Της Δρ. Μαρία Χρ. Αλβανού*
Ο τρόμος επέστρεψε στην Ευρώπη χτυπώντας την καρδιά της. Δεν γνωρίζουμε ακόμη με πλήρη βεβαιότητα αν το πλήρες σχέδιο της τρομοκρατικής δράσης έχει πραγματοποιηθεί ή βρισκόμαστε σε κάποιο στάδιο εξέλιξης του.
Επιχειρησιακά –όσο κι αν αυτό επαναλαμβάνεται ίσως μονότονα από τους ειδικούς, δυστυχώς είναι η εμπειρική πραγματικότητα– οι επιθέσεις αυτοκτονίας δεν αντιμετωπίζονται με τον συμβατικό τρόπο που έχουμε μάθει. Επίσης, οι βελγικές αρχές είναι από τις πλέον δραστήριες και κινητικές στον χώρο καταπολέμησης της τρομοκρατίας, με εμπειρία σε foreign fighters και τη ριζοσπαστικοποίηση. Δεν είναι όμως εύκολο να σταματήσεις έναν δράστη επίθεσης αυτοκτονίας, όταν έχει μπει ήδη σε επιχειρησιακή τροχιά. Ακόμη και αν εξουδετερωθεί προτού φτάσει στον στόχο που επιθυμούσε να χτυπήσει, μπορεί πάντα να προλάβει να πυροδοτήσει τον εκρηκτικό μηχανισμό και να επιφέρει ζημία υλική ή απώλεια ανθρώπων. Δεν υφίσταται ζήτημα κενού ασφαλείας με την έννοια ότι η πραγματικότητα μέχρι τώρα στις ευρωπαϊκές πόλεις δεν ήταν τέτοια που θα δικαιολογούσε (και θα μπορούσε να κάνει από τους πολίτες της ανεκτά) μέτρα που λαμβάνονται σε άλλες χώρες, όπως σημεία ελέγχου πριν την προσέγγιση με όχημα προς το αεροδρόμιο, έλεγχο στην είσοδο αεροδρομίων, σταθμών μετρό ακόμη και εμπορικών κέντρων. Η νέα πραγματικότητα (και ανάλογα και με τον βαθμό του πανικού που θα επικρατήσει) θα δείξει αν τέτοια μέτρα θα υιοθετηθούν πλέον και στην Ευρώπη. Χωρίς να απορρίπτει κάποιος την όποια αποτελεσματικότητα ή χρησιμότητα τους, η χάραξη της αντιτρομοκρατικής πολιτικής από εδώ και πέρα δεν θα πρέπει να παρεκκλίνει από την αρχή ότι η ασφάλεια που προκύπτει από παραβίαση ελευθεριών και δικαιωμάτων είναι μόνο φαινομενική. Είναι δύσκολο να το θυμάται αυτό κάποιος σε τέτοιες στιγμές, αλλά ακριβώς για τον λόγο αυτόν είναι και πολύ σημαντικό.
Ένα από τα σχόλια που ακούγονται έντονα αυτήν τη στιγμή αφορούν στο ζήτημα της Συρίας. Αναμφισβήτητα ο πόλεμος στη Συρία πρέπει να σταματήσει, για πολλούς λόγους, με πρώτιστο τον ανθρωπιστικό. Όμως η σύνδεση της παύσης του πολέμου με τη μείωση της τρομοκρατίας δεν είναι άμεση και είναι επιπόλαια μια τέτοια θεώρηση. Δεν λαμβάνουν χώρα οι επιθέσεις στην Ευρώπη λόγω του πολέμου στη Συρία με μια γραμμική σχέση. Η ισλαμιστική τρομοκρατία είχε κάνει την εμφάνιση της δεκαετίες πριν και δεν εξαρτάται αιτιολογικά από εστίες σύρραξης και κρίσης (όσο και αν αυτές διευκολύνουν τη δράση, τη στρατολόγηση μελών και την προπαγάνδα της). Ακόμη και αν ηττηθεί ο ισλαμικός στρατός, δεν εγγυάται κάτι την εξαφάνιση της τρομοκρατίας. Κάποτε πίστευαν πάρα πολλοί ότι το πρόσωπο της τρομοκρατίας ήταν ο Osama Bin Laden, του οποίου η εξολόθρευση θα έδινε απάντηση στη διεθνή απειλή. Ο Bin Laden εξοντώθηκε, η al - Qaeda έχασε την «πρωτοκαθεδρία» του τρόμου, αλλά η ισλαμιστική τρομοκρατία βρήκε άλλους εκφραστές και δράστες, το ίδιο –για κάποιους αναλυτές και περισσότερο– βίαιους, επιθετικούς και επικίνδυνους.
Η ισλαμιστική τρομοκρατία και η ριζοσπαστικοποίηση έχουν βαθιά κοινωνικά αίτια και θα πρέπει να μας απασχολήσει ιδιαίτερα το φαινόμενο δραστών που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα στην Ευρώπη, χωρίς να καταφέρουν να γίνουν κοινωνοί των αξιών και των ιδανικών της. Η αντιμετώπιση της τρομοκρατίας είναι μια διαδικασία «εσωτερική» και η εστία επιχειρησιακού κινδύνου βρίσκεται «εντός των πυλών», όσο κι αν η ιδεολογική ομπρέλα παρέχεται από το εξωτερικό. Επίσης η δομή της διεθνούς τρομοκρατίας που έχει τη μορφή δικτύου με μικρές ομάδες (cells) καθιστούν την εξουδετέρωση συγκεκριμένων δραστών σημαντική μεν επιτυχία που δεν κρίνει όμως τελειωτικά την έκβαση του αγώνα κατά της τρομοκρατίας.
Όπως πάντα, υπάρχει το ζήτημα του κινδύνου της ισλαμοφοβίας και ενοχοποίησης του θρησκευτικού συναισθήματος εκατομμυρίων ανθρώπων που είναι μουσουλμάνοι και ουδεμία σχέση έχουν με την τρομοκρατία. Δεν αποτελεί ευθύνη των πιστών η εγκληματική δράση ορισμένων εξτρεμιστών που καπηλεύονται και ερμηνεύουν τη θρησκευτική πίστη για να δικαιολογήσουν το μίσος και τις ανθρωποκτόνες επιθέσεις τους. Αντίθετα, σε συνεργασία με θρησκευτικές κοινότητες μέσα στην Ευρώπη πρέπει να λειτουργήσουν προγράμματα αποριζοσπαστικοποίησης, λαμβάνοντας υπ' όψιν τις διάφορες κουλτούρες που συνυπάρχουν σήμερα στην Ευρώπη.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν και οι πιθανοί κλυδωνισμοί της ενότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση που μπορεί να προκύψουν μετά από αυτό το χτύπημα. Κάθε κράτος ενδιαφέρεται πρώτιστα για την προστασία των δικών του πολιτών. Παρά την όποια συνεργασία που υφίσταται σε επίπεδο πληροφοριών (intelligence), καθίσταται σαφές ότι η ελευθερία κινήσεων που εξασφάλισε η Συνθήκη Schengen –ουσιαστικά κοινά σύνορα– χωρίς να υπάρχει η δομή ενός ενιαίου ευρωπαϊκού κράτους και αστυνομίας είναι αχίλλειος πτέρνα. Μένει να φανεί πόσο θα προχωρήσει η συνεργασία των αστυνομικών αρχών και αν τελικά μπορεί να επιβιώσει η ζώνη Schengen με αυτές τις συνθήκες.
Κάποιοι είχαν βαφτίσει το Παρίσι ως την ευρωπαϊκή 11η Σεπτεμβρίου. Σήμερα τον ίδιο χαρακτηρισμό διαβάζουμε για τις Βρυξέλλες. Δυστυχώς στο μέλλον μπορεί να έχουμε και άλλα τέτοια χτυπήματα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, οπότε πρέπει να ξεφύγουμε από τη λογική των οροσήμων. Ζούμε στην Ευρώπη ήδη μια νέα πραγματικότητα, που αρχίζει να μοιάζει με τις εμπειρίες των χωρών της Μέσης Ανατολής.
* Η Δρ. Μαρία Χρ. Αλβανού είναι εγκληματολόγος - ειδική σε θέματα τρομοκρατίας.