Κάθε χρόνο οι δυο τελευταίες ημέρες του Ιανουαρίου, αντί να αποτελούν ευκαιρία απόδοσης τιμής στους τρεις νεκρούς των Ιμίων και κυρίως στιγμές περισυλλογής και αναστοχασμού για τα ελληνοτουρκικά, μετατρέπονται σε μια καθιερωμένη πια στείρα και θλιβερή αντιπαράθεση για το εάν στο επεισόδιο των Ιμίων η κυβέρνηση Σημίτη πρόδωσε την Ελλάδα ή εάν την έσωσε από μια στρατιωτική σύγκρουση και ήττα.
Τα γεγονότα των ημερών εκείνων πριν 25 χρόνια, έχουν αποκαλυφθεί και δημοσιοποιηθεί με μαρτυρίες των πρωταγωνιστών, με δημοσίευση απορρήτων εγγράφων κυρίως αμερικανικών, ώστε να μην υπάρχει πια περιθώριο για θεωρίες συνομωσίας που για μεγάλο διάστημα μετά το 1996 κυριάρχησαν και δηλητηρίασαν τον δημόσιο διάλογο.
Πλέον η συζήτηση και η αντιπαράθεση για το επεισόδιο των Ιμίων παίρνει ιδεολογικό χαρακτήρα, στερώντας έτσι την δυνατότητα αποκόμισης συμπερασμάτων από την ίδια την κρίση, τους λόγους που οδηγηθήκαμε σε αυτή, την διαχείρισή της διπλωματικά και επιχειρησιακά, αλλά και για την «κληρονομιά» που άφησε στην ελληνική εξωτερική πολιτική και στα ελληνοτουρκικά.
Το επεισόδιο των Ιμίων αποτέλεσε την πρώτη έμπρακτη αμφισβήτηση εδάφους και ελληνικής κυριαρχίας και έπιασε απροετοίμαστη την Ελλάδα όχι απλώς επειδή η χώρα ήταν πολιτικά σε μεταβατική περίοδο με την διαδοχή του Α. Παπανδρέου, αλλά επειδή μετά την κρίση του 1987 και το Νταβός είχαν δημιουργηθεί ψευδαισθήσεις ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έμπαιναν σε ένα «καλούπι» όπου η Ελλάδα θα είχε το στρατηγικό πλεονέκτημα, της συμμετοχής στην τότε ΕΟΚ.
Για τα Ίμια η ιστορία έχει γραφτεί και κρίνοντας από το αποτέλεσμα οι ευθύνες είναι τεράστιες για την τότε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, καθώς η διαχείριση της κρίσης οδήγησε τελικά στο γκριζάρισμα ελληνικού εδάφους. Για όποιον το αμφισβητεί αρκεί απλώς να αναζητήσει από πότε έχει να ανεβεί πόδι Έλληνα βοσκού ή ψαρά στα Ίμια, από πότε το ελληνικό λιμενικό έχει εμποδίσει τουρκικά σκάφη να πλησιάσουν σε ακτίνα έστω και 3 μιλίων από τις βραχονησίδες...
Προφανώς δεν ήταν στις προθέσεις της τότε ηγεσίας, η οδυνηρή για την χώρα κατάληξη της κρίσης των Ιμίων. Όμως η Ιστορία δεν γράφεται με «καλές προθέσεις».
Το ερώτημα που τίθεται από την μια πλευρά είναι ότι η «άλλη επιλογή θα ήταν πόλεμος με την Τουρκία...». Ο πόλεμος δεν πρέπει να είναι παρά η έσχατη επιλογή, όμως η επίκληση του φόβητρου του πολέμου δεν πρέπει να είναι το εύκολο άλλοθι, για την παραίτηση της κάθε πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας από την θεμελιώδη υποχρέωση της για υπεράσπιση της εθνικής ακεραιότητας και της εδαφικής κυριαρχίας της χώρας. Και βεβαίως δεν μπορεί να επιστρατεύεται το «φόβητρο του πολέμου», ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ για το ξέπλυμα των όποιων λανθασμένων χειρισμών…
Η δήλωση (που είχε και αυτοκριτική διάθεση) του Κ. Σημίτη ότι «αυτή είναι η Ελλάδα», αποτύπωσε την ηττοπαθή και μοιρολατρική αντίληψη ότι η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να αναπαράγει ένα μοντέλο παρακμής, κάτι που μπορεί να αποτελεί αντικείμενο στην συζήτηση καφενείου, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί «διαπίστωση» ηγετών οι οποίοι μάλιστα ανέλαβαν οι ίδιοι το βάρος του εκσυγχρονισμού της χώρας.
Βεβαίως η απάντηση σε αυτή την προσέγγιση δεν είναι εκείνη που υποστηρίζει σήμερα 25 χρόνια μετά, ότι εάν η Ελλάδα «πάταγε το κουμπί» θα είχε επιτύχει μια γρήγορη νίκη σε όλο το μέτωπο από την Θράκη έως την Κύπρο και θα έθετε έτσι σε νέα βάση τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Γιατί είναι γνωστό ότι όταν «πατηθεί το κουμπί» για μια γενικευμένη σύγκρουση, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το αποτέλεσμα.
Όμως η αντίληψη που κυριάρχησε τόσο στην διαχείριση του επεισοδίου των Ιμίων όσο και την αμέσως μετά περίοδο, ήταν ότι με ορισμένες παραχωρήσεις στην Τουρκία θα «έδεναν» την άλλη πλευρά σε μια πορεία διαλόγου, που με την εμπλοκή της Ε.Ε. θα κατέληγε τελικά σε μια οριστική επίλυση των ελληνοτουρκικών.
Η Συμφωνία της Μαδρίτης (1997) ήταν η επιβεβαίωση δυστυχώς των τραγικών χειρισμών της κρίσης των Ιμίων, καθώς η ελληνική κυβέρνηση έναν χρόνο μετά έσπευσε να αποδεχθεί αποφυγή από «μονομερείς ενέργειες», όταν η αναφορά αυτή παρέπεμπε ευθέως στο δικαίωμα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων και πρακτικά επικύρωνε με ελληνική «σφραγίδα» το τουρκικό casus belli. Και έσπευσε η Ελλάδα να αναγνωρίσει τα «ζωτικά και νόμιμα δικαιώματα» της Τουρκίας στο Αιγαίο στα οποία φυσικά η Τουρκία έδινε και συνεχίζει και σήμερα να δίνει εντελώς διαφορετική διάσταση από αυτή που προβλέπει το Δ. Δίκαιο.
Ακολούθησε το Ελσίνκι (1999) όπου με τους γνωστούς όρους συνδέθηκε η ευρωτουρκική σχέση με την επίλυση των «συνοριακών διαφορών» με κατάληξη στην παραπομπή στην Χάγη. Μια προβληματική πρόβλεψη, καθώς για την Τουρκία θα μπορούσε συνοριακή διαφορά να είναι και το θέμα των γκρίζων ζωνών τις οποίες είχε επιτύχει να κατοχυρώσει με το επεισόδιο των Ιμίων. Και κυρίως δεν υπήρχε καταληκτική προθεσμία, γιατί βεβαίως το 2004 προβλέπονταν η επανεξέταση από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της πορείας των ελληνοτουρκικών και όχι η υποχρέωση της Τουρκίας για παραπομπή των «διαφορών» στην Χάγη.
Από την στιγμή βεβαίως που το 1996 το βράδυ της 31ης Ιανουαρίου η τότε ελληνική κυβέρνηση, που με βασική και στρατηγική προτεραιότητα της, την είσοδο της Ελλάδας στην ζώνη του ευρώ, είχε κάνει την επιλογή της, όλα τα υπόλοιπα ήταν προδιαγεγραμμένα.
Ακολούθησε η σταδιακή ανατροπή της στρατιωτικής ισορροπίας των δυνάμεων με την ψευδαίσθηση του «μερίσματος ειρήνης» που θα έφερνε η ελληνοτουρκική συμφιλίωση και η μείωση των εξοπλισμών η οποία τελικά έγινε μόνο από την Ελλάδα αφήνοντάς το πεδίο ελεύθερο στην Τουρκία.
Στα 25 αυτά χρόνια κυριαρχεί ο μιθριδατισμός στα ελληνοτουρκικά μέχρι που φθάσαμε στο 2017 όπου ο κ. Ερντογάν επισκεπτόμενος την Αθήνα επιβεβαίωσε την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λοζάνης και το 2019 με την έμπρακτη εφαρμογή του δόγματος της Γαλάζιας Πατρίδας, επιχειρείται η ανατροπή της γεωγραφίας εις βάρος της Ελλάδας.
Και δυστυχώς διαπιστώνεται ακόμη και σήμερα, σε ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού φάσματος. Κάτι που είναι εύκολο να το δει κανείς με την αρθρογραφία και τις δηλώσεις που θεωρούν ότι επειδή ξεκίνησαν οι διερευνητικές πρέπει λίγο πολύ να «ρίξουμε τα τείχη» και να αγκαλιαστούμε και να γιορτάσουμε με την Τουρκία.
25 χρόνια μετά, η θλιβερή και επώδυνη επέτειος του επεισοδίου των Ιμίων δυστυχώς δείχνει ότι λίγα έχουν αλλάξει από τον Ιανουάριο του 1996, στο πως βλέπουμε στο πως διαβάζουμε και στο πως αντιμετωπίζουμε την Τουρκία.
Η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής δεν γίνεται ούτε με δογματισμούς, ούτε με φανατισμούς, ούτε με ιδεοληψίες, ούτε με ιδεασμούς του «όλοι αδέλφια είμαστε».
Και αυτό πρέπει να αλλάξει. Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο...