Του Θοδωρή Πελαγίδη
Καθώς η κυβέρνηση συνεχίζει το βαθιά καταστροφικό της έργο με την υπονόμευση και τον ευτελισμό των θεσμών, τα ερωτήματα που απασχολούν τους πολίτες που ενδιαφέρονται για την τύχη αυτής της χώρας εντοπίζονται στο «μετά».
Προφανώς η ζημία στην οικονομία και κατ' επέκταση στις γενιές που ακολουθούν είναι ανυπολόγιστη. Η δύναμη της συνήθειας και της προσαρμογής σε χαμηλότερες προσδοκίες μπορεί επί του παρόντος να οδηγεί ενίοτε στη λήθη ένα έστω μικρό μέρος των πολιτών, αλλά η δυσάρεστη πραγματικότητα είναι και θα είναι για πολλά έτη μπροστά μας.
Ύστερα είναι η αρρωστημένη νοοτροπία που καλλιεργείται και αφορά τη σχέση των πολιτών με το κράτος και τη δημόσια διοίκηση. Είχαμε μείνει ίσως με την εντύπωση ότι το 2014 είχαμε φύγει λίγο μπροστά. Κι όμως, η σημερινή λογική είναι η κυβέρνηση να κλείνει το μάτι και να πετά λεφτά –και κάθε είδους εξυπηρετήσεις- από το ελικόπτερο για να κερδίσει ψήφους. Η ιδέα ότι το κράτος τελικά είναι κάτι ξένο, ένα λάφυρο και η κυβέρνηση ο μπρόκερ που μοιράζει τα δανεικά των δανεικών ώστε αύριο να μπορεί να πει ότι, κοιτάξτε, οι απέναντι είναι δεξιοί και νέο-φιλελεύθεροι, επανέρχεται για να δηλητηριάσει τις συνειδήσεις των ψηφοφόρων με τα γνωστά τετριμμένα ψεύδη.
Η απογοήτευση αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη γιατί διαγράφει μια μελανή προοπτική για τη συμπεριφορά ενός υπολογίσιμου μέρους των Ελλήνων «πολιτών». Η δε αίσθηση που δίδεται ότι τίποτα τελικά δεν μπορεί να αλλάξει, και ότι η Ελλάδα επιστρέφει πάντα στο αφετηριακό σημείο της πελατείας, του κυνισμού, της αυτοκαταστροφής, του Δηληγιαννισμού, της προσοδοθηρίας και της βαριάς αναξιοκρατίας είναι απογοητευτική. Μάλιστα, εάν κοιτάξει κανείς τη σχετική έρευνα της ICAP θα δει ότι ο πρώτος λόγος φυγής των νέων ανθρώπων από τη χώρα είναι η αναξιοκρατία. Η οποία φυσικά δεν περιορίζεται στο πολιτικό σύστημα αλλά το αφορά κατά κύριο λόγο.
Μεγάλο ζήτημα είναι και η αντιμετώπιση του δημογραφικού, που επιδεινώθηκε καθοριστικά τα τελευταία χρόνια καθώς σχετίζεται τόσο με την φυγή στο εξωτερικό αλλά και, κυρίως, με την υπογεννητικότητα. Έχουμε περάσει σήμερα στο πρόβλημα, στο δίλημμα της απόκτησης του πρώτου παιδιού για τα νεαρά ζευγάρια, κι όχι του δεύτερου. Δυστυχώς. Και όλα αυτά μέσα σε ένα πλαίσιο «άεργης και χαμηλόμισθης Ελλάδας» όπου οι προοπτικές των νέων για δημιουργική ζωή συνεχώς συρρικνώνονται.
Μέσα στο σημερινό ζοφερό αυτό περιβάλλον, είναι αλήθεια γεμάτο δυσκολίες για την επόμενη κυβέρνηση που πολλοί ονομάζουν «νάρκες», υπάρχει ένα φάρμακο που λέγεται υψηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης. Επειδή ακούγεται από κυβερνητικές σειρήνες ότι το 2% είναι ωραίο, υπενθυμίζω τα ζητήματα που τίθενται τόσο για τη σύνθεση όσο και το ύψος του. Για τη σύνθεση παραπέμπω στο εδώ και εδώ.
Για το ύψος του παραθέτω απλώς το κυπριακό παράδειγμα με το παρακάτω σχήμα, όπου φαίνεται η ταχεία, άμεση και υψηλή κάλυψη του παραγωγικού κενού με την ανάκαμψη του 4% για τα έτη 2017-2019. Εάν δε κανείς ανατρέξει στους παράγοντες της ισχυρής αυτής ανάκαμψης θα δει αμέσως τις επενδύσεις, στο 20% περίπου του ΑΕΠ.
Γεγονός το οποίο μας οδηγεί στην ελληνική αδυναμία που απεικονίζεται και στο παρακάτω διάγραμμα. Δεν οδηγούν οι επενδύσεις την έστω ισχνή ελληνική οικονομική μεγέθυνση.
Το παραπάνω σχήμα εμπεριέχει έναν ακόμη λόγο ανησυχίας. Οι καθαρές εξαγωγές που έχουν βοηθήσει το ΑΕΠ το 2018, γεγονός θετικό, αναμένεται να πληγούν από τη διεθνή οικονομική επιβράδυνση.
Δόθηκαν προχθές στη δημοσιότητα τα στοιχεία του ifo σχετικά με τις οικονομικές προοπτικές της ευρωζώνης. Φαίνεται καθαρά ότι στην ευρωζώνη, η προβλεπόμενη οικονομική συρρίκνωση ή και η ύφεση για κάποιες χώρες όπως η Ιταλία, αναμένεται να πλήξουν τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών αλλά και υπηρεσιών.
Οπότε καταλήγουμε ίσως σε έναν περιοριστικό παράγοντα απρόβλεπτο, ο οποίος εφόσον επαληθευτούν οι προβλέψεις, θα περιορίσει το ελληνικό ΑΕΠ. Οι διεθνείς οργανισμοί, αναλυτές των αγορών και εμπειρογνώμονες ανησυχούν. Χθεσινό κείμενο στον Guardian του K. Rogoff επισημαίνει τους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία από το παγκόσμιο χρέος των 200 τρισ. δολάρια, τις αδύναμες τραπεζικές βάσεις, και κυρίως το τοξικό πολιτικό περιβάλλον. Αλήθεια, πόσο πιο τοξικό μπορεί να γίνει το πολιτικό περιβάλλον στο ενδεχόμενο μιας ισχυρής επιβράδυνσης όπως αυτή προβλέπεται από όλους; Αυτή είναι μια νάρκη που πρέπει να λάβουμε υπόψιν όλοι μας εδώ σοβαρά.
*Καθηγητής οικονομικής ανάλυσης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, NR senior fellow, Brookings & σύμβουλος Μακροοικονομίας του Προέδρου της ΝΔ