Πόσο πιθανό είναι το άκρως εντυπωσιακό ράλι που ξεκίνησε για τα χρηματιστήρια, όταν στις 30 Νοεμβρίου του 2022 η OpenAI κυκλοφόρησε το ChatGPT, να φτάνει στο τέλος του; Το συγκεκριμένο ερώτημα πλανάται πάνω από τις αγορές από την περασμένη Τετάρτη που ο Τζερόμ Πάουελ «προσγείωσε» τις προσδοκίες των επενδυτών για διαδοχικές μειώσεις επιτοκίων μέσα στο 2025.
Οι αγορές έχουν αποδείξει με τον πλέον πειστικό τρόπο ότι τα υψηλά επιτόκια δεν μπορούν να φρενάρουν μία τόσο ισχυρή ανοδική τάση, η οποία τροφοδοτείται από μία ιστορική εξέλιξη όπως η επανάσταση της τεχνητής νοημοσύνης. Από την κυκλοφορία του ChatGPT έως σήμερα, ο S&P 500 έχει ενισχυθεί κατά 50% και ο τεχνολογικός Nasdaq σημειώνει κέρδη περίπου 80%. Ωστόσο, πολλοί πιστεύουν ότι για να συνεχιστεί το… χρηματιστηριακό πάρτι θα πρέπει να βρεθεί μία νέα αφορμή, ένα νέο αφήγημα που θα συντηρήσει το επενδυτικό ενδιαφέρον.
Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να αποτελέσει καταλύτη η άνοδος των κβαντικών υπολογιστών και όλα αυτά που φέρνει μία τόσο σημαντική τεχνολογική πρόοδος. Δύο είναι, λοιπόν, τα ζητήματα για το νέο έτος. Το πρώτο έχει να κάνει με τις προοπτικές του υφιστάμενου ράλι και τις ανησυχίες για μία μεγάλη διόρθωση με φόντο το «πάγωμα» των επιτοκιακών μειώσεων από τη Fed. Το δεύτερο σχετίζεται με την επίδραση που μπορεί να έχει η κβαντική υπολογιστική στις αγορές και το κατά πόσο μπορεί να προκαλέσει κάτι παρόμοιο – σε επίπεδο επενδυτικού ενδιαφέροντος - με τη γενετική τεχνητή νοημοσύνη.
Να πούμε αρχικά, ότι οι αναλυτές κάθε άλλο παρά βιάστηκαν να υποβαθμίσουν τις εκτιμήσεις τους για το πόσο ψηλά θα φτάσουν τα χρηματιστήρια μέσα στο 2025, μετά το σινιάλο της Fed για λιγότερες μειώσεις επιτοκίων. Οι Deutsche Bank και Capital Economics λ.χ., διατηρούν την τιμή – στόχο για τον S&P 500 στις 7.000 μονάδες στο τέλος του επόμενου έτους, που συνεπάγεται ένα διόλου ευκαταφρόνητο περιθώριο ανόδου της τάξης του 18% από το κλείσιμο της Παρασκευής 20/12. Ο οίκος Oppenheimer είναι ακόμα πιο αισιόδοξος, προβλέποντας άνοδο έως τις 7.100 μονάδες, με περιθώριο ανόδου 19,7%.
Προς το παρόν, λοιπόν, δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα το τέλος της χρηματιστηριακής άνθησης που οφείλεται στη μανία για την τεχνητή νοημοσύνη, ακόμα και αν στην πορεία σημειωθεί κάποια σοβαρή διόρθωση.
Το δεύτερο ερωτηματικό για το 2025 είναι η επίδραση που θα έχει στη ζήτηση για μετοχές η ανάπτυξη του κλάδου της κβαντικής υπολογιστικής. Στις αρχές Δεκεμβρίου, η Google προκάλεσε ενθουσιασμό στις τάξεις των επενδυτών, όταν αποκάλυψε το νέο της τσιπ Willow, το οποίο ο τεχνολογικός κολοσσός ισχυρίζεται ότι μπορεί να λύσει υπολογιστικά προβλήματα που οι καλύτεροι σημερινοί υπολογιστές θα χρειάζονταν… 10 επτάκις εκατομμύρια χρόνια. Το πρόβλημα είναι πως το Willow δεν αναμένεται να χρησιμοποιηθεί εμπορικά και σε ευρεία κλίμακα πριν από το τέλος της δεκαετίας.
Όμως παρά το γεγονός ότι θα καθυστερήσει η εμπορική εκμετάλλευση, οι επενδυτές βρήκαν ένα νέο στοίχημα να ποντάρουν, το οποίο πιστεύουν ότι θα αποδώσει τα μέγιστα. Διότι όπως εκτιμά η McKinsey, οι κβαντικοί υπολογιστές θα συνεισφέρουν, όταν φυσικά κυκλοφορήσουν ευρέως, έως και 2 τρισ. δολάρια – όσο περίπου το ΑΕΠ της Ιταλίας - σε οικονομική αξία στους κλάδους των χημικών, των βιοεπιστημών και του finance έως το όχι και τόσο μακρινό 2035.
Αυτό σημαίνει ότι ενδεχομένως θα έχουν μεγαλύτερη επίδραση από τη Δημιουργική Τεχνητή Νοημοσύνη. Το θέμα είναι πότε όλα αυτά θα έχουν πραγματικό αποτέλεσμα και πόσο θα εκτιναχθεί το ενδιαφέρον των επενδυτών για τις μετοχές του κλάδου.
Η McKinsey εκτιμά, επίσης, ότι το μέγεθος της αγοράς της κβαντικής τεχνολογίας θα φτάσει στα 173 δισ. δολάρια έως το 2040, με τους κβαντικούς υπολογιστές να έχουν τη μερίδα του λέοντος με έως και 131 δισ. δολάρια και να ακολουθεί ο κλάδος των κβαντικών επικοινωνιών με έως και 36 δισ. δολάρια.