Το παγκόσμιο σύστημα, έχει απομακρυνθεί οριστικά από τη μονοπολική περίοδο, βρίσκεται σε μια μεταβατική κατάσταση ανακατατάξεως και οι εξελίξεις φροντίζουν να το επιβεβαιώνουν.
Στο πλαίσιο αυτό το ΝΑΤΟ φαίνεται να περνά σε μια νέα εποχή, στρέφει την προσοχή του και στην Άπω Ανατολή, επιστρατεύει ολοκληρωτικά τις δυνατότητες του προς υποστήριξη της Ουκρανίας, ενώ δείχνει ενδιαφέρον και για την εφαρμογή της Συμβάσεως του Δικαίου της Θαλάσσης του ΟΗΕ.
Όλα αυτά είναι βέβαιο ότι θα επηρεάσουν και την υποστήριξη των εθνικών επιδιώξεων της Ελλάδος. Η πρόσφατη άτυπη Σύνοδος των Υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, η οποία έλαβε χώρα το διήμερο 30 - 31 Μαΐου 2024, στην Πράγα της Τσεχίας, στο πλαίσιο της προετοιμασίας της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ, στην Ουάσινγκτον, τον Ιούλιο, ανέδειξε και νέους προσανατολισμούς του ΝΑΤΟ.
Παρότι δεν υπάρχει κοινό ανακοινωθέν, καθότι άτυπη και το ενδιαφέρον εστιάσθηκε στην Ουκρανία, μέσα από τις δηλώσεις του Γενικού Γραμματέα του ΝΑΤΟ, ανεδείχθηkαν οι νέες στρατηγικές επιδιώξεις του οργανισμού.
Πρώτον η Άπω Ανατολή. Η Κίνα, δηλώνει ότι ελέγχει αυστηρά τις εξαγωγές στρατιωτικού υλικού και δεν παρέχει κανενός είδους βοήθεια στην πολεμική προσπάθεια της Ρωσίας, παραμένοντας ουδέτερη. Ωστόσο στο ΝΑΤΟ υπάρχει διαφορετική ανάγνωση για τη στάση της.
Θεωρείται ότι παρέχει στη Ρωσία μεγάλες ποσότητες εξοπλισμού διπλής χρήσεως και υλικά υψηλής τεχνολογίας (ημιαγωγούς, μικροηλεκτρονικά κτλ), τα οποία ανήλθαν σε ποσοστό 90%, το τελευταίο έτος και της επέτρεψαν να κατασκευάσει σύγχρονο πολεμικό υλικό, το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποίησε εναντίον της Ουκρανίας.
Άρα η Κίνα συνιστά το θεμελιώδη παίκτη ο οποίος ενισχύει την πολεμική οικονομία της Ρωσίας, διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην παραγωγή πολεμικού υλικού και χωρίς αυτή δεν θα μπορούσε να διεξαγάγει τον πόλεμο στην Ουκρανία. Παράλληλα η Βόρεια Κορέα παρέχει μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών στη Ρωσία, διευκολύνοντάς την στη διεξαγωγή των επιχειρήσεων.
Το ΝΑΤΟ λοιπόν για τον προσδιορισμό των αντιπάλων, δεν θέτει πλέον μόνο το ζήτημα των συμμαχιών ή των εξαγωγών οπλικών συστημάτων, πυρομαχικών και γενικά στρατιωτικού υλικού, αλλά και τις εμπορικές συναλλαγές, ειδικά κρισίμων υλικών. Επίσης, θεωρεί ότι συμβαίνει στην Αν. Ασία επηρεάζει και την Ευρώπη και αντιστρόφως και ότι η ασφάλεια δεν είναι πλέον περιφερική, αλλά παγκόσμια. Συνεπώς υπάρχει σύνδεση της Ευρώπης με την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.
Στο πλαίσιο αυτό καλούνται στη Σύνοδο Κορυφής της Ουάσιγκτον, η Αυστραλία, η Ν. Ζηλανδία, η Ν. Κορέα και η Ιαπωνία. Φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά καθώς οι ΗΠΑ έχουν καταβάλει τεράστιες προσπάθειες να φέρουν κοντά τη Ν. Κορέα με την Ιαπωνία, με σχετική πρόοδο, τις οποίες ωστόσο χωρίζει μεγάλη απόσταση λόγω των ιαπωνικών εγκλημάτων πολέμου στην κορεατική χερσόνησο κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Φυσικά από το κάδρο δεν απουσιάζει και η Ινδία. Φαίνεται ότι η τριμερής συμμαχία των αγγλοσαξόνων AUKUS ( Αυστραλία, Ηνωμένο Βασίλειο και ΗΠΑ) στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, ότι δεν έχει τη δυναμική η οποία προβλήθηκε το 2021 με τη δημιουργία της και χρειάζεται κάτι ισχυρότερο και με σημαντικό βάθος, όπως είναι το ΝΑΤΟ, σε συνδυασμό με τις χώρες της Α. Ανατολής που αντιτίθενται στην Κίνα.
Όλα αυτά είναι πλήρως εναρμονισμένα με την Στρατηγική Αντίληψη της Συμμαχίας, όπου δηλώνεται με σαφήνεια: «Η περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού είναι πολύ σημαντική για το ΝΑΤΟ, καθώς οι εξελίξεις στην περιοχή επηρεάζουν άμεσα την Ευρω-Ατλαντική ασφάλεια. Έτσι θα ενισχυθεί ο διάλογος και η συνεργασία με παλαιούς αλλά και νέους εταίρους, για την αντιμέτωπη προκλήσεων που διατέμνουν και τις δύο περιοχές αλλά και κοινών συμφερόντων ασφαλείας».
Είναι ορατό πλέον ότι δεν μετατοπίζεται μόνο το κέντρο βάρους του στρατηγικού ενδιαφέροντος των ΗΠΑ προς την Άπω Ανατολή, αλλά συμπαρασύρει και τους Ευρωπαίους εταίρους, προς αυτή την κατεύθυνση.
Για την Ελλάδα θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού αν η Συμμαχία θα εξακολουθήσει να εστιάζει με ενδιαφέρον στα ζητήματα Βαλκανικής, Αιγαίου και Α. Μεσόγειου, που εκτείνονται βασικά τα εθνικά μας συμφέροντα ή θα εκχωρήσει τη διαχείριση αυτών σε κάποιον «εκπρόσωπο», ποιος θα είναι αυτός και ποια η στάση του προς την Ελλάδα ή θα κινηθεί προς μια επιφανειακή διευθέτηση για να «κλείσει» τα ζητήματα και να στραφεί προς την Άπω Ανατολή;
Δεύτερον, το ΝΑΤΟ έχοντας αναδείξει και αποδεχθεί, μέσω της Στρατηγικής Αντιλήψεως, ότι, «μια ισχυρή, ανεξάρτητη Ουκρανία είναι ζωτική για την σταθερότητα της Ευρω-Ατλαντικής περιοχής», κάνει το επόμενο βήμα, δηλαδή να καταστεί και επισήμως ο «χορηγός» της Ουκρανίας για τη διεξαγωγή του πολέμου.
Μερικές ημέρες πριν την άτυπη Σύνοδο ο Γενικός Γραμματέας είχε προβεί σε μια γενική αναφορά για χρηματοδότηση της Ουκρανίας, ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, σε βάθος πενταετίας, πλην όμως ήταν αρκετά ασαφής. Πλέον στο τραπέζι έχει τεθεί μια πολυετής οικονομική δέσμευση, κατ’ ελάχιστον ύψους 40 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως, χωρίς χρονική δέσμευση.
Αυτό θα επιτρέψει, σύμφωνα με τη συλλογιστική του ΝΑΤΟ, στην Ουκρανία να έχει δυνατότατα μεγαλύτερης πρόβλεψης, σχεδίασης και ανταπόκρισης στις συνθήκες του πεδίου. Στην πράξη όμως πρόκειται για την προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων, σε πιθανή εκλογή του Τραμπ, η οποία μάλλον είναι δύσκολο να δεσμεύσει τον «σίφουνα Τράμπ».
Επίσης θα απομονώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία βασικά παρεμβαίνει με οικονομική βοήθεια προς την Ουκρανία, καθώς οι περισσότερες χώρες του ΝΑΤΟ είναι και μέλη της, οπότε θα αναγκασθούν να διοχετεύσουν τους οικονομικούς τους πόρους, μέσω του ΝΑΤΟ. Δηλαδή τορπιλίζεται ευθέως η όποια προσπάθεια στρατηγικής αυτονομίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας σταθερός υποστηρικτής είναι η Ελλάδα.
Το καίριο όμως είναι, ότι το ΝΑΤΟ μέχρι τώρα είχε ένα ευρύ συντονιστικό ρόλο στην υποστήριξη της Ουκρανίας και κάθε κράτος μέλος συνεισέφερε σύμφωνα με την πολιτική, τις αποφάσεις και τις δυνατότητες του, άλλωστε το 99% του υλικού, προέρχεται από τις χώρες του. Πλέον οδεύουμε προς την υποχρεωτική συμμετοχή, με «δίκαιη κατανομή».
Αν αυτή θα πραγματοποιηθεί με βάση τα ποσοστά συμμετοχής (sharing key) ή με βάση το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (GDP) ή άλλο τρόπο, είναι στη φάση της διερευνήσεως. Όπως είναι αντιληπτό ότι κάτι τέτοιο θα έχει δυσκολίες να συμφωνηθεί, καθώς το σύνολο των μελών του ΝΑΤΟ, μπορεί να ασπάζεται τη άποψη ότι η ρωσική εισβολή είναι βάναυση, παράνομη και κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, πλην όμως ένας αριθμός κρατών διαφωνεί ή έχει επιφυλάξεις με την πολιτική της Ουκρανίας, των ΗΠΑ και αρκετών Ευρωπαϊκών χωρών, αρχής γενομένης τουλάχιστον από το 2008.
Είναι πρόδηλο ότι δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, από πλευράς ΝΑΤΟ, κάποια ειρηνευτική πρωτοβουλία παρότι εξαγγέλλονται τέτοιες από διάφορες κατευθύνσεις (Ουκρανία χωρίς συμμετοχή της Ρωσίας, Κίνας, Ρωσίας κτλ), χωρίς να υπεισέλθουμε στην ουσία αν είναι ουσιαστικές ή προσχηματικές.
Το ΝΑΤΟ, κινείται σε μια λογική συγκρούσεως μέχρι τέλους. Εφόσον εγκριθεί στην Ουάσινγκτον αυτή η πολιτική προς τρίτη χώρα, πρέπει να αποτελέσει προηγούμενο και κάθε χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, θα έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει τα ίσα και σαφώς περισσότερα και το ΝΑΤΟ δεν θα μπορεί να χρησιμοποιεί δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Η Ελλάδα, η μόνη χώρα μέλος του ΝΑΤΟ που αντιμετωπίζει απειλή πολέμου από άλλο μέλος, την Τουρκία, πρέπει να επιδιώξει να εξασφαλίσει αυτής τουλάχιστον της εκτάσεως την υποστήριξη και το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να στέκεται πίσω από το πρόσχημα της ομοφωνίας. Βέβαια αυτό δεν είναι εύκολο, πλην όμως είναι μια ανοιχτή πρόκληση.
Τρίτον, το ΝΑΤΟ αρχίζει να δείχνει ενδιαφέρον για τα θέματα εφαρμογής της Συμβάσεως για το Δίκαιο της Θαλάσσης του ΟΗΕ. Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ, απαντώντας σε ερώτηση της ανταποκριτού του CNN, πως βλέπει τι ρωσικές κινήσεις στη Βαλτική Θάλασσα και τις απαιτήσεις για επαναδιαπραγμάτευση των γραμμών εντός αυτής, δήλωσε ότι «Οποιεσδήποτε αλλαγές συνόρων, μονομερείς αλλαγές συνόρων, είναι παραβίαση του διεθνούς δικαίου και … φυσικά περιμένουμε από τη Ρωσία να συμμορφωθεί πλήρως….. ακόμη και όταν πρόκειται για θαλάσσια σύνορα. Επομένως, οποιαδήποτε μονομερής αλλαγή ή προσπάθεια αλλαγής συνόρων είναι απαράδεκτη και δεν πρέπει να συμβεί».
Η απάντηση προήλθε από ανάρτηση στην ιστοσελίδα του ρωσικού Υπουργείο Αμύνης, την 21 Μαΐου 2024, ενός σύντομου τεχνικού εγγράφου για επαναχάραξη των θαλασσίων συνόρων στη Βαλτική Θάλασσα. Το έγγραφο αποσύρθηκε την επομένη και ακολούθησε δήλωση του Κρεμλίνου ότι δεν υπάρχει πρόθεση για οποιαδήποτε αλλαγή, ωστόσο η ενέργεια προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από τις χώρες της περιοχής και εξακολουθεί να υπάρχει ανησυχία.
Η Ελλάδα μπορεί να διερευνήσει τη δυνατότητα στηρίξεως του ΝΑΤΟ, το οποίο πρέπει να πάψει να υιοθετεί τη στάση του επιτήδειου ουδέτερου, στην οριοθέτηση της ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας της Ελλάδος, καθώς αυτά αποτελούν το βασικό σημείο τριβής και αντιπαραθέσεως με την Τουρκία, αλλά και να αντιμετωπίσει τις αμφισβητήσεις της εθνικής κυριαρχίας με το πρόσχημα της «αποστρατικοποιήσεως» ή της ονομαστικής αναφοράς νήσων και βραχονησίδων .
Προφανώς τα παραπάνω αποτελούν ένα μικρό δείγμα των θεμάτων που θα απασχολήσουν τη Σύνοδο Κορυφής στην Ουάσινγκτον. Ένα είναι βέβαιο ότι αυτή η Σύνοδος θα λάβει χώρα κάτω από το πρίσμα του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία, αλλά και της συγκρούσεως μεγάλων δυνάμεων στο παγκόσμιο σύστημα. Ο στρατηγικός προσανατολισμός του ΝΑΤΟ φαίνεται σταδιακά να διευρύνεται και προς την Άπω Ανατολή.
Η Ελλάδα είναι απαραίτητο με τις κατάλληλες συμμαχίες εντός του ΝΑΤΟ να υποστηρίξει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα εθνικά της συμφέροντα, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου, από την περίοδο του οποίου έχουν αναδυθεί τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, ενώ η διεθνής τάξη με βάση κανόνες (rules based international order) αμφισβητείται και βάλλεται από διάφορες κατευθύνσεις, ενώ η στρατηγική αυτονομία της Ευρωπαϊκής Ενώσεως υπονομεύεται ευθέως.
Μέσα σε αυτό δύσκολο και ανταγωνιστικό πεδίο η Ελλάδα πρέπει να επανεξετάσει τη στρατηγική της και να την επαναπροσανατολίσει αν και όπου απαιτείται. Επίσης, εκμεταλλευόμενη τις ανάγκες της Συμμαχίας και αξιοποιώντας τις συνθήκες που έχουν δημιουργήσει οι πόλεμοι στην Ουκρανία και στη Γάζα, πρέπει να αναζητήσει διόδους και να στηρίξει την κατοχύρωση των εθνικών συμφερόντων της, με βάση το διεθνές δίκαιο. Αυτό αποτελεί μια μεγάλη εθνική πρόκληση, ενώπιον της οποίας όλοι οι εμπλεκόμενοι πρέπει να εργασθούν συντονισμένα και παραγωγικά.
*Ο Κωνσταντίνος Γκίνης είναι Στρατηγός ε.α.- Επίτιμος Α/ΓΕΣ.