Η ανδρεία και η τόλμη δύο σχεδόν αμούστακων παλληκαριών, οι γνώσεις τους για την περιοχή και για την Ακρόπολη από τα μαθητικά τους χρόνια και μια ρωγμή αρκετά χαμηλά στον βράχο που οδηγούσε στην κορυφή του λόφου, συνέθεσαν ένα ηρωικό γεγονός της σύγχρονης ιστορίας μας. Την νύκτα της 30ής προς 31η Μαΐου 1941, ο Μανόλης Γλέζος και ο Μανόλης Σάντας κατέβασαν τη γερμανική σημαία με τη σβάστικα από τον ιστό και την πέταξαν σε βάραθρο. Διακινδύνευσαν τη ζωή τους για να ταπεινώσουν τον κατακτητή και το πέτυχαν.
Οι δυο νέοι έκαναν γνωστό το κατόρθωμά τους το 1945, αλλά λόγω των δύσκολων χρόνων για την Ελλάδα που ακολούθησαν, δεν έκαναν ιδιαίτερη κουβέντα για το θέμα της σημαίας. Όταν άρχισε και πάλι να συζητείται ευρέως, σχεδόν μισό αιώνα από τότε που συνέβη, πολλές λεπτομέρειες ξεχάστηκαν. Επί παραδείγματι, από ποιο σπήλαιο ανέβηκαν για να φτάσουν επάνω στην Ακρόπολη; Ο Μανόλης Γλέζος δεν ήταν σίγουρος.
Έρχεται όμως η επιστήμη και ρίχνει φως. Ο Μανόλης Κορρές, ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ και πρόεδρος της Επιτροπής Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως, ο άνθρωπος που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη μελέτη της Ακρόπολης, έδωσε τις προηγούμενες ημέρες δύο διαλέξεις με τίτλο «Ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη». Στην πρώτη από αυτές, προσδιόρισε και το άνοιγμα από το οποίο εισήλθαν και έφυγαν οι Γλέζος και Σάντας.
Ο κ. Κορρές ανέφερε πως κάποτε η Αττική ήταν θάλασσα, και, πριν από 1-2 εκατ χρόνια, Ο Ιερός Βράχος ήταν βραχονησίδα. Οι κυματισμοί, όπως και η φύση του υλικού δημιούργησαν ρωγμές και σπήλαια. Κάποιες ρωγμές εξελίχθηκαν και πριν από πολλά εκατομμύρια χρόνια. Έτσι, στα βόρεια, λανθάνει πίσω από τον βράχο εσωτερικό χάσμα. Το άνω μέρος του ήταν ενεργό πάντοτε, αλλά το κάτω όχι. Είχε δημιουργηθεί εσωτερική σκάλα από τους Μυκηναίους ώστε να φτάνουν σε φρέαρ που ήταν πολύ κάτω. Επειδή όμως η σκάλα ήταν επικίνδυνη στο κάτω μέρος, καθώς ελάμβαναν χώραν κατολισθήσεις, οι Μυκηναίοι σταμάτησαν την προμήθεια νερού από εκείνο το σημείο. Η χρήση ολόκληρης της ρωγμής που έρχεται σχεδόν κάθετα προς την επιφάνεια του βράχου, θα πρέπει να κράτησε μόλις 50 ή 100 χρόνια. Αυτά έγιναν περί το 1.300 π.Χ. όπως δείχνουν τα ευρήματα από τη μυκηναϊκή κρήνη.
Τα Αρρηφόρια
Εκατοντάδες χρόνια μετά, όπως σημείωσε ο κ. Κορρές, την σκάλα αυτή, τη λαξευμένη στον βράχο, κατέβαιναν κάποια καλοκαιρινή νύχτα δύο κορίτσια προεφηβικής ηλικίας, με φορητούς λύχνους. Ηταν οι Αρρηφόροι, κόρες καλιών οικογενειών που έμεναν εκεί επί ένα έτος, υπηρετώντας τη θεά. Παραλάμβαναν ό,τι του έδινε η ιέρεια στο Πανδρόσειο, το μετέφεραν χωρίς να το δουν μέσα από την κρυφή δίοδο, κατεβαίνοντας αυτή την κλίμακα, έβγαιναν σε σημείο που δεν ήταν πολύ ψηλά στο πλάι του βράχου και από εκεί κατευθύνονταν στο ιερό της Αφροδίτης, 100 μέτρα πιο ανατολικά.
Εκεί παρέδιδαν ό,τι είχαν παραλάβει και η ιέρεια της Αφροδίτης τους έδινε ό,τι είχε ετοιμάσει. Οι κορασίδες επέστρεφαν στην Ακρόπολη από την ίδια κλίμακα και το παρέδιδαν στην εκεί ιέρεια. Ετσι τελείωνε η θητεία τους και μπορούσαν να επιστρέψουν στην πόλη και στην οικογένειά τους, καθώς δύο νέες κορασίδες αναλάμβαναν να συνεχίσουν την παράδοση.
«Δεν έλεγαν ποτέ τι παρέδωσαν τι παρέλαβαν, μόνο ‘εκείνο’ και ‘τούτο’. Γι’ αυτό λέγονται αρρηφόρια, άρρητα (φέρειν), όσα δεν ονομάζονται, και γι΄ αυτό οι ίδιες έφεραν την ονομασία αρρηφόροι, αρρηφόριον το κτίσμα και αρρηφόρια αυτή η δραστηριότητα» είπε ο κ. Κορρές.
«Αυτή η δίοδος χρησιμοποιήθηκε τελευταία φορά από τους δύο ήρωες, τον Σάντα και τον Γλέζο όταν το 41 κατέβασαν τη σημαία των Γερμανών από το μπελβεντέρε και μπόρεσαν με τόση τόλμη να κατέβουν κρυφά χρησιμοποιώντας αυτή την κρυφή δίοδο, την οποία γνώριζαν ως παλιοί μαθητές του Α γυμνασίου που ήταν κοντά. Ως παληκάρια γνώριζαν βέβαια τα πάντα στην Ακρόπολη ήταν ένας οικείος γι αυτούς χώρος. Μάλιστα, επιστρέφοντας από το σημείο β (σ.σ. το τέλος της χρησιμοποιούμενης κλίμακας) πέταξαν τη σημαία προς το σημείο που είναι το d (σ.σ. ένα άνοιγμα με υλικό κατολισθήσεων που είναι προς τον πάτο) και επέστρεψαν με ελεύθερα τα χέρα. Κάποιος αστυφύλακας τους είδε, αλλά ήταν πατριώτης και κράτησε το μυστικό.»
Αναταραχή στους κατακτητές
«Κατά την νύκτα της 30ής προς 31ην Μαΐου υπεξηρέθη η επί της Ακροπόλεως κυματίζουσα γερμανική πολεμική σημαία παρ’ αγνώστων δραστών. Διενεργούνται αυστηραί ανακρίσεις. Οι ένοχοι και συνεργοί αυτών θα τιμωρηθούν διά της ποινής του θανάτου».
Ο φρούραρχος των Αθηνών, εκφράζοντας τα οργισμένα συναισθήματα των γερμανικών αρχών κατοχής, απειλεί με ποινή θανάτου τους δράστες της πρώτης αντιστασιακής πράξης εναντίον του εχθρού. Εκείνους που κατέβασαν τη μισητή σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Όπως θα γίνει γνωστό μετά την απελευθέρωση, οι ατρόμητοι Έλληνες που έκαναν αυτήν τη γενναία πράξη με κίνδυνο της ζωής τους, ήταν δυο σχεδόν αμούστακα παλικάρια, ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας. Μόλις είχε σκλαβωθεί η Κρήτη, ύστερα από μάχες στις οποίες οι Κρητικοί πολέμησαν με γενναιότητα.
Οι δυο φοιτητές και καρδιακοί φίλοι συνέλαβαν το παράτολμο σχέδιο ένα ανοιξιάτικο σούρουπο, όταν από το Ζάππειο αντίκρισαν την Ακρόπολη. Στην Εθνική Βιβλιοθήκη διάβασαν ό,τι σχετικό υπάρχει με τον Ιερό Βράχο: τις σπηλιές, τις τρύπες και συμβουλεύθηκαν κάθε λογής χάρτες της Ακρόπολης. Γρήγορα, αντιλαμβάνονται ότι η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω κάποιου ανοίγματος.
Μπορεί να μη θυμόταν κανείς ακριβώς το σημείο, αλλά είχαν συγκρατήσει στη μνήμη τους τη σχέση με κάποια μυκηναϊκή κρήνη. Όταν τελείωσαν, έκοψαν από ένα κομμάτι της σημαίας ο καθένας και το υπόλοιπο το έριξαν στο «βάραθρο» κάτω από τα πόδια τους, σε βάθος 40μ.
Λίγα χρόνια πριν από τη γερμανική κατοχή, και ενώ ο Απόστολος Σάντας και ο Μανόλης Γλέζος ήταν μαθητές, κατά τις αναστηλώσεις που έκανε ο Μπαλάνος στον Ιερό Βράχο, τοποθετήθηκαν ξύλινες σκαλωσιές και στα σπήλαια και ιερά της βόρειας κλιτύος. Ηταν ορατές από τον περίπατο της Ακρόπολης και από την αρχαία Αγορά, και είναι πολύ πιθανόν να τις είχαν δει τότε. Ισως μάλιστα να έπαιξαν ρόλο στην απόφασή τους. Αυτά είναι δικές μας υποθέσεις. Το γεγονός είναι πως μετά την αφαίρεση της πολεμικής τους σημαίας από την Ακρόπολη, οι Γερμανοί κατέστρεψαν όλες τις σκαλωσιές των έργων.
Βάθος 40 μέτρα
Ο Λάκης Σάντας είχε περιγράψει αδρά τη ρωγμή στον βράχο: «Κάτω μας το βάραθρο άνοιγε το μαύρο του στόμα να μας καταπιεί στο πρώτο ξεγλίστρημα. Σαράντα μέτρα κάτω κατέβαινε η σπηλιά και κατόπιν ανοιγότανε το χείλος ενός ξεροπήγαδου, άλλα καμιά δεκαριά μέτρα».
Κατά τη δεκαετία του 80, σε μια εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού, το πανελλήνιο αισθάνθηκε εθνική υπερηφάνεια, ακούγοντας τι έγινε το βράδυ της αφαίρεσης της μισητής σημαίας.
Γεμάτη ενθουσιασμό η Μελίνα Μερκούρη, που ήταν τότε υπουργός Πολιτισμού, ζήτησε αμέσως από την Α’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Ακροπόλεως να διενεργηθεί ανασκαφική έρευνα ώστε να βρεθεί η σημαία - λάφυρο. Όμως η ίδια η μορφή του σπηλαίου - διόδου, αλλά και το υλικό του που κατολίσθαινε, άφησαν τους αρχαιολόγους με χέρια αδειανά.
Το Αρρηφόριο έχει ταυτιστεί µε τα πώρινα θεµέλια ενός δίχωρου κτηρίου µεταξύ Προπυλαίων και Ερεχθείου, σε επαφή µε το βόρειο τείχος. Το κτήριο έπειτα από ανασκαφική διερεύνηση καλύφθηκε για προστασία των ευπαθών καταλοίπων του.
Ήταν ένα τετράγωνο κτίσμα στο βορειοδυτικό μέρος της Ακρόπολης με τέσσερις πλευρές μήκους 12,5 μ η κάθε μία. Στην νότια πλευρά όπου και η κεντρική είσοδος, υπήρχε κιονοστοιχία με δύο ή τέσσερις δωρικούς κίονες. Στα δυτικά, υπήρχε μία τειχισμένη αυλή όπου οι Αρρηφόρες έπαιζαν και ονομαζόταν Σφαιρίστρα των Αρρηφόρων. Η τελετή που γινόταν είχε μυστηριακό χαρακτήρα, ενώ φαίνεται πως ούτε η ίδια η ιέρεια της Αθηνάς είχε επαρκή πληροφόρηση περί των προσφορών που ανταλλάσσονταν. Αλλά τότε ποιος είχε γνώση της φύσης όλων αυτών των αντικειμένων που πηγαινοέρχονταν μέσω υπογείων περασμάτων, χωρίς κάποιο προφανή λόγο με τέτοια μυστικότητα και μέσα στη νύχτα; Προφανώς κάποιος ή κάποιοι που κατείχαν ιδιαίτερες γνώσεις σχετικές τόσο με τις χθόνιες λατρείες όσο και με την ιδιαίτερη σημασία της χρήσης σπηλαίων και υπογείων στοών σε τέτοιου είδους τελετουργίες.
Γεγονός είναι ότι στη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης λατρευόταν η ειρηνική υπόσταση της θεάς, η Αθηνά Πολιάς, ενώ ο Παρθενώνας ήταν το επίκεντρο για τη λατρεία της πολεμικής υπόστασής της ως μαχόμενης Παλλάδος. H διαφορά άλλωστε εκφραζόταν και αρχιτεκτονικά. Ο Παρθενώνας είναι το επιβλητικό κτίσμα ενός μεγάλου και άρτιου οικοδομικού προγράμματος της κλασικής εποχής ενώ τα ιερά και τα κτίσματα της βόρειας πλευράς ήταν μικρά και σταδιακά κατασκευασμένα σε διάφορες χρονικές περιόδους.