Πριν σχεδόν έναν χρόνο, στις 13 Σεπτεμβρίου 2022, η Lisa Abramowicz και ο Tom Keene είχαν φιλοξενήσει στα στούντιο της τηλεόρασης του Bloomberg τον Christyan Malek,επικεφαλής του τμήματος στρατηγικής σχετικά με τα ενεργειακά θέματα της τράπεζας JPMorgan Chase. Η βασική ερώτηση που του έκαναν οι δύο οικοδεσπότες ήταν αν αυτός και η ομάδα του επέμεναν στην πρόβλεψή τους πως η τιμή του αργού πετρελαίου θα φτάσει τα επόμενα χρόνια προς τα 150 δολάρια/βαρέλι.
Η απάντησή του ήταν καταφατική, καθώς εξήγησε πως αυτή η άποψή τους βασίζεται στο γεγονός πως αν εξαιρέσουμε τη Σαουδική Αραβία και ορισμένες άλλες χώρες του ΟΠΕΚ αυτή την εποχή δεν γίνονται οι απαραίτητες επενδύσεις για την αύξηση της παραγωγής αργού πετρελαίου. Σύμφωνα με τις μελέτες τους, αυτό σήμαινε πως η προσφορά πετρελαίου σταδιακά δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τη ζήτηση που αυξάνεται ακόμα, με αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής μέχρι και τα 150 δολάρια/βαρέλι.
Παρά το ότι ο Malek και οι συνεργάτες του δεν υποστήριξαν πως αυτό θα γίνει σύντομα, το γεγονός πως πολύ συχνά μένουμε στους τίτλους ενός άρθρου, μίας έκθεσης ή μίας συνέντευξης είναι βέβαιο πως θα έκανε αρκετούς να θεωρήσουν, έναν χρόνο μετά, πως η πρόβλεψη αυτή απέτυχε. Την Παρασκευή που μας πέρασε, 22 Σεπτεμβρίου του 2023, ένας τίτλος έκανε τον γύρο του κόσμου στις ειδησεογραφικές ιστοσελίδες οικονομικού περιεχομένου: «η JPMorgan Chase προβλέπει την άνοδο της τιμής του αργού πετρελαίου στα 150 δολάρια/βαρέλι».
Διαβάζοντας στο investing.com μία περίληψη της έκθεσης της αμερικανικής τράπεζας, συναντήσαμε και πάλι τον Christyan Malek, ο οποίος επανέλαβε περίπου αυτά που είχε πει πέρυσι τέτοιες μέρες, με λίγο πιο συγκεκριμένο τρόπο. Η πρόβλεψη για τιμές στα 150 δολάρια/βαρέλι γίνεται για το 2026, καθώς για το 2024 η ομάδα του προβλέπει ένα εύρος διακύμανσης ανάμεσα στα 90 και 110 δολάρια και για το 2025 ανάμεσα από τα 100 με 120 δολάρια/βαρέλι.
Οι εκτιμήσεις αυτές βασίζονται στην βασική θέση των αναλυτών περί ανεπαρκούς αύξησης της προσφοράς αργού πετρελαίου καθώς η ζήτηση θα συνεχίζει να αυξάνεται μέχρι το 2030. Ας ησυχάσουμε λίγο λοιπόν, καθώς οι μελέτες των στελεχών της JPMorgan δεν προβλέπουν άμεση άνοδο της τιμής του αργού πετρελαίου σε ύψη που προκαλούν τρόμο σε όσους πρέπει να ζεστάνουν τα σπίτια τους και να κινήσουν τα αυτοκίνητά τους με παράγωγα του αργού πετρελαίου.
Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η κατάσταση είναι ομαλή και δεν πρέπει να ανησυχούμε. Η σημαντική μείωση των επενδύσεων για ανακάλυψη και εκμετάλλευση νέων κοιτασμάτων αργού πετρελαίου, όπως και των επενδύσεων για σωστή συντήρηση των υφιστάμενων εγκαταστάσεων άντλησης, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, όπως και η προσπάθεια των χωρών του ΟΠΕΚ + για να συγκρατήσουν το επίπεδο παραγωγής, κάτω από την καθοδήγηση της Σαουδικής Αραβίας και της Ρωσίας.
Αποτέλεσμα αυτών των περικοπών στην παραγωγή και της ισχυρής γενικά ζήτησης παρά τις ανησυχίες περί ύφεσης στην Ευρώπη και την αναιμική οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, είναι και η σημαντική άνοδος στην τιμή του αργού πετρελαίου από τον Ιούνιο και μετά. Μιλώντας για το αμερικανικό αργό (West Texas Intermediate), βλέπουμε πως από το τέλος του Ιουνίου μέχρι τώρα έχει ανεβεί πολύ σημαντικά, από την περιοχή λίγο κάτω από τα 70 δολαρίων/βαρέλι προς την περιοχή των 90 δολαρίων/βαρέλι. Μιλάμε δηλαδή για αύξηση της τάξης του 30% μέσα σε τρεις μήνες.
Στην ουσία βρισκόμαστε στο υψηλότερο σημείο του τελευταίου δωδεκαμήνου. Εκτός από τη μείωση της προσφοράς που πέτυχαν κυρίως η Σαουδική Αραβία και η Ρωσία, σημαντικό ρόλο έχει παίξει το γεγονός πως το καλοκαίρι αυξάνεται η ζήτηση από τα διυλιστήρια λόγω της έντονης ταξιδιωτικής δραστηριότητας.
Επίσης, την άνοδο έχει βοηθήσει και η σταδιακή εξομάλυνση της κινεζικής ζήτησης και η επιστροφή της στα επίπεδα πριν την επιβολή των μεγάλων περιορισμών στις δραστηριότητες των Κινέζων πολιτών. Κάτι άλλο που έχει επίσης συμβάλει στην άνοδο της τιμής του πετρελαίου είναι η σχετική έλλειψη βενζίνης και πετρελαίου σε διεθνές επίπεδο. Πέρα από την αύξηση της τιμής των προϊόντων διύλισης, αυτό έχει αυξήσει και την ζήτηση για αργό πετρέλαιο.
Φυσικά, αυτό που μας απασχολεί περισσότερο είναι το τι θα γίνει με την τιμή του αργού πετρελαίου το αμέσως επόμενο διάστημα. Όπως πάντα, η προσπάθεια βραχυπρόθεσμων προβλέψεων για την τιμή του πετρελαίου είναι μία αρκετά «επικίνδυνη» δραστηριότητα, όπως άλλωστε και η προσπάθεια μακροπρόθεσμων προβλέψεων. Παρ’ όλα αυτά, εμείς θα κάνουμε μία απόπειρα, με την βοήθεια του Barron’s και του Bloomberg και των ειδικών που φιλοξενούν, όπως και με την βοήθεια των αναλυτών του Reuters.
Σχετικά με τη ζήτηση για βενζίνη και τη ζήτηση από την Κίνα, μιλώντας στο Barron’s η Natasha Kaneva, επικεφαλής του τμήματος αγορών εμπορευμάτων της JPMorgan Chase, εκτίμησε πως και οι δύο αυτοί παράγοντες έχουν ήδη αρχίζει να ατονούν, κάτι που την κάνει να πιστεύει πως το περιθώριο περαιτέρω ανόδου για το αμερικανικό αργό πετρέλαιο είναι μάλλον περιορισμένο. Η ίδια περιμένει πως στο τέλος του χρόνου η τιμή του θα έχει υποχωρήσει προς τα 86 δολάρια/βαρέλι.
Κάτι άλλο που είδαμε στο Barron’s είναι το ότι μέσα στους επόμενους μήνες αναμένεται να λειτουργήσουν δύο μεγάλα διυλιστήρια πετρελαίου, ένα στη Νιγηρία και ένα στο Μεξικό. Τα δύο νέα διυλιστήρια αναμένεται να αυξήσουν την παγκόσμια δυναμικότητα του τομέα διύλισης κατά ένα εκατομμύριο βαρέλια προϊόντων (ντίζελ, βενζίνης, κ.λ.π.), δηλαδή κατά περίπου 1,2% σε σχέση με την υφιστάμενη πραγματική δυναμικότητα του τομέα. Α
υτό το ποσοστό μπορεί να μην ακούγεται πολύ σημαντικό αλλά σύμφωνα με τον Matthew Blair, αναλυτή της Tudor Pickering Holt, θα συνιστά την μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση δυναμικότητας από το 2015. Σύμφωνα με τον αναλυτή, η είσοδος αυτών των δύο διυλιστηρίων στην παγκόσμια αγορά θα εξομαλύνει την κατάσταση και θα συμβάλλει στη μείωση των περιθωρίων διύλισης. Αν ο Blair έχει δίκιο, αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα και την μείωση των τιμών της βενζίνης και του ντίζελ καθώς θα μπαίνουμε στο 2024.
Από την άλλη μεριά όμως, μία σχετικά τελευταία εξέλιξη μπορεί να δημιουργήσει νέες ανοδικές πιέσεις στις τιμές των προϊόντων διύλισης και κατ’ επέκταση και σε αυτή του αργού πετρελαίου. Αναφερόμαστε στην ξαφνική απόφαση της Ρωσίας να μειώσει σε πολύ σημαντικό βαθμό τις εξαγωγές προϊόντων ντίζελ, αρχής γενομένης από την 21η Σεπτεμβρίου. Όπως διαβάζουμε στο Bloomberg, αυτό έγινε λόγω της έντονης ανόδου των τιμών μέσα στην Ρωσία.
Οι περιορισμοί δεν έχουν ημερομηνία λήξης και συμπίπτουν με την παραδοσιακή περίοδο συντήρησης των διυλιστηρίων στη χώρα. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του διεθνούς πρακτορείου, ήδη από την αρχή του μήνα οι εξαγωγές ντίζελ έχουν μειωθεί κατά περίπου 28%, πριν την επίσημη επιβολή των περιορισμών. Μπορεί η Ευρώπη να μην αγοράζει ρωσικό ντίζελ, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως θα μείνει ανεπηρέαστη από τις διαταραχές που μπορεί να φέρουν στη διεθνή αγορά αυτοί οι περιορισμοί.
Λαμβάνοντας υπόψη μας όλα τα παραπάνω, τολμούμε να πούμε πως, τουλάχιστον για τους επόμενους μήνες δεν θα είναι εύκολο να δούμε το πετρέλαιο να κινείται πολύ πιο ανοδικά. Με αυτό εννοούμε πως μας φαίνεται αρκετά δύσκολη η προσέγγιση και ακόμα περισσότερο δύσκολη η υπέρβαση των 100 δολαρίων/βαρέλι, όχι μόνο για το αμερικανικό αργό πετρέλαιο αλλά και για το Brent. Αν όμως κάνουμε λάθος και συμβεί κάτι τέτοιο, υποθέτουμε πως θα φέρει σε αρκετά δύσκολη θέση τη Σαουδική Αραβία, όσο παράξενο και να ακούγεται αυτό δεδομένου ότι η ανάκαμψη της τιμής του αργού πετρελαίου οφείλεται κατά βάση σε δικές της ενέργειες.
Όπως όμως μας επισημαίνουν ο Francisco Guerrera και ο Yawen Chen, αναλυτές του Reuters, η Σαουδική Αραβία επιθυμεί να παίξει έναν ρόλο στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου ανάλογα με αυτόν που παίζουν οι κεντρικές τράπεζες στην αγορά χρήματος. Από τη στιγμή που ο προϋπολογισμός της χώρας είναι πλεονασματικός με την τιμή του αργού πετρελαίου πάνω από τα 80 δολάρια/βαρέλι, δεν έχει λόγο να την αφήσει να ξεφύγει ανοδικά και να προκαλέσει σημαντική αναταραχή στην παγκόσμια οικονομία. Το σκεπτικό αυτό μας αρέσει. Αν είναι σωστό, σημαίνει πως αν τα πράγματα ξεφύγουν ανοδικά, ο διάδοχος Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν θα δείξει στις παγκόσμιες αγορές πως μπορεί να αυξήσει και πάλι την παραγωγή.
Δύσκολο λοιπόν, κατά την άποψή μας τουλάχιστον, να δούμε περαιτέρω σημαντική άνοδο στην τιμή του αργού πετρελαίου και των προϊόντων διύλισης. Στην περίπτωση όμως που θα συμβεί αυτό, ο μεγαλύτερος «παίκτης» της παγκόσμιας αγοράς δεν θα αφήσει τα πράγματα να ξεφύγουν.