Την περασμένη Τρίτη υπογράφηκε συμφωνία οριοθέτησης των ΑΟΖ Ελλάδας – Ιταλίας, 43 χρόνια μετά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο χωρών. Αυτή η εξέλιξη είναι ιδιαίτερα σημαντική για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, καταδεικνύει (πρώτα με το μακεδονικό και τώρα με την Ιταλία) ότι η Ελλάδα έχει μπει σε μια φάση άσκησης πιο ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής η οποία ελπίζουμε, αν συνεχιστεί μεθοδικά με σωφροσύνη και λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες και τα νόμιμα συμφέροντα και των όμορων χωρών, ότι κάποια μέρα θα τακτοποιήσει όλα τα ανάλογα ζητήματα που μας ταλανίζουν στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ελπίδα του ελληνικού λαού είναι να δει κάποια μέρα μια λογική και εθνικά αξιοπρεπή συμφωνία με την Τουρκία, αν η χώρα αυτή σταδιακώς λογικευτεί. Δεύτερον, αποκαθιστά την θέση της Ελλάδας ως της χώρας η οποία δεν περιορίζεται μονάχα στην ρητορική περί προάσπισης του διεθνούς δικαίου, αλλά ενεργεί και δρα σύμφωνα με αυτό συνεργαζόμενη μάλιστα με μία από τις μείζονες χώρες της ΕΕ και της Μεσογείου.
Τα ελληνοτουρκικά βρίσκονται στην κορυφή του ενδιαφέροντος του πολιτικού διαλόγου και αυτό είναι απολύτως κατανοητό. Η Τουρκία έχει κλιμακώσει την ένταση τόσο στα χερσαία όσο και στα θαλάσσια σύνορά μας. Παρά την πεποίθηση της μεγάλης πλειοψηφίας των Ελλήνων ότι το διεθνές δίκαιο είναι σε όλα με το μέρος μας, μια μεγάλη μερίδα των συμπολιτών μας τάσσεται υπέρ μονομερών δράσεων στην εξωτερική πολιτική (όπως λ.χ. τη μονομερή κήρυξη ΑΟΖ, που ως γνωστόν, σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, δεν είναι δυνατή στην περίπτωση της Μεσογείου,καθώς υπάρχουν περισσότερα του ενός όμορα κράτη).
Επίσης, υπάρχουν και φωνές οι οποίες πιστεύουν στην ανάγκη μιας στρατιωτικής λύσης για τα προβλήματά μας με την Τουρκία. Αυτές οι φωνές παραβλέπουν τα σοβαρά προβλήματα που έχουμε ως χώρα στον τομέα της άμυνας και αγνοούν το γεγονός ότι σε περίπτωση θερμού επεισοδίου, κρίσης ή σύντομης πολεμικής αναμέτρησης θα καταρρεύσει η οικονομία μας, ιδίως ο τουρισμός, το χρηματοπιστωτικό σύστημα κλπ. και θα απειληθεί η πολιτική και κοινωνική συνοχή της χώρας, αλλά ίσως ακόμα και ακεραιότητά της.
Αντιθέτως, με το να διευθετήσουμε τα ζητήματα θαλασσίων ζωνών και τα λοιπά εκκρεμή προβλήματα με τους γείτονές μας, πιέζουμε διεθνώς και περιφερειακά την Τουρκία και υπάρχει πιθανότητα να την φέρουμε πιο κοντά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και του διαλόγου.
Προς τα πού πρέπει να κατευθυνθεί η ελληνική εξωτερική πολιτική μετά τη Συμφωνία Ελλάδας – Ιταλίας;
Από τη μία πλευρά, η Ελλάδα πρέπει, με αφορμή την συμφωνία, να εντείνει τις διαπραγματεύσεις με την Αίγυπτο και να επιδιώξει την επανέναρξή τους με την Αλβανία. Η Αίγυπτος αντιμετωπίζει ένα δίλημμα ασφαλείας εξαιτίας της τουρκικής παρουσίας στην Λιβύη, καθώς και της επικράτησης του Sarraj στο δυτικό τμήμα της χώρας. Αυτό αποτελεί την καταλληλότερη αφορμή για να πείσουμε την Αίγυπτο να εργαστούμε για μία συμφωνία, έστω και μερική. Αν το καταφέρουμε αυτό, τότε το τουρκολιβυκό Μνημόνιο Συνεργασίας θα δεχτεί ένα ισχυρό πλήγμα, καθώς διασπάται η συνέχεια των δύο υποτιθέμενων ΑΟΖ που προβλέπει το σύμφωνο. Η περίπτωση της Αλβανίας είναι διαφορετική. Η Αλβανία είναι σύμμαχος μας στο ΝΑΤΟ και με ευρωπαϊκή προοπτική. Γι΄αυτό θα πρέπει να την κάνουμε να κατανοήσει ότι θα πρέπει να εργαστεί μαζί μας, όπως η Ιταλία δηλαδή όπως μια ευρωπαϊκή χώρα. Ακολουθώντας την λογική αυτή, ήρθε η ώρα στο πλαίσιο και των ενταξιακών διαπραγματεύσεων Αλβανίας – ΕΕ και της μελλοντικής εταιρικής και συμμαχικής μας σχέσης, να τακτοποιήσουμε και το ζήτημα των θαλασσίων ζωνών Ελλάδας – Αλβανίας.
Ένα άλλο θέμα με το οποίο πρέπει κάποια στιγμή να ασχοληθούμε είναι και η επίλυση του λιβυκού προβλήματος με την προσέγγιση όλων των αντιμαχομένων και την συμβολή μας στην προσπάθεια να τους βάλουμε να συνεννοηθούν. Η κυβέρνηση Sarraj δεν θα πέσει και θα συνεχίσει να στηρίζεται πολιτικά από τον ΟΗΕ, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Είναι γνωστό, ότι η εν λόγω κυβέρνηση αποτελεί στενό σύμμαχο της Τουρκίας και ότι στους κόλπους της υπάρχουν ακραία ισλαμιστικά στοιχεία. Όμως πρέπει να επικρατήσει ο ρεαλισμός. Μπορούμε να έχουμε διαύλους επικοινωνίας τόσο με την Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας (al-Sarraj) όσο και με την Βουλή των Αντιπροσώπων η οποία στηρίζει τον Haftar και πρέπει να ζητήσουμε την παραπομπή της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών Ελλάδας – Λιβύης στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Εφόσον έχουμε προχωρήσει στα ανωτέρω, τότε θα μπορέσουμε να ξεκινήσουμε τον διάλογο με την Τουρκία, ενισχυμένοι πολιτικά και νομικά από τις οριοθετήσεις με Ιταλία, Αίγυπτο και Αλβανία και έχοντας ξεκινήσει τον διάλογο για την οριοθέτηση με την Λιβύη.
Τέλος, οφείλουμε να προχωρήσουμε και σε περαιτέρω ενέργειες: όπως επισημαίνει ο Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης, η οριοθέτηση μεταξύ Ελλάδας – Ιταλίας θα αποκτήσει ουσία όταν επεκτείνουμε την αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο, με κλείσιμο των κόλπων και ευθείες γραμμές βάσης. Το ίδιο πιστεύω προς πρέπει να γίνει και στην Κρήτη, αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Είναι καλύτερο να κάνουμε σταδιακά και μάλιστα μεγάλα βήματα, παρά να μιλάμε για κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα τα οποία εμπράκτως δεν ασκούμε.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ξανά την σημασία της οριοθέτησης μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας. Το ιστορικό αυτό γεγονός αποτελεί αφορμή και έμπνευση για αντίστοιχες διευθετήσεις και με τους υπόλοιπους γείτονές μας προωθώντας την σταθερότητα στην περιοχή, ιδιαίτερα σε περίπτωση που από την εμπειρία των άλλων χωρών διδαχτεί κάποια μέρα και η Τουρκία.
* Ο Γιώργος Μενεσιάν είναι διεθνολόγος.