Γιατί ο Ερντογάν αφήνει ένα μόνο μέτωπο ανοικτό
AP
AP
Το σχέδιο

Γιατί ο Ερντογάν αφήνει ένα μόνο μέτωπο ανοικτό

Μετά από τουλάχιστον τρία χρόνια έντονης διπλωματικής προσπάθειας, είναι δυνατόν να εξαχθούν με σχετική ασφάλεια μερικά συμπεράσματα που περιγράφουν τις βασικές τουρκικές στρατηγικές προτεραιότητες στην ευρύτερη περιοχή.

Η Τουρκία προσπαθεί συστηματικά να κλείσει κάθε ανοιχτή υπόθεση με όλους τους παίκτες της περιοχής, την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία, τα ΗΑΕ ακολουθώντας επιθετική πολιτική επαναπροσέγγισης. Με όλους, πλην της Ελλάδας και της Κύπρου.

Είναι τα μόνα εμπόδια για τη «Γαλάζια Πατρίδα». Ο πρόεδρος Ερντογάν ξεπερνά πλέον και τα πιο ακραία εσκαμμένα, απειλεί ευθέως με πυραυλική επίθεση την Αθήνα αν δεν γίνει αποδεκτό το αίτημά του για αφοπλισμό των ελληνικών νησιών, καλλιεργεί συστηματικά το κλίμα επικείμενης στρατιωτικής ενέργειας, φροντίζοντας να ενημερώνει με κάθε ευκαιρία τον διεθνή παράγοντα και τους διεθνείς οργανισμούς, προετοιμάζοντας το έδαφος, όπως ο Πούτιν πριν εισβάλει στην Ουκρανία. 

Έχει ενδιαφέρον να μελετήσουμε προσεκτικά την τακτική της Τουρκίας. Τα τελευταία χρόνια το τουρκικό καθεστώς έχει κάνει μια σειρά από ρεαλιστικές κυβιστήσεις, επιχειρώντας να κλείσει ανοικτά μέτωπα απέναντι σε κυβερνήσεις με τις οποίες είχε έρθει σε ρήξη, προχωρώντας σε αξιοσημείωτη στρατηγική υποχώρηση με βάση τα δικά της μέτρα και το περίφημο «Δόγμα Νταβούτογλου».

Το οποίο, πέρα από τις όποιες -μάλλον αδύναμες επιστημονικά- κοινωνιολογικές, εθνολογικές και «πρωτότυπες» ιστορικές υποθέσεις, περιέγραφε την κατάρρευση της νεωτερικής ευρύτερης Μέσης Ανατολής και την επιστροφή στις πολιτισμικές ρίζες της πριν τον «καταστροφικό» 20ό αιώνα. Το Ισλάμ και όχι ο ξένος για την περιοχή εθνικισμός θα γινόταν και πάλι το αναζωογονητικό θεμέλιο της χειραφέτησης της περιοχής με τη «θεοσεβούμενη» Τουρκία στον ρόλο του αγαθού καθοδηγητή. 

Για τον Ρ. Τ. Ερντογάν, το κλειδί για αυτό το ρόλο που θα σηματοδοτούσε και το τέλος της ευρωπαϊκής και αμερικανικής ηγεμονίας στην περιοχή ήταν η δημοφιλία του στον «αραβικό δρόμο» και η αποδοχή του ως εκφραστή της χειραφέτησής του από τον μέσο καταπιεσμένο συντηρητικό μουσουλμάνο από το Πακιστάν μέχρι τη Δυτική Μεσόγειο και από τον Καύκασο μέχρι τη Σομαλία και το Σουδάν. Το έδαφος είχε προετοιμαστεί με τη ρήξη με το Ισραήλ ήδη από το 2009.

Η «Αραβική Άνοιξη» φάνηκε να δικαιώνει τις προβλέψεις και τις προσδοκίες. Η ανατροπή, όμως, του Μόρσι στην Αίγυπτο και η επιβίωση του Άσαντ στη Συρία που εξασφαλίστηκαν και με την έμμεση υποστήριξη ή την άμεση εμπλοκή μεταξύ άλλων της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων και της Μόσχας είχαν ως αποτέλεσμα να διαρραγούν ή να πληγούν οι σχέσεις της Τουρκίας σχεδόν με όλους τους περιφερειακούς παίκτες.

Χαρακτηριστική και η περίπτωση της ανοχής από τον Ερντογάν απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος εξαιτίας του φόβου που προκάλεσε η ένοπλη αντίσταση των κουρδικών πολιτοφυλακών και η έμπρακτη υποστήριξη τους από Ουάσιγκτον και Ευρώπη ως το μόνο ανάχωμα απέναντι στους κάθε λογής τζιχαντιστές που συνέρρευσαν στη Συρία.

Η στάση του αυτή ελαχιστοποίησε τα έτσι και αλλιώς μικρά αποθέματα αξιοπιστίας στη Δύση για έναν Τούρκο ηγέτη που έδινε καταφύγιο στους αδελφούς μουσουλμάνους και στήριζε το Ιράν σχεδόν με κάθε ευκαιρία, ακόμη και στο Συμβούλιο Ασφαλείας.

Η προσγείωση ήταν απότομη και οι κυβιστήσεις συνεχείς. Είναι αρκετά χρόνια που η Άγκυρα εκλιπαρεί το Ισραήλ και απελπισμένα αναζητά την επαναπροσέγγιση με την Αίγυπτο. Με τη Σαουδική Αραβία, η δολοφονία Κασόγκι «ξεχάστηκε» και με τα ΗΑΕ η Άγκυρα χωρίς κανένα δισταγμό έκλεισε συμφωνίες δισεκατομμυρίων για να ενισχύσει τα ισχνά συναλλαγματικά της αποθέματα.

Με τη Μόσχα, μετά την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού, η Τουρκία αγόρασε S-400 και η Άγκυρα έγινε βασικός συνεργάτης και συνοδοιπόρος.

Η προσπάθεια να επιστρέψει σε ένα περιφερειακό πλαίσιο το οποίο ο ίδιος προσπάθησε να υπονομεύσει δείχνει ότι για την Τουρκία και το καθεστώς Ερντογάν η προσαρμοστικότητα είναι κρίσιμο εργαλείο και η υψηλή ρητορική για έναν κόσμο που είναι «μεγαλύτερος από τους 5», η για «τον αιώνα της Τουρκίας» δεν είναι τίποτε παραπάνω από μεγαλοστομίες με μικρό περιεχόμενο.

Το καθεστώς δεν δείχνει να έχει κανένα πρόβλημα να κλείσει ανοικτές πληγές και εκκρεμότητες του παρελθόντος. Και το κάνει για να συνεχίσει χωρίς περισπασμούς τις διεκδικήσεις στα μέτωπα που παραμένουν σκόπιμα ανοικτά. Αυτά της Ελλάδας και της Κύπρου.

Για την Τουρκία του Ερντογάν, η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία είναι τα μόνα εμπόδια για τη «Γαλάζια Πατρίδα», η οποία υπερβαίνει κατά πολύ το όποιο προεκλογικό αφήγημα του Τ. Ερντογάν. Η όποια προσέγγιση προϋποθέτει την ελληνική υποχώρηση από πάγιες θέσεις και την αποδοχή μιας δεσμευμένης κυριαρχίας. 

Και την ίδια στιγμή υπάρχουν και τα Δυτικά Βαλκάνια που ποτέ δεν έπαψαν να βρίσκονται στο ραντάρ του καθεστώτος Ερντογάν. Σε αυτή την αδύναμη να ξεφύγει από τις παθογένειές της περιοχή, η Άγκυρα σταθερά επιχειρεί με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία να αυξήσει την επιρροή της.

Ο καμβάς στον οποίο κινείται η τουρκική διπλωματία χρωματίζεται από πρώτον, την αποτυχία των κρατών της περιοχής να υπερβούν τις αδυναμίες τους και να κάνουν μια σοβαρή και ειλικρινή προσπάθεια να υιοθετήσουν τις ευρωπαϊκές νόρμες σε αξιακό αλλά και τεχνικό πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, δεύτερον, την αποτυχία της ΕΕ να προσφέρει τις ουσιαστικές προοπτικές που οι χώρες αυτές έχουν ανάγκη, τρίτον η σταθερή και διαβρωτική της ευρωπαϊκής προοπτικής των Δυτικών Βαλκανίων ρωσική διείσδυση και τέλος από τη σταθερή χειροτέρευση των ευρωτουρκικών σχέσεων. 

Σε αυτό το τοπίο, η Τουρκία επιχειρεί εδώ και χρόνια να παρεμβαίνει και να επηρεάζει τις εξελίξεις χρησιμοποιώντας την «ήπια ισχύ» της με αθρόες χρηματοδοτήσεις δημοφιλών εκπαιδευτικών και θρησκευτικών έργων και προγραμμάτων και με τον Τούρκο πρόεδρο να κάνει αυτό που προτιμά να κάνει κάθε αυταρχικός ηγέτης, να οικοδομεί προσωπικές σχέσεις με τις ηγεσίες των χωρών αυτών.

Έτσι κατοχυρώνει την επιρροή του στην περιοχή καλύπτοντας σε κάποιο βαθμό το κενό που αφήνει η ΕΕ με την απροθυμία της να εμπλακεί ουσιαστικά και πέρα από το τεχνικό και υπηρεσιακό επίπεδο των γραφειοκρατών των Βρυξελλών.

Η Τουρκία, όπως και αλλού στην ευρύτερη περιοχή, ακολουθεί μια διακριτική αλλά ουσιαστική νέο-οθωμανική προσέγγιση και παράλληλα μια ρεαλιστική στρατηγική απαλλαγμένη από ιδεολογικές προδιαγραφές. Μέσα από μια ενεργητική διπλωματία και γενναιόδωρη οικονομική βοήθεια επιδιώκει να αναδειχθεί ως μια οικονομική και πολιτική δύναμη πριν αυτές οι χώρες γίνουν μέλη της ΕΕ.

Όσο η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας δεν είναι ούτε καν θεωρητική και όσο οι τουρκικές πολιτικές ελίτ θα είναι αποξενωμένες από τη Δύση, η πολιτική της Άγκυρας στα Δυτικά Βαλκάνια θα εξελίσσεται ανεξάρτητα και υπονομευτικά για τη Δύση και την Ελλάδα.

Η Αλβανία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όσο οι αλβανικές ηγεσίες θα διέπονται από λογικές τυχοδιωκτισμού, τόσο η οικονομική, πολιτισμική, πολιτική και διπλωματική διάδραση με την Τουρκία του Ερντογάν θα είναι ελκυστική και ως αντίβαρο στο ευρωπαϊκό πλεονέκτημα της ελληνικής πολιτικής.

Η τουρκική πολιτική θα προσφέρει στήριξη και θα επηρεάζει τη στάση των Τιράνων τεστάροντας τα όρια του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος τα οποία δυστυχώς είναι πολύ ελαστικά. Η Αλβανία ξέροντας ότι η ευρωπαϊκή της προοπτική είναι ακόμη πολύ μακριά, έχει την πολυτέλεια να κωλυσιεργεί στο θέμα της προσφυγής στη Χάγη και να κουνάει υπαινικτικά το «τουρκικό χαρτί» στην Αθήνα. Προφανώς, αυτή η τακτική έχει όρια για τα Τίρανα, αλλά προς το παρόν ο χρόνος δεν πιέζει την Αλβανία.

* Ο Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Διευθυντής του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο