Του Άλκη Ν. Δερβιτσιώτη
Η σχετική με την ψήφο των εκτός επικρατείας πολιτών συζήτηση έρχεται με σημαντική καθυστέρηση προκειμένου να αντιμετωπίσει το χρονίζον πρόβλημα της συμμετοχής τους στις βουλευτικές εκλογές.
Το πρόβλημα εντοπίστηκε σχεδόν αμέσως με την μεταπολίτευση, καθώς το Σύνταγμα του 1975 όρισε στο άρθρο 51 ότι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους εκτός επικρατείας πολίτες ρυθμίζεται με νόμο. Η σχετική συζήτηση επαναλήφθηκε στην αρμόζουσα έκταση το 1983 - 84 , όταν οι εκτός επικρατείας πολίτες εψήφισαν για πρώτη φορά στις Ευρωεκλογές. Σήμερα, την επίλυση του όλου προβλήματος δυσχεραίνουν δύο τουλάχιστον παράγοντες.
Ο πρώτος από αυτούς ανάγεται στη (σκόπιμη;) εννοιολογική παρανόηση των όρων εκτός επικρατείας πολίτες αφενός και, ομογενείς αφετέρου. Ο δεύτερος λόγος ανάγεται στην αυστηρή αριθμητική προϋπόθεση των 200 βουλευτών, που θέτει η διαμορφωθείσα από την Ζ' Αναθεωρητική Βουλή διάταξη του άρθρου 51 του Συντάγματος.
Συγκεκριμένα, σε ότι αφορά το πρώτο λόγο παρατηρητέα τα εξής: Πρόκειται για δύο διαφορετικά αριθμητικά σύνολα, τα οποία ανάγονται καταρχάς σε δύο διαφορετικές αν και συγγενείς μεταξύ τους έννοιες. Οι εκτός επικρατείας Έλληνες πολίτες ως μέλη του εκλογικού σώματος ανήκουν στο λαό υπό στενή έννοια, η στοιχειώδης νομική συνέπεια είναι το εκλογικό δικαίωμα, το οποίο έχουν ήδη αποκτήσει με την συμπλήρωση του εκλογικού ορίου.
Οι ομογενείς είναι ελληνικής καταγωγής πολίτες άλλων κρατών, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στις χώρες αυτές προ πολλών γενεών. Δηλαδή είναι απόγονοι των αρχικών μεταναστών στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Αυστραλία, αλλά και σε άλλες χώρες του πλανήτη. Όσοι από αυτούς επιθυμούν, ανήκουν στο ελληνικό έθνος, έννοια, η οποία για τα δεδομένα μας είναι ευρύτερη αριθμητικά από τον λαό. Ωστόσο, η συνταγματική μέριμνα για αυτούς λαμβάνει χώρα κατά το άρθρο 108 του Συντάγματος.
Είναι απολύτως σαφές ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ομογενών δεν διαθέτει το εκλογικό δικαίωμα στο μέτρο κατά το οποίο δεν διαθέτει την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη. Σε ό,τι αφορά τον δεύτερο λόγο παρατηρητέα τα εξής: α. Το υπό συζήτηση νομοσχέδιο δεν αφορά στους ομογενείς, αλλά μόνο στους εκτός επικρατείας πολίτες. β. Δεν πρόκειται να αναγνωρίζει δικαίωμα ψήφου σε μη διαθέτοντες ήδη αυτό, αλλά έρχεται να ρυθμίσει απλώς την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος από τους Έλληνες πολίτες που την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών βρίσκονται εκτός της ελληνικής επικρατείας. Υπενθυμίζεται ότι οι Έλληνες πολίτες, οι οποίοι ευρίσκονται εντός της επικρατείας μεν, αλλά διαμένουν σε άλλον τόπο από αυτόν στους εκλογικούς καταλόγους του οποίου είναι εγγεγραμμένοι διευκολύνονται να ψηφίσουν στον τόπο διαμονής και εργασίας τους από την ισχύουσα εκλογική νομοθεσία.
Συνιστά άνιση μεταχείριση, σε βάρος των εκτός επικρατείας ευρισκομένων πολιτών, η μη διευκόλυνση τους στην άσκηση του εκλογικού δικαιώματος της ψήφου στον τόπο διαμονής και εργασίας του.
Ενόψει των ανωτέρω είναι, νομίζω, εύλογο και συνταγματικά απολύτως θεμιτό η νομοθέτηση του πλέον πρόσφορου τρόπου άσκησης του δικαιώματος της ψήφου από τους εκτός επικρατείας πολίτες. Είμαστε μια από τις ελάχιστες δημοκρατίες, που δεν διευκολύνει τους πολίτες της να ασκήσουν το κυριαρχικό τους δικαίωμα.
Η επιστολική ψήφος είναι, ίσως, η πλέον πρόσφορη μέθοδος άσκησης του δικαιώματος της ψήφου από τους εκτός επικρατείας πολίτες, καθώς συμφωνεί απολύτως με το σύνολο των θεμελιωδών αρχών που διέπουν την ψήφο. Δεν συνεισφέρει καθόλου η σκέψη ότι η ψήφος των εκτός επικρατείας δεν θα προσμετράται στο συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα. Η ενδεχομένη υιοθέτηση της ανωτέρω σκέψης δημιουργεί κραυγαλέα αντισυνταγματικότητα εμπνευσμένη και αντάξια ολιγαρχικού πολιτειακού συστήματος που ξεχωρίζει τους πολίτες του σε “όμοιους και υπομείωνες”.
*Ο κ. Άλκης Ν. Δερβιτσιώτης είναι Αν. Καθηγητής Νομικής Σχολής Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης.