Το ΑΚΕΛ ήταν ένα από τα μεγαλύτερα κομμουνιστικά κόμματα αναλογικά με τον πληθυσμό και παραμένει. Συγχρόνως ήταν ένα από τα πιο πιστά κόμματα στη Σοβιετική Ένωση και στον προλεταριακό διεθνισμό. Ήταν ο κύριος αγωγός της σοβιετικής πολιτικής στην Κύπρο και λόγω της πολιτικής και της οικονομικής ισχύος του καθόριζε εν πολλοίς την πολιτική του Μακάριου, που ήταν συντονισμένη με τη γραμμή των Σοβιετικών.
Ήταν πολύ λογικό το ΑΚΕΛ μετά το πραξικόπημα της Εθνικής Φρουράς και την ανατροπή του Μακαρίου και κυρίως μετά την εισβολή των τουρκικών στρατευμάτων στη Μεγαλόνησο, να προστρέξει στη Σοβιετική Ένωση για συμπαράσταση και για διπλωματική βοήθεια και όχι μόνο. Τότε έπεσε επάνω στον κυνισμό της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής η οποία ευθύς εξ αρχής δεν καταδίκασε την τουρκική εισβολή. Απεναντίας συντάχθηκε με την άποψη του Μακάριου πως επρόκειτο για εισβολή της Ελλάδας στην Κύπρο στο πλαίσιο ενός νατοϊκού σχεδιασμού.
Όταν έγινε η εισβολή ο αναπληρωτής γραμματέας του ΑΚΕΛ Ανδρέας Φάντης βρισκόταν στη Μόσχα για διακοπές. Όταν πληροφορήθηκε τι συνέβη στην πατρίδα του άρχισε να εκφωνεί λόγους κατά των εισβολέων και να ενημερώνει τη σοβιετική κοινή γνώμη. Πολύ γρήγορα εκπρόσωπος του ΚΚΣΕ τον πληροφόρησε πως βρισκόταν «εκτός γραμμής» γιατί η Μόσχα δεν είχε σκοπό να καταδικάσει την Τουρκία για την εισβολή.
Τον Σεπτέμβριο του 1974 επισκέπτονται τη Μόσχα ο γραμματέας του ΑΚΕΛ ο Εζεκίας Παπαϊωάννου, βετεράνος κομμουνιστής που πολέμησε στον Ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, μαζί με τον Ανδρέα Φάντη για να διακριβώσουν τις προθέσεις των Σοβιετικών. Εκεί διαπίστωσαν πως το «διεθνές καθοδηγητικό κέντρο» έβαλε τα κρατικά του συμφέροντα υπεράνω των αρχών της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας των κρατών. Οι Σοβιετικοί αρνήθηκαν να εκδώσουν μια κοινή ανακοίνωση καταδίκης της τουρκικής εισβολής. Για να σωθούν τα προσχήματα ο Βαντίμ Ζαγκλάντιν, ανώτατο στέλεχος του τμήματος διεθνών σχέσεων της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ, ο οποίος και καθοδηγούσε το ΑΚΕΛ, πρότεινε και έγινε δεκτό στο τελικό κείμενο απλώς να καταγράφεται η θέση του ΑΚΕΛ για την απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο, χωρίς να είναι όμως κοινή θέση των δύο κομμάτων. Ψυχρολουσία.
Ενώ αυτά συνέβαιναν στη Μόσχα έφτανε στη Λευκωσία ο υφυπουργός Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης, Λεονίντ Ιλιτσέφ. Οι φίλοι του ΑΚΕΛ του ετοίμασαν μαζική, ενθουσιώδη υποδοχή με πανό που έγραφαν «σώστε την Κύπρο». Τελικά δεν προέκυψε τίποτα το ουσιαστικό από αυτήν την επίσκεψη στην οποία αφελώς πίστεψαν οι Κύπριοι αριστεροί και όχι μόνο.
Η μόνη διπλωματική παρέμβαση των Σοβιετικών ήταν η πρόταση τους να συγκληθεί μια διεθνής διάσκεψη για το Κυπριακό στην οποία θα συμμετείχε και η Σοβιετική Ένωση καθώς και αντιπροσωπεία των Αδεσμεύτων. Σκοπός της διάσκεψης ήταν να αντικατασταθούν οι τριμερείς εγγυήσεις με άλλες, στις οποίες θα συμμετείχε και η Σοβιετική Ένωση. Δηλαδή σε τελική ανάλυση η πρόταση των Σοβιετικών απέβλεπε στο να αποκτήσουν λόγο για την Κύπρο και με μια διεθνή συμφωνία. Η πρόταση ποτέ δε συζητήθηκε σοβαρά και στα τέλη Αυγούστου αποσύρθηκε.
Αυτή η προνομιακή σχέση της Τουρκίας με την ΕΣΣΔ επιβιώνει και στις ημέρες μας. Το ρωσικό imperium δε γνωρίζει ιδεολογίες και κοινωνικά καθεστώτα. Πριν η Ελλάδα έρθει σε ρήξη με τη Ρωσία, η Ρωσία είχε κάνει προ πολλού τις επιλογές της.
ΥΓ. Για τις ανάγκες του άρθρου προσέτρεξα στο βιβλίο του Μακάριου Δρουσιώτη «Κύπρος 1974-1977, η εισβολή και οι μεγάλες δυνάμεις», ένα βιβλίο που προτείνω στους φιλίστορες.