Η επέμβαση των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία αναμένεται να γίνει αισθητή σε μεγάλο εύρος αγορών, από τα σιτηρά, τις τιμές ενέργειας και τα δολαριακά κρατικά ομόλογα, μέχρι τα χρηματιστήρια και τις κινητές αξίες ασφαλέστερων λιμένων. Μια εξέλιξη υψηλού ρίσκου συνήθως ωθεί τους επενδυτές πίσω προς τα ομόλογα, που σε γενικές γραμμές θεωρούνται ασφαλέστερες αξίες. Στην τωρινή κρίση αυτό πιθανότατα δεν θα αλλάξει, ακόμη και αν η ρωσική επέμβαση πυροδοτήσει περαιτέρω άνοδο στις τιμές πετρελαίου.
Με τον πληθωρισμό σε υψηλά πολλών δεκαετιών και με αυξήσεις επιτοκίων προ των πυλών, οι αγορές ομολόγων δεν είχαν καλό ξεκίνημα φέτος. Η απόδοση στα 10ετή αμερικανικά ομόλογα γυροφέρνει το 2% και αυτή των αντίστοιχων γερμανικών έχει επιστρέψει πάνω από το 0% για πρώτη φορά από το 2019. Μια Ρωσο-ουκρανική σύγκρουση όμως θα μπορούσε να αλλάξει την εικόνα.
Στις αγορές συναλλάγματος, η ισοτιμία ευρώ - ελβετικού φράγκου θεωρείται ως ο καλύτερος δείκτης γεωπολιτικού ρίσκου στη ζώνη του ευρώ, καθώς το ελβετικό νόμισμα αποτελεί ασφαλές καταφύγιο. Στο τέλος Ιανουαρίου η ισοτιμία ενισχύθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από τον Μάιο του 2015.
Ο χρυσός που επίσης θεωρείται καλό καταφύγιο σε περιόδους συγκρούσεων κρατιέται κοντά στην κορυφή 13 μηνών.
Σιτηρά και δημητριακά
Η όποια διακοπή των ροών δημητριακών από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας πιθανότατα θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στις τιμές και θα τροφοδοτήσει περαιτέρω τον πληθωρισμό στις τιμές τροφίμων σε μια περίοδο που το κόστος αποτελεί ζήτημα σε πολλές οικονομίες μετά τη ζημιά που επέφερε η πανδημία COVID-19.
Οι τέσσερεις μεγάλοι εξαγωγείς – Ουκρανία, Ρωσία, Καζακστάν και Ρουμανία – εξάγουν από τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας τα οποία μπορεί να αντιμετωπίσουν διαταραχές μετά από μια στρατιωτική σύγκρουση ή κυρώσεις. Η Ουκρανία αναμενόταν ότι θα ήταν ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας αραβόσιτου το 2021-22 και ο τέταρτος μεγαλύτερος εξαγωγέας σιτηρών. Ο μεγαλύτερος εξαγωγέας σιτηρών του κόσμου είναι η Ρωσία.
Φυσικό αέριο και πετρέλαιο
Η Ευρώπη εξαρτάται από τη Ρωσία για το 35% των αναγκών φυσικού αερίου, το οποίο μεταφέρεται κυρίως μέσω αγωγών που διαπερνούν τη Λευκορωσία και την Πολωνία για να καταλήξουν στη Γερμανία, μέσω του Nord Stream 1 που κατευθύνεται άμεσα στη Γερμανία και μέσω άλλων που περνούν από την Ουκρανία.
Το 2020 οι όγκοι φυσικού αερίου από τη Ρωσία στην Ευρώπη μειώθηκαν καθώς τα απαγορευτικά της πανδημίας έριξαν τη ζήτηση και δεν ανέκαμψαν πλήρως πέρυσι όταν η κατανάλωση πήρε τα πάνω της, συμβάλλοντας στην εκτόξευση των τιμών.
Μέρος των πιθανών κυρώσεων στην περίπτωση που η Ρωσία εισβάλλει στην Ουκρανία θα είναι η ματαίωση του νέου αγωγού αερίου Nord Stream 2 από τη Ρωσία. Ο αγωγός θα αύξανε τις εξαγωγές στην Ευρώπη αλλά και την εξάρτηση της από τις εξαγωγές ενέργειας της Μόσχας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών, οι εξαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία στη δυτική Ευρώπη θα μειωθούν σημαντικά μέσω της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας στην περίπτωση κυρώσεων με τις τιμές να επανέρχονται στα επίπεδα του τέταρτου τριμήνου του 2021.
Οι περιορισμοί και οι διαταραχές θα έχουν αντίκτυπο και στην αγορά πετρελαίου. Η Ουκρανία μεταφέρει ρωσικό πετρέλαιο στη Σλοβακία, στην Ουγγαρία και στην Τσεχία. Η μεταφορά αργού πετρελαίου από τη Ρωσία μέσω Ουκρανίας ανήλθε σε 11,9 εκατ. μερικούς τόνους πέρυσι από 12,3 εκατ. μτ το 2020.
Η JP Morgan εκτιμά ότι η ένταση μπορεί να προκαλέσει σημαντική άνοδο των τιμών πετρελαίου και μία αύξηση στα $150 το βαρέλι θα μείωνε το παγκόσμιο ΑΕΠ σε ετησιοποιημένο ρυθμό 0,9% το πρώτο εξάμηνο και θα ενίσχυε τον πληθωρισμό στο 7,2%.
Τα δολαριακά ομόλογα και τα νομίσματα της περιοχής
Μια στρατιωτική σύγκρουση θα χτυπήσει πρωτίστως τις κινητές αξίες στη Ρωσία και την Ουκρανία. Τα δολαριακά ομόλογα και των δύο χωρών έχουν υποαποδώσει τους τελευταίους μήνες με τους επενδυτές να μειώνουν την έκθεση τους λόγω των εντάσεων μεταξύ Μόσχας και Ουάσινγκτον.
Η αγορά σταθερού εισοδήματος της Ουκρανίας προσελκύει κυρίως επενδυτές αναδυόμενων αγορών. Η παρουσία της Ρωσίας στις κεφαλαιαγορές έχει συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια εν μέσω γεωπολιτικών εντάσεων και κυρώσεων, κάτι που μειώνει τις επιπτώσεις. Τα νομίσματα και των δύο χωρών έχουν χτυπηθεί επίσης και συγκαταλέγονται μεταξύ αυτών με τις χειρότερες αποδόσεις στις αναδυόμενες αγορές.
Σύμφωνα με την ING, οι μνήμες του 2014 με τα κενά ρευστότητας και τη συσσώρευση δολαρίων που οδήγησαν το ρούβλι σε σημαντική πτώση παραμένουν νωπές.
Η έκθεση των επιχειρήσεων
Οι εισηγμένες επιχειρήσεις της Δύσης θα επηρεαστούν από τις συνέπειες μιας ρωσικής εισβολής. Για αυτές στον κλάδο της ενέργειας, το όποιο χτύπημα στα έσοδα και τα κέρδη θα μπορούσε να αντισταθμιστεί έως ένα βαθμό από την άνοδο των τιμών πετρελαίου.
Η βρετανική BP διακρατεί ποσοστό 19,75% στη Rosneft, η Shell έχει μερίδιο 27,5% στη ρωσική μονάδα φυσικού αερίου Sakhalin 2, που αντιπροσωπεύει το ένα τρίτο του συνόλου των εξαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου, καθώς και συνεργασίες με τον ρωσικό ενεργειακό γίγαντα Gazprom.
Η Εxxon των ΗΠΑ μέσω θυγατρικής λειτουργεί το πρότζεκτ Sakhalin-1, όπου συμμέτοχος είναι και η Oil and Natural Gas Corp της Ινδίας. Ενεργή παρουσία στη Ρωσία έχει και η νορβηγική Equinor.
Στον χρηματοοικονομικό τομέα ο κίνδυνος είναι συγκεντρωμένος στην Ευρώπη. Η αυστριακή τράπεζα Raiffeisen παρήγαγε το 39% των κερδών της πέρυσι από τη θυγατρική της στη Ρωσία ενώ η τράπεζα OTP της Ουγγαρίας και η ιταλική UniCredit γύρω στο 7% των συνολικών τους κερδών.
Στη γαλλική Societe Generale το 6% των κερδών του ομίλου προήλθαν από τη θυγατρική της στη Ρωσία με την ολλανδική ING να έχει επίσης παρουσία εκεί αλλά μικρότερη συνεισφορά περίπου 1% στα συνολικά της κέρδη, σύμφωνα με εκτιμήσεις της JP Morgan.
Όσο για την έκθεση δανείων στη Ρωσία, οι αυστριακές και οι γαλλικές τράπεζες έχουν τη μεγαλύτερη μεταξύ των τραπεζών της Δύσης, γύρω στα $24,2 δισ. και $17,2 δισ. αντίστοιχα. Ακολουθούν οι αμερικανικές με $16 δισ., οι ιαπωνικές με $9,6 δισ. και οι γερμανικές με $8,8 δισ, σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS).
Σε άλλους κλάδους, η αυτοκινητοβιομηχανία Renault παράγει το 8% των προ-φόρων και τόκων κερδών της στη Ρωσία, η γερμανική Metro περίπου το 10% των πωλήσεων της και το 17% των κερδών της, η ζυθοποιία Carlsberg της Δανίας κατέχει πλειοψηφικό μερίδιο στην Baltika, τη μεγαλύτερη ζυθοποιία της Ρωσίας, με μερίδιο αγοράς 40%.