού των χερσαίων δυνάμεων.
Παρά την πανδημία, το 2020 ήταν ένα ενδεικτικό έτος της τάσης που διαγράφεται ήδη, καθώς καταβλήθηκαν από όλες τις χώρες του κόσμου 1,98 τρισ. δολάρια για αγορά πυραύλων, αρμάτων μάχης, πυρομαχικών και μισθούς στρατιωτών, καταγράφοντας αύξηση 2,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος.
Τα νούμερα αυτά γίνονται ακόμα πιο εντυπωσιακά αν σκεφτεί κανείς την παρατήρηση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI) στην ετήσια έκθεσή του, όσον αφορά ότι οι δαπάνες για εξοπλιστικά συστήματα παγκοσμίως ανέρχονται επί του παρόντος στο 2,4% του παγκόσμιου ΑΕΠ, παρά το γεγονός ότι η παγκόσμια οικονομία συρρικνώθηκε κατά 4,4% εξαιτίας της πανδημίας.
Όπως ήταν αναμενόμενο οι ΗΠΑ και η Κίνα δαπάνησαν τα περισσότερα χρήματα για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το ήμισυ των παγκόσμιων εξοπλιστικών δαπανών.
Όμως και η Γερμανία αύξησε τις στρατιωτικές δαπάνες της την περασμένη χρονιά ανεβαίνοντας στην 7η θέση της παγκόσμιας κατάταξης. Σύμφωνα με το SIPRI, η Γερμανία επένδυσε σχεδόν 53 δισ. δολάρια στον στρατό της το 2020 ήτοι το 1,4% του γερμανικού ΑΕΠ. Όμως και πάλι απέχει ακόμη από τον στόχο του 2% που έχει θέσει το ΝΑΤΟ, έναν στόχο που όπως αναφέραμε στην αρχή φρόντισε να της τον υπενθυμίσει ο Αμερικανός Πρόεδρος Biden.
Η πρόσφατη συμφωνία λοιπόν μεταξύ της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας για την από κοινού παραγωγή και κατασκευή προηγμένων μαχητικών αεροσκαφών πηγάζει από τη διάθεση εναρμόνισης των τριών χωρών στις επιταγές του ΝΑΤΟ;
Πολύ πιθανό, αν και οι λεπτομέρειες αναμένεται να οριστικοποιηθούν στα μέσα Μαΐου και εν συνεχεία το σχέδιο θα πρέπει να εγκριθεί από τα εθνικά κοινοβούλια.
Σύμφωνα πάντως με τις διαρροές, πρόκειται για το μεγαλύτερο αμυντικό σχέδιο στην ιστορία της Ευρώπης, αξίας άνω των 100 δισ. ευρώ (!)και προβλέπει την παραγωγή και κατασκευή προηγμένων μαχητικών αεροσκαφών νέας γενιάς από το 2040 και έπειτα.
Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας του προγράμματος, ήταν ένα από τα αγκάθια που εμπόδιζαν μέχρι πρότινος τη συμφωνία, με τη Γερμανία να ζητά απεριόριστη πρόσβαση στα αποτελέσματα του ερευνητικού τμήματος.
Σύμφωνα με τις διαρροές, εν τέλει τα τρία μέλη συμφώνησαν να είναι ισότιμα στη χρήση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, ώστε να καταστούν σεβαστά τα συμφέροντα όλων των εμπλεκόμενων χωρών.
Τα πρώτα ονόματα των εταιρειών που θα εμπλακούν στο project-μαμούθ
Ένας από τους βασικούς στόχους του σχεδίου είναι ν’ αντικατασταθεί ο στόλος των Eurofighter και Rafale των τριών χωρών. Τα πρώτα αφορούν αεροσκάφη παντός καιρού και πολλαπλών ρόλων που κατασκευάζονται από την κοινοπραξία Eurofighter που βασίζεται στο Ηνωμένο Βασίλειο τη Γερμανία την Ιταλία και την Ισπανία, καθώς και τις κορυφαίες ευρωπαϊκές εταιρείες αεροδιαστημικής και άμυνας, επιτρέποντας ίση πρόσβαση στην κοινή κατασκευή, ανάπτυξη και δημιουργία μακροχρόνιων πολιτικών και βιομηχανικών σχέσεων.
Τα δεύτερα έχουν σχεδιαστεί και κατασκευάζονται από την γαλλική Dassault Aviation. Είναι έτσι σχεδιασμένα από πλευράς σχήματος και υλικών κατασκευής ώστε να έχουν όσο το δυνατόν χαμηλότερο ίχνος ραντάρ. Τμήμα της σχεδίασης αυτής αποτελεί το σύστημα αυτοπροστασίας και ηλεκτρονικού πολέμου «Spectra» της εταιρείας Thales. Η τεχνολογία που χρησιμοποιείται αλλά και κάποια από τα υλικά , χαρακτηρίζονται ως άκρως απόρρητα.
Και κάπως έτσι προκύπτουν τα πρώτα ονόματα των εταιρειών που θα διεκδικήσουν μερίδιο της πίτας από το νέο αμυντικό πρόγραμμα μαμούθ της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας.
Dassault Aviation
Η Dassault Aviation SA είναι θυγατρική της γαλλικής πολυεθνικής εταιρείας Dassault Group. Σχεδιάζει, κατασκευάζει και συντηρεί στρατιωτικά μαχητικά αεροσκάφη και είναι ένας από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές επιχειρηματικών αεροσκαφών.
Η Dassault έχει μερίδιο 24,8% στη Thales, μια συμμετοχή η οποία σημειωτέον συμβάλλει σημαντικά στα καθαρά κέρδη της Dassault.
Το 2020, η Dassault Aviation δημιούργησε έσοδα 5,5 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 25% σε σχέση με το 2019 με αποτέλεσμα μείωση κατά 66% του EBIT στα 261 εκατ. ευρώ.
Περίπου το 67% των εσόδων προέρχεται από πωλήσεις και υπηρεσίες εξοπλισμού αμυντικών αεροσκαφών, ενώ τα αεροσκάφη Falcon παράγουν το υπόλοιπο 33% των πωλήσεων.
Η τρέχουσα καθυστέρηση παραγγελιών του ομίλου ανέρχεται σε 15,9 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε λίγο πάνω από δύο χρόνια πωλήσεων. Σύμφωνα με τις προβλέψεις που έδωσε η ίδια η εταιρεία κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων του 2020, η κερδοφορία το 2021 αναμένεται να επωφεληθεί από τη χαμηλότερη βάση κόστους και τις νέες παραγγελίες Rafale, ενώ από το 2022 και μετά αναμένεται η έναρξη λειτουργίας του επιχειρηματικού τζετ μεγάλου μήκους Falcon 6X.
Το συγκεκριμένο αεροπλάνο θα θέσει νέα στάνταρ ως προς την άνεση στις business πτήσεις, καθώς διαθέτει την ψηλότερη και πιο πλατιά καμπίνα στον κλάδο.
Με εμβέλεια 5.500 ναυτικών μιλίων, θα μπορεί να πετά από το Λονδίνο στο Χονγκ Κονγκ ή από το Λος Άντζελες στη Μόσχα απευθείας. Επίσης, θα διαθέτει το σύστημα FalconEye παρέχοντας βελτιωμένα χαρακτηριστικά ασφαλείας και situational awareness υπό συνθήκες σκότους ή κακού καιρού.
Στα μέσα του φετινού Μαρτίου η εταιρεία προχώρησε στην επιτυχή παρθενική πτήση του αεροσκάφους Falcon 6X επιδεικνύοντας την ωριμότητα του προγράμματος και εκκινώντας τις διαδικασίες δοκιμών για πιστοποιήσεις. Η επανένταξη στο προσοδοφόρο τμήμα της αγοράς μετά από μακρά απουσία προσφέρει στην εταιρεία την ευκαιρία να ανακτήσει το χαμένο μερίδιο αγοράς.
Σύμφωνα με τους αναλυτές του Morningstar οι μετοχές παραμένουν υποτιμημένες, καθώς μια εύλογη τιμή θα μπορούσε να προσεγγίσει τα 1.400 ευρώ. Η στήλη περιμένει μετά τις ανακοινώσεις και του Μαΐου για το νέο αμυντικό πρόγραμμα της Γερμανίας, Γαλλίας, Ισπανίας, οι αναλυτές να αναπροσαρμόσουν τους στόχους για τη μετοχή.
Στις τρέχουσες αποτιμήσεις η μετοχή έχει p/book 1.71, p/e 25,71 -forward p/e 13.93- ενώ η μερισματική απόδοση ανέρχεται στα 1,31% .
H Airbus
Η Airbus είναι μια μεγάλη αεροδιαστημική και αμυντική εταιρεία που σχεδιάζει, αναπτύσσει και κατασκευάζει εμπορικά και στρατιωτικά αεροσκάφη, καθώς και οχήματα και δορυφόρους εκτόξευσης στο διάστημα. Η εταιρεία διαχειρίζεται τις δραστηριότητές της μέσω τριών τμημάτων: Airbus εμπορικής, Airbus άμυνας & διαστήματος, και Airbus ελικόπτερα.
Η εμπορική Airbus προσφέρει μια πλήρη γκάμα αεροσκαφών που κυμαίνονται από τη σειρά A320 στενού αμαξώματος (130-200 θέσεων) έως το πολύ μεγαλύτερο αμάξωμα πλάτους A350-1000.
Το τμήμα άμυνας και διαστήματος της Airbus παρέχει στις κυβερνήσεις στρατιωτικό υλικό, συμπεριλαμβανομένων αεροσκαφών μεταφοράς, δεξαμενόπλοιων και μαχητικών αεροσκαφών (Eurofighter).
Η εταιρεία παρουσίασε συνολικά ένα σταθερό πρώτο τρίμηνο, με έσοδα 10,5 δισ.ευρώ και κέρδη ανά μετοχή 0,58 ευρώ. Η διάμεσος των αναλυτών τοποθετούν την τιμή στόχο για τη μετοχή στα 124 ευρώ και τα 37 δολάρια για το ADR των ΗΠΑ, καθώς πιστεύουν ότι η αγορά δεν εκτιμά πλήρως την ικανότητα της εταιρείας να ενισχύσει την παραγωγή A320 μετά την πανδημία, ενόψει τις αύξησης των εσωτερικών πτήσεων από τις αεροπορικές εταιρείες.
Ήδη οι παραδόσεις A320 ανήλθαν στα 105 για το πρώτο τρίμηνο του 2021 έναντι 96 το πρώτο τρίμηνο του 2020.
Σημειωτέον ότι η εταιρεία ανακοίνωσε 1,1 δισ. ευρώ free cash flow καθώς επωφελήθηκε από μια μη επαναλαμβανόμενη αλλαγή στους όρους πληρωμής με τους προμηθευτές. Διαπραγματεύεται 10,78 φορές τη λογιστική της αξία και η μερισματική της απόδοση στα τρέχοντα επίπεδα είναι πέριξ του 1,58%.
Iσπανική σφήνα
Μια εταιρεία που φαίνεται ότι θα επωφεληθεί επίσης από το νέο αμυντικό πρόγραμμα είναι η ισπανική Indra Sistemas, με κεφαλαιοποίηση 1,5 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για μια εταιρεία πληροφορικής και συστημάτων άμυνας, εισηγμένη στο Bolsa de Madrid και συμμετέχει στον δείκτη IBEX 35.
Πιο αναλυτικά πρόκειται για έναν ισπανικό πάροχο υπηρεσιών πληροφορικής για χρηματοδότηση, ασφάλιση, δημόσια διοίκηση, αεροδρόμια, άμυνα, υγειονομική περίθαλψη, μέσα μαζικής ενημέρωσης, τηλεπικοινωνίες, ασφάλεια, ενέργεια και υποδομές. Οι δυνατότητες των προϊόντων της περιλαμβάνουν αναλυτικά στοιχεία, υπολογιστικό νέφος, εταιρικό σχεδιασμό πόρων, δίκτυα και επικοινωνίες, εκλογικές διαδικασίες, τεχνολογία λεωφορείων, τεχνολογία μετρό και λύσεις αειφορίας.
Η εταιρεία παράγει έσοδα σε Ευρώπη, Αφρική, Μέση Ανατολή, Αμερική και Ασία-Ειρηνικό. Το 2020 ήταν μια δύσκολη χρονιά λόγω της πανδημίας με το λειτουργικό περιθώριο να διαμορφώνεται στο 5,5% έναντι 8,0% το 2019, επηρεασμένο από καθυστερήσεις και χαμηλότερη δραστηριότητα. Τα EBIT ήταν στα -33 εκατ. ευρώ το 2020 έναντι 221 εκατομμύρια ευρώ το 2019 και κατέγραψε ζημιές 65 εκατ. έναντι 121 εκατ. καθαρού κέρδους το 2019.
Σύμφωνα με το guidance της εταιρείας τα ΕΒΙΤ αναμένεται να ανέλθουν το 2021 πάνω από 200 εκατ. Το καθαρό χρέος διαμορφώθηκε το 2020 στα 481 εκατ. ευρώ, στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Η εταιρεία διαπραγματεύεται 2,21 φορές τη λογιστική της αξία και εμφανίζει δείκτη debt/equity 2.21.
* Αποποίηση Ευθύνης: Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.