Ο Ζαν Μονέ, εκ των ιδρυτικών πατέρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είχε δηλώσει ότι «η Ευρώπη θα σφυρηλατηθεί από κρίσεις και θα είναι το αποτέλεσμα των λύσεων που υιοθετήθηκαν σε αυτές τις κρίσεις». Εάν, λοιπόν, υιοθετηθεί το πρόγραμμα ενίσχυσης των κρατών-μελών για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών του κορονοϊού ύψους 750 δισ. που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνδυασμό με την αύξηση του ενωσιακού προϋπολογισμού για την επταετία 2021-2027 σε 1,1 τρισ. ευρώ, τότε η απάντηση της ΕΕ στον κορονοϊό θα συνιστά σημείο καμπής για τη βαθύτερη ενοποίησή της.
Η πρόταση της Επιτροπής αποτελεί στην πράξη μια κοινή έκδοση χρέους. Διορθώνεται, λοιπόν, η ιστορική παραδοξότητα της ύπαρξης μιας νομισματικής άλλα όχι δημοσιονομικής ένωσης, αφού βαθαίνει η συνεργασία των κρατών-μελών. Για πρώτη φορά η Επιτροπή θα δανειστεί προκειμένου να δώσει επιχορηγήσεις και όχι μόνο δάνεια. Από το θηριώδες ποσό των 750 δισ., τα 500 δισ. θα δοθούν με την μορφή των επιχορηγήσεων, και αφού τα κράτη παρουσιάσουν συγκροτημένα σχέδια για την ανάταξη των οικονομιών τους από την κρίση.
Τα υπόλοιπα 250 δισ. θα δοθούν με τη μορφή δανείων, χωρίς όμως τους ασφυκτικούς όρους των μνημονίων αλλά με εποπτεία των Βρυξελλών, όπως συμβαίνει ήδη και με τους κρατικούς προϋπολογισμούς. Η κατανομή των κονδυλίων μεταξύ επιχορηγήσεων και δανείων αλλά και το γεγονός ότι ακόμα και τα δάνεια δεν θα συνοδεύονται από αιρεσιμότητες, αποδεικνύει και την διαφορά αντίληψης που υπάρχει στην Ένωση. Όλοι συνειδητοποιούν ότι για την παρούσα οικονομική κρίση δεν ευθύνονται οι αφελείς και σπάταλοι Νότιοι, αλλά ότι πρόκειται για μια εξωγενή, δομική, οικονομική κρίση, οφειλόμενη σε έναν αόρατο ιό, που απαιτεί την αλληλεγγύη και την ομοθυμία όλων των κρατών-μελών της Ένωσης.
Κρίσιμος είναι και ο τρόπος αποπληρωμής των ποσών που θα δανειστεί η Επιτροπή, που θα γίνει με ίδιους πόρους της Ένωσης και όχι από εισφορές των κρατών-μελών. Η Επιτροπή προτείνει τη θέσπιση σε ενωσιακό επίπεδο σειράς φορολογικών μέτρων, όπως την επέκταση του συστήματος εμπορίας ρύπων στο τομέα της ναυτιλίας και των αερομεταφορών, με προσδοκώμενα οφέλη ύψους 10 δισ. ευρώ ετησίως, την εφαρμογή της διασυνοριακής προσαρμογής άνθρακα με έσοδα 5-14 δισ. το χρόνο, τη φορολόγηση επί του κύκλου εργασιών μεγάλων επιχειρήσεων που επωφελούνται της ενιαίας αγοράς, ύψους 10 δισ., αλλά και τη φορολόγηση των ψηφιακών γιγάντων, ύψους 1,3 δισ.
Η προσπάθεια της Επιτροπής να διασφαλίσει την χρηματοδότηση του προγράμματος αυτού με ίδια μέσα, αλλά και η επιχειρούμενη επέκταση των αρμοδιοτήτων της στη φορολογική πολιτική, τομέα που ανάγεται στον σκληρό πυρήνα κρατικής εξουσίας, αποδεικνύει την πρόθεση των Βρυξελλών, να εμβαθύνουν την ευρωπαϊκή συνεργασία. Πλάι, δε, σε αυτό το γενναίο πρόγραμμα των 750 δις, η Επιτροπή εισηγείται και την αύξηση του ενωσιακού προϋπολογισμού στο ποσό του 1,1 τρισ., δημιουργώντας μια δύναμη πυρός 1,85 τρις για την ευρωπαϊκή οικονομία. Ένα νέο σχέδιο «Μάρσαλ» για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης.
Η χώρα μας, την οικονομική ανάπτυξη της οποίας μετά την δεκαετή μνημονιακή εποχή ανέκοψε βίαια ο κορονοϊός, είναι ανάμεσα στους μεγάλους ωφελημένους του προγράμματος. Θα λάβει «καθαρά» 32 δισ. από το πρόγραμμα αυτό, ούσα ανάμεσα στις πέντε πρώτες χώρες που θα εισπράξουν τα περισσότερα κονδύλια.
Η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο τιμόνι της χώρας, ενός πρωθυπουργού με βαθιά τεχνοκρατική γνώση αλλά και πολιτικό όραμα, θα επιτρέψει τον σχεδιασμό και την εφαρμογή συγκεκριμένων μεταρρυθμιστικών πλάνων που θα οδηγήσουν την χώρα μας ξανά στην ανάπτυξη, αφήνοντας πίσω την κρίση του κορονοϊού. Η αξιοποίηση των 32 δις θα πρέπει να γίνει προς την κατεύθυνση αναδιοργάνωσης του παραγωγικού μας μοντέλου, με επένδυση στις νέες τεχνολογίες. Στόχος μας η αύξηση του ΑΕΠ, ώστε να μην είμαστε μόνο στο 1,2% του ΑΕΠ της Ευρώπης αλλά στο 2,5% τουλάχιστον!
Βεβαίως, η πρόταση της Επιτροπής δεν έχει υιοθετηθεί ακόμα. Είναι σίγουρο ότι θα μεσολαβήσουν σκληρές και επίπονες διαπραγματεύσεις μεταξύ των «φειδωλών τεσσάρων», των χωρών δηλαδή της Ένωσης που αντιτίθενται στην κοινή έκδοση χρέους και στις επιχορηγήσεις και προκρίνουν τα δάνεια, και των υπόλοιπών, που προωθούν την βαθύτερη ενοποίηση.
Πλέον όμως τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Η άρνηση οποιουδήποτε στην πρόταση της Κομισιόν θα σημαίνει και άρνηση στην περαιτέρω ενοποίηση, θα σημαίνει «όχι» στην Ευρώπη. Και εάν στην χρηματοοικονομική κρίση του 2009 επικράτησε η τιμωρητική διάθεση των Βόρειων χωρών εις βάρος αυτών του Νότου, σήμερα δεν υπάρχουν τέτοια περιθώρια.
Η πρόσφατη απόφαση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου που αμφισβήτησε την πρωτοκαθεδρία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου, τάραξε τα λιμνάζοντα νερά. Και αυτό διότι προερχόταν από τη χώρα-πυλώνα της Ένωσης, τη Γερμανία. Το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, βασισμένο στην υπεροχή του ενωσιακού δικαίου, τέθηκε σε ευθεία αμφισβήτηση.
Οι πολιτικοί, όμως, έδειξαν να αφυπνίστηκαν από τον δικαστικό ακτιβισμό. Το πρόγραμμα Μέρκελ-Μακρόν αλλά και το σχέδιο που ανακοίνωσε η Επιτροπή, δείχνουν στην πράξη ότι η Γερμανία αποφάσισε να επενδύσει στην εμβάθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η καγκελάριος Μέρκελ, πιθανώς αναμετρώμενη με την ιστορία, συμβάλλει στην βαθύτερη ενοποίηση των λαών της Ευρώπης, συνεπικουρούμενη από τον πρόεδρο Μακρόν.
Η στήριξη του γαλλογερμανικού άξονα στην πρόταση της Επιτροπής, εμπνέει αισιοδοξία ότι οι όποιες αντιδράσεις υπάρξουν θα καμφθούν. Δεν θα είναι εύκολο ούτε απλό. Θα υπάρξουν εντατικές διαπραγματεύσεις, που ξεκίνησαν ήδη από τη στιγμή που η Ursula Von der Layen ανακοίνωσε το πρόγραμμα Next Generation στο Berlemont.
Η πόρτα όμως προς το μέλλον άνοιξε. Μετά από μια δεκαετία περιδίνησης, έχοντας χάσει την πυξίδα της, με αποκορύφωμα τον ακρωτηριασμό που υπέστη με την αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας, πλέον η ΕΕ κινείται προς την βαθύτερη ενοποίηση. Και όλοι φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει ότι πλέον το διακύβευμα είναι η ίδια η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης. Το πιο βαθύ σκοτάδι είναι πριν την αυγή. Ευχόμαστε το σκοτάδι που έφερε ο κορονοϊός, να μας οδηγήσει στην αυγή μιας πιο ενωμένης Ευρώπης.