Η περίοδος «μη κρίσης» που χαρακτήρισε τους τελευταίους μήνες του 2021 στα ελληνοτουρκικά, κάθε άλλο πρέπει να οδηγεί σε εφησυχασμό και επανάπαυση καθώς η Τουρκία εισέρχεται σε προεκλογική χρονιά εν μέσω βαθιάς κρίσης, επιμένει σε μια ηγεμονική αντίληψη έναντι των γειτόνων και διευρύνει το πλαίσιο των διεκδικήσεων έναντι της Ελλάδας, το οποίο καθίσταται πλέον εθνική πολιτική της Τουρκίας.
Η ρευστότητα στο διεθνές σκηνικό, η αντιπαλότητα των Μεγάλων Δυνάμεων που εκδηλώνεται και στην περιοχή μας, η απουσία ισχυρής Παγκόσμιας Τάξης δίνει την ευκαιρία σε παράγοντες όπως η Τουρκία του Ταγιπ Ερντογάν να διεκδικούν ολο και περισσότερο «χώρο» και ανατροπή του status quo, με τρόπο που λειτουργεί αποσταθεροποιητικά και δημιουργεί κινδύνους για την ειρήνη .
Ο Ταγίπ Ερντογάν μετά από μια εικοσαετή θητεία στο τιμόνι της χώρας του, ενώ ετοιμάζεται να δρέψει τους καρπούς μιας αμφιλεγόμενης αλλά σαρωτικής πορείας, προβάλλοντας το όραμα της πανίσχυρης Τουρκίας περιφερειακής και «παγκόσμιας» δύναμης, βλέπει για πρώτη φορά να απειλείται ευθέως όχι από τις «ξένες δυνάμεις» ή «αόρατους εχθρούς» αλλά από τους ίδιους τους ψηφοφόρους που σε πολλαπλές εκλογές του έδιναν πλειοψηφίες άνω του 50%.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι παρά τα «κόλπα» με την λίρα, δεν βγαίνουν πια «λαγοί από το καπέλο» και τα κόμματα της αντιπολίτευσης πλέον συγκεντρώνουν μεγαλύτερα ποσοστά από ότι το ΑΚΡ και ο σύμμαχος του Μπαχτσελί, καθώς η λαϊκή δυσαρέσκεια δεν κάμπτεται με τις υπεραισιόδοξες προβλέψεις και τις διαβεβαιώσεις ότι θα «πατάξει» τον πληθωρισμό και «όλα θα είναι καλά» την επόμενη χρονιά. Ο κ. Ερντογάν δεν είναι φυσικά παίκτης που σηκώνει εύκολα λευκή σημαία ,ούτε και τώρα θα το πράξει αυτό. Θα δώσει την μάχη με κάθε μέσο που έχει και αυτά είναι πολλά στα χέρια ενός καθεστώτος, που δεν ενδιαφέρεται και ιδιαίτερα για τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοκρατικών αρχών.
Το στοίχημα του είναι η οικονομία, αλλά και η επίδειξη ενός ισχυρού διεθνους προφίλ της Τουρκίας η οποία όχι μόνο θα έχει λόγο στα παγκόσμια πράγματα, αλλά πρωτίστως κάνει «κουμάντο» στην γειτονιά της και συγχρόνως θα συνδέει την επέκταση της πολιτικής με την οικονομική επιρροή της σε περιοχές όπως η Ασία και η Αφρική.
Η Τουρκία παρά το γεγονός ότι υποχρεώνεται από τις συνθήκες να κάνει κινήσεις συμβιβασμού με παραδοσιακούς αντιπάλους, επιμένει στην πολιτική επίδειξης ισχύος έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου.
Και εάν με την Κύπρο το μεγάλο αγκάθι είναι συγκεκριμένο, το Κυπριακό, με την Ελλάδα είναι πλέον προφανές ότι η Τουρκία επιδιώκει να επιβάλει τον δικό της «Νόμο» και να αποσπάσει οφέλη ακόμη και εδαφικά πριν ακόμη καν ξεκινήσει μια ουσιαστική διαπραγμάτευση μεταξύ των δυο πλευρών.
Η Τουρκία περισσότερο από ποτέ δείχνει ότι ασφυκτιά με την «γεωγραφία» και τα σύνορα της Λωζάννης, η αλλαγή των οποίων όμως δεν μπορεί να γίνει με άλλο τρόπο, παρά είτε με την οικειοθελή παράδοση της μιας πλευράς στην άλλη, είτε με πόλεμο.
Για την Ελλάδα παρά τις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν ήδη από την εποχή του Ελσίνκι (1999) με το κεμαλικό τότε καθεστώς, και κυρίως στην πρώτη δεκαετία της διακυβέρνησης Ερντογάν, είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι δεν μπορεί να υπάρξει ούτε στο ελάχιστο παραχώρηση κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων, στον βωμό μιας υποτιθέμενης «μακράς ειρήνης» με την Τουρκία.
Οι προσπάθειες με τις διερευνητικές δεν έχουν οδηγήσει πουθενά ,αντιθέτως εχουν φορτωθεί με θέματα που εμποδίζουν κάθε ειλικρινή προσπάθεια. Σε ανώτατο επίπεδο συνεχίζει να υπάρχει η καχυποψία και η τουλάχιστον ψυχρή σχέση μεταξυ Μητσοτάκη -Ερντογάν που εμποδίζει επισης την ύπαρξη σοβαρών διαύλων επικοινωνίας . Και προς το παρόν άλλα «εργαλεία» δεν φαίνεται να υπάρχουν …
Η Τουρκία είναι σαφές ότι επιδιώκει τουλάχιστον να ακρωτηριάσει κάθε φιλοδοξία της Ελλάδας για άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της. Εξάλλου η «μη ένταση» έχει «αγοραστεί» ακριβά από την Ελλάδα, καθώς πρακτικά έχουν ανασταλεί ακόμη και επιστημονικές έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα της Ανατολικής Μεσογείου λόγω των τουρκικών απειλών, με πιο χαρακτηριστικό δείγμα την περίπτωση του Nautical Geo το οποίο παρενοχλήθηκε όταν επιχείρησε να κάνει απλές έρευνες αποτύπωσης του βυθού εκτός ελληνικών χωρικών υδάτων επι της μη οριοθετημένης ελληνικής υφαλοκρηπίδας ανατολικά της Σητείας, έρευνες που έκτοτε δεν έχουν επαναληφθεί και κυρίως δεν έχουν προγραμματισθεί ούτε για ολόκληρη την διαδρομή που θα ακολουθήσει ο East Med ,μεταξύ της Κρήτης και της Κυπρου..
Οι τελευταίες δηλώσεις Τσαβούσογλου και Ακάρ με εμμονή στο θέμα της αποστρατικοποίησης των νησιών του Αιγαίου ,που αυθαίρετα συνδέεται με την ελληνική κυριαρχία επι των νησιών και η καθημερνή σχεδόν επίδειξη …ενδιαφέροντος από τούρκους αξιωματούχους για την ευημερία του ελληνικού λαού ,που θα «πληρώσει πανάκριβους εξοπλισμούς» ,δείχνουν ότι η Τουρκία θέλει να εξασφαλίσει την πλήρη φιλανδοποίηση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου , οπου θα έχει καλυμμένα τα νώτα της έναντι ενός αφοπλισμένου γείτονα ο οποίος απλώς θα δέχεται τις προσταγές της Άγκυρας. Και επίσης δείχνει πόσο προβληματίζουν την τουρκική πλευρά οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού και αναβάθμισης της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος, που πλέον δεν θα αφήνουν «ελεύθερο γήπεδο» στον τουρκικό επεκτατισμό.
Όμως με την ίδια συζήτηση, επιχειρείται να ανοίξει εμμέσως και παλι θέμα αναθεώρησης («επικαιροποίησης» όπως το αποκαλούν οι Τουρκοι) της Συνθήκης της Λωζάννης το οποίο αν και επισήμως έχει αποσυρθεί από τις ομιλίες του Τ. Ερντογάν ,παραμένει στην ατζέντα της τουρκικής ηγεσίας.
Ο Υπουργός Αμυνας Χ. Ακαρ κατήγγειλε προχθές την Ελλάδα ότι παραβιάζει την Λωζάννη, ενώ ο κ.Τσαβούσογλου ήταν ακόμη πιο σαφής. Στην συνέντευξη του στον τηλεοπτικό σταθμό TV24 αφου έθεσε θέμα κυριαρχίας των νησιών που δεν είναι αποστρατικοποιημένα, πρόσθεσε ότι η Ελλάδα εφόσον παραβιάζει την Λωζάννη, δεν μπορεί να την επικαλείται ούτε να κάνει πως «πανικοβάλλεται όταν υπάρχει συζήτηση στην Τουρκία για «επικαιροποίηση» της Λωζάννης», σπεύδοντας να διευκρινήσεις ότι ο ίδιος «δεν εννοεί με αυτή την δήλωση ότι πρέπει να γίνει αυτή η επικαιροποίηση..».