Εν μέσω απειλών και εκβιασμών της Άγκυρας, το Βερολίνο συνεχίζει να παίζει ένα επικίνδυνο παιγνίδι που απειλεί να μετατρέψει τον Ταγιπ Ερντογάν σε ρυθμιστή των ισορροπιών και συσχετισμών όχι μόνο στο ΝΑΤΟ στο οποίο συμμετέχει με δικαίωμα βέτο η Τουρκία αλλά και της ίδιας της ΕΕ της οποίας είναι υποψήφιο μέλος με μηδαμινές πιθανότητες να καταστεί πλήρες μέλος.
Στο χθεσινό Συμβούλιο Υπουργών στις Βρυξέλλες ο Γερμανός ΥΠΕΞ κρατήθηκε στο παρασκήνιο αφήνοντας την Ιταλία να παίξει τον ρόλο του «κακού» απέναντι στην Αθήνα και στην Λευκωσία, καθώς ο Ιταλός ΥΠΕΞ εμφανίστηκε ως υπέρμαχος των τουρκικών συμφερόντων και θέσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ιταλία όχι μόνο ηγήθηκε της προσπάθειας απόρριψης των προτάσεων για κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας αλλά διαφώνησε ακόμη και για στοιχειώδεις κινήσεις που θα έσωζαν την αξιοπρέπεια και την αξιοπιστία της ΕΕ.
Η Ιταλία έσπευσε να απορρίψει τις εντελώς μετριοπαθείς προτάσεις για «γεωγραφική επέκταση» των υπαρχόντων κυρώσεων εις βάρος της Τουρκίας και σε περιπτώσεις προσώπων και εταιριών που ενέχονται σε παράνομές δραστηριότητες πέραν της Κυπριακής ΑΟΖ και στην Ανατολική Μεσόγειο συνολικά (ώστε να καλύπτουν και τις παράνομες δραστηριότητες στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα), αλλά αντέδρασαν και στην εντελώς δικαιολογημένη και νομιμοποιημένη απαίτηση της Κύπρου για διεύρυνση των κυρώσεων σε μερικά ακόμη πρόσωπα και εταιρίες της Τουρκίας.
Και εάν το επιχείρημα των Γερμανών για την Ελλάδα είναι ότι το Oruc Reis αποσύρθηκε από την ελληνική υφαλοκρηπίδα, για την Κύπρο φυσικά το γεγονός ότι το Barbaros συνεχίζει να πραγματοποιεί παράνομες έρευνες στην Κυπριακή ΑΟΖ εκθέτει όσους υπονομεύουν την διεύρυνση και σκλήρυνση των κυρώσεων εναντίον της Τουρκίας. Καθώς οι κινήσεις αυτές απλώς δίνουν μηνύματα ανοχής και ενθαρρύνουν τον αναθεωρητισμό της Τουρκίας και τον Νεοθωμανικό ιμπεριαλισμό του Ταγιπ Ερντογάν.
Οι Γερμανοί είναι προφανές ότι αναλόγως των εξελίξεων είτε θα προσφέρουν κάτι από αυτά που σήμερα απορρίπτουν οι «λαγοί» Ιταλοί, είτε θα προβάλουν ως προσφορά κάτι που είναι αυτονόητο (όπως η επανάληψη της απόφασης του Οκτωβρίου, με «απειλή» για επιβολή μέτρων σε περίπτωση νέας υποτροπής της Τουρκίας), είτε θα συνδέσουν την οποιαδήποτε προοπτική κυρώσεων με την έκβαση ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου στο «καλούπι» που επιδιώκει και προτείνει η Άγκυρα. Έναν διάλογο εφ' όλης τη ύλης και επι όλου του φάσματος των τουρκικών διεκδικήσεων εις βάρος της χώρας μας.
Η Γερμανία όμως είναι εκτεθειμένη για το ακόμη πιο σοβαρό θέμα αυτό της πώλησης εξοπλισμών στην Τουρκία. Στις 14 Οκτωβρίου 2019 το Συμβούλιο Υπουργών ανέφερε στην απόφαση του:
«Τα κράτη μέλη δεσμεύονται να υιοθετήσουν ισχυρές εθνικές θέσεις όσον αφορά την πολιτική τους για τις εξαγωγές όπλων στην Τουρκία με βάση τις διατάξεις της κοινής θέσης 2008/944/ΚΕΠΠΑ για τον έλεγχο των εξαγωγών όπλων, συμπεριλαμβανομένης της αυστηρής εφαρμογής του κριτηρίου 4 για την περιφερειακή σταθερότητα...».
Για την απόφαση αυτή υπήρχε συγκεκριμένη νομική βάση η οποία είναι δεσμευτική για όλα τα κράτη μέλη καθώς αφορά την ΚΟΙΝΗ ΘΕΣΗ 2008/944/ΚΕΠΠΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 8ης Δεκεμβρίου 2008 για τον καθορισμό κοινών κανόνων που διέπουν τον έλεγχο των εξαγωγών στρατιωτικής τεχνολογίας και εξοπλισμού.
Η Κοινή Θέση αφού διακηρύσσει την αποφασιστικότητα των κρατών μελών να μην εξάγουν οπλικά συστήματα που μπορεί να χρησιμοποιήσουν είτε για εσωτερική καταστολή ή διεθνείς επιθετικές ενέργειες ή να συμβάλουν σε περιφερειακή αποσταθεροποίηση, θέτει και μια σειρά συγκεκριμένους όρους. Άδειες εξαγωγής δεν θα πρέπει να χορηγούνται εάν αντιτίθενται στην «διασφάλιση περιφερειακής ειρήνης ασφάλειας και σταθερότητας. Τα κράτη μέλη δεν χορηγούν άδεια εξαγωγής, εφόσον υπάρχει σαφής κίνδυνος ο επίδοξος αποδέκτης να χρησιμοποιήσει την προς εξαγωγή στρατιωτική τεχνολογία ή τον εξοπλισμό επιθετικά έναντι άλλης χώρας ή για να υποστηρίξει διά της βίας εδαφικές διεκδικήσεις έναντι γειτονικής χώρας.
Σε άλλο άρθρο καλούνται τα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη την ενδεχόμενη επίδραση της προς εξαγωγή στρατιωτικής τεχνολογίας και εξοπλισμού στα «συμφέροντα άμυνας και ασφάλειας των ιδίων καθώς και άλλων κρατών μελών και των φίλιων και συμμάχων χωρών, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι αυτός ο παράγοντας δεν επηρεάζει την εφαρμογή των κριτηρίων που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη διασφάλιση της περιφερειακής ειρήνης, ασφάλειας και σταθερότητας».
Και επίσης τον «κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί η στρατιωτική τεχνολογία ή ο εξοπλισμός κατά των δυνάμεών τους ή των δυνάμεων άλλων κρατών μελών και των φίλιων και συμμάχων χωρών».
Είναι προφανές ότι το Βερολίνο και η κ. Μέρκελ θα έχουν να απαντήσουν σε πολλά ερωτήματα και έναντι της ΕΕ αλλά κυρίως απέναντι στην ίδια τη Ιστορία ,εάν επιμείνουν στην επιλογή της στήριξης με κάθε τρόπο της Τουρκίας. Και θα είναι υπόλογοι όταν θα κληθούν να απαντήσουν όχι μόνο γιατί δεν συνέβαλλαν στην διαμόρφωση μιας ευρωπαϊκής αποτρεπτικής πολιτικής στον νεοθωμανικό ιμπεριαλισμό του Τ. Ερντογάν, αλλά γιατί συνέβαλαν απροκάλυπτα και συνειδητά στην ενίσχυση του ώστε να είναι σε θέση να επιτεθεί σε κράτη μέλη χρησιμοποιώντας τους παράνομους γερμανικούς εξοπλισμούς. Όπως είναι η πώληση των 6 γερμανικών υποβρυχίων Τύπου 214 στην Τουρκία.