Το πόρισμα για την Αγχίαλο και την καταστροφή στην αποθήκη πυρομαχικών γεννά περισσότερα ερωτήματα απ’ όσες απαντήσεις επιχειρεί να δώσει.
Κάνει λόγο για «πλημμελή καθαρισμό» στο επικλινές και δύσβατο βόρειο μέρος του στρατοπέδου όπου έφτασε η φωτιά, καθώς και για «πολύ μικρή αντιπυρική ζώνη πέριξ των αποθηκών».
Καταρχάς, σε τόσο σημαντικές στρατιωτικές υποδομές, δε νοείται ο όρος «δύσβατο» ως αιτιολογία για ζητήματα που άπτονται της ασφάλειας του στρατοπέδου. Ακόμη και αν το συγκεκριμένο σημείο, λόγω του δυσπρόσιτου του εδάφους, δεν προσφέρεται για καθαρισμό με μηχανικά μέσα, (μπουλντόζες, κλπ), όπως μάλλον φαίνεται να συνέβη σε όλη την υπόλοιπη επίπεδη έκταση του στρατοπέδου, έπρεπε στο μη βατό σημείο να χρησιμοποιηθεί το προσωπικό που στελεχώνει την 111 Πτέρυγα Μάχης.
Ένα πρώτο επομένως ερώτημα είναι κατά πόσο αυτός ο «πλημμελής καθαρισμός» για τον οποίο μιλά το πόρισμα, αφορά απλώς σε αμέλεια της διοίκησης ή και στο γεγονός ότι υπήρχε έλλειψη προσωπικού (ή δυνατότητα εξασφάλισής του) επειδή ενδεχομένως η συγκεκριμένη μονάδα, παρ’ ότι στρατηγικής σημασίας, είναι υποστελεχωμένη;
Επιπλέον, εάν το πρόβλημα του δυσπρόσιτου εδάφους είναι όντως σήμερα υπαρκτό και αξεπέραστο, τότε, μήπως το πάθημα με την πυρκαγιά πρέπει να μας γίνει μάθημα, ώστε να εξαλειφθεί με τη δημιουργία προσβάσεων ή άλλες λύσεις;
Ένα δεύτερο ερώτημα αφορά στη διαπίστωση περί «μικρής αντιπυρικής ζώνης». Αφορά μόνο αυτήν που βρίσκεται εντός της μονάδας ή και εκτός; Αναφέρεται δηλαδή μόνο στην αντιπυρική ζώνη πέριξ των αποθηκών όπου φυλάσσονται τα πυρομαχικά και πέριξ του υπέργειου χώρου εναπόθεσής τους ή και σε εκείνη που περιβάλλει ολόκληρο το στρατόπεδο, πλάτους μόνο 4-5 μέτρων, η οποία χρησιμοποιείται και ως δρόμος για το εποχούμενο περίπολο, περιμετρικά της μονάδας; Και εμπάσει περιπτώσει σε ό,τι και να αναφέρεται το πόρισμα, απαιτείται άμεση βελτίωση, ειδάλλως ενέχεται ο κίνδυνος επανάληψης του συμβάντος. Μετά το πάθημα, η αντιπυρική αυτή ζώνη πρέπει να επεκταθεί. Είναι εφικτό; Αν όχι, γιατί;
Και εδώ ακριβώς έρχεται και το τρίτο ερώτημα που συνδέεται με το προηγούμενο. Ο περιβάλλον χώρος του στρατοπέδου, δηλαδή αυτός που γειτνιάζει με την περιορισμένου πλάτους αντιπυρική ζώνη των 4 - 5 μέτρων, δεν ανήκει στην Πολεμική Αεροπορία. Αφορά ιδιωτικές εκτάσεις, που δεν έχουν απαλλοτριωθεί από το Δημόσιο παρ’ ότι γειτνιάζουν με κρίσιμες στρατιωτικές υποδομές.
Και εντός τους έχουν αναπτυχθεί καλλιέργειες, γεωργικές δραστηριότητες, ακόμη και εγκαταστάσεις που γειτνιάζουν με οικιστικές περιοχές. Έτσι, οι δρόμοι που έχουν σχεδιαστεί εξωτερικά της περιμέτρου, για τις εποχούμενες περιπόλους και για να κρατούν σε απόσταση την πυρκαγιά, εφάπτονται περιβολιών και αγροτικών εκτάσεων. Στο πόρισμα δε γίνεται η παραμικρή αναφορά στην ανάγκη απαλλοτρίωσης των αγροτικών αυτών εκτάσεων που περιβάλλουν την 111 Πτέρυγα Μάχης.
Είναι ένα ζήτημα κοινό για πάρα πολλές στρατιωτικές υποδομές της χώρας για το οποίο μέχρι σήμερα δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη. Ένα από τα αδύνατα σημεία που προφανώς πρέπει να αλλάξει στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αναθεώρησης των συνθηκών ασφαλείας.
Έτερο ερώτημα αφορά το γεγονός που αναγνωρίζει και το ίδιο το πόρισμα ότι οι εκρήξεις αφορούσαν βόμβες οι οποίες φυλάσσονταν σε υπέργειες εγκαταστάσεις. «Οι εν λόγω κλίνες είναι σύμφωνες με τα διεθνή πρότυπα και περιείχαν αποκλειστικά Βόμβες Γενικής Χρήσης, όπως προβλέπεται από τα εγχειρίδια και τις προδιαγραφές του κατασκευαστή», αναφέρεται χαρακτηριστικά. Αλλά η υπέργεια φύλαξή τους, παρ’ ότι έγινε σύμφωνα με τις προδιαγραφές του κατασκευαστή, εντούτοις αποδείχθηκε ευάλωτη στην ένταση της πυρκαγιάς, συνδυαστικά με τις παραπάνω παραλείψεις.
Το κυριότερο όμως ερώτημα είναι το πέμπτο, και αφορά το τι πραγματικά συνέβη στην Αγχίαλο, καθώς έχουμε τη μισή εικόνα. Διότι απουσιάζει η άποψη της Πυροσβεστικής. Το πόρισμα μας ενημερώνει ότι η φωτιά ήταν έντονη, ότι σε συνδυασμό με τον στροβιλισμό της και την ταχύτητα του ανέμου, κινήθηκε γρήγορα προς τον χώρο των πυρομαχικών, ανέπτυξε υψηλό θερμικό φορτίο και πως κατέφθασαν πυροσβεστικά οχήματα της 111 Πτέρυγας Μάχης, που επιχείρησαν από κοινού με οχήματα της Πυροσβεστικής, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε τη δική της εκδοχή των πραγμάτων.
Πώς πλησίασε η πυρκαγιά το στρατόπεδο; Τι μέσα χρησιμοποίησε η Πυροσβεστική για να την ανασχέσει; Πώς συνεργάστηκε με τη διοίκηση της μονάδας; Κατά πόσο εκτίμησε σωστά ή λάθος τον κίνδυνο της πυρκαγιάς που μαίνονταν στην περιοχή ως προς την ασφάλεια των στρατιωτικών εγκαταστάσεων; Τίποτα από αυτά δε γνωρίζουμε, διότι πολύ απλά δεν έχουμε δει το πόρισμα της Πυροσβεστικής, το οποίο υποθέτω ότι θα έχει ήδη διαταχθεί να γίνει. Σε ανάλογα συμβάντα, πάντα, συντάσσονται πορίσματα και από τις δύο πλευρές, προκειμένου να διασταυρωθούν οι εκτιμήσεις για τα αίτια, να αποδειχθεί τι πήγε λάθος, και γενικότερα να αποφευχθεί η επανάληψη τους στο μέλλον.
Συμπέρασμα: Ασφαλώς και δε θα περίμενε κανείς από μια ΕΔΕ των Ενόπλων Δυνάμεων να ενημερωθεί η κοινή γνώμη για ζητήματα που άπτονται του απορρήτου, όπως για την έκταση της ζημιάς και το είδος των πυρομαχικών που καταστράφηκαν, πέραν της γενικόλογης αναφοράς για βόμβες γενικής χρήσης. Μια τέτοια απαίτηση είναι παράλογη.
Είναι απαραίτητο ωστόσο το συμβάν να αποτελέσει το έναυσμα για βελτίωση. Ναι μεν το πόρισμα (δηλαδή το τμήμα το οποίο δημοσιοποιήθηκε) επισημαίνει τις ελλείψεις που αφορούν στο συγκεκριμένο στρατόπεδο μιλώντας για απόδοση ευθυνών, ωστόσο αφήνει αναπάντητα πολλά κρίσιμα ερωτήματα. Και κυρίως δε βάζει στο πόρισμα τις βάσεις για μια σχολαστική αναθεώρηση των πρωτοκόλλων στις εγκαταστάσεις των Ενόπλων Δυνάμεων, αναδεικνύοντας τις δομικές αδυναμίες (όπως π.χ. το θέμα των απαλλοτριώσεων) και την ανάγκη προσαρμογής στις απαιτήσεις της κλιματικής κρίσης. Δε στέλνει με άλλα λόγια το μήνυμα ότι χρειάζεται μια νέα κουλτούρα ασφάλειας σε όλα τα επίπεδα.
*Ο Φαίδων Καραϊωσηφίδης είναι αεροναυπηγός και εκδότης του περιοδικού ΠΤΗΣΗ