Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Δεν περνά μέρα που να μη μάθω κάτι που δεν το ήξερα ή που να μη διαβάσω κάτι όμορφο στα social media, μολονότι —ή μάλλον: επειδή— ακολουθώ ελάχιστους μεν ανθρώπους αλλά «στρατηγικά» επιλεγμένους. Το αντίθετο μπορεί να προκαλέσει μεγάλο χάος στην καθημερινότητά σου και να μη σε αφήσει να δουλέψεις. Κι εγώ πρέπει να δουλεύω ασταμάτητα, και μάλιστα με πολύ καθαρό μυαλό. Όπως επίσης, αν κάνεις το αντίθετο μπορεί εύκολα να εμπλακείς σε συζητήσεις που δεν οδηγούν πουθενά. (Δεν έχει υπάρξει τόσα χρόνια εξαίρεση σε αυτό: καμία συζήτηση «αντιπάλων» δεν οδήγησε σε κάποια συμφωνία, σε έναν συμβιβασμό, στην παραδοχή ότι κάναμε λάθος. Είναι όλες αδιέξοδες, αιωνίως επαναλαμβανόμενες και ατέρμονες). Εν πάση περιπτώσει διάβασα κάτι πραγματικά όμορφο χθες, αυτό:
Ξέρω πως τώρα πολλοί αρχίσαμε να νιώθουμε μία ανακούφιση και ελπίζουμε σε μία ανηφόρα επιτέλους, μετά από τόσο πολλά χρόνια απωλειών και ταλαιπωρίας. Να έχουμε όμως τον νου μας: στη νηνεμία είναι που καταρρέουν οι ψυχές και τα σώματα. Για αυτό και τώρα η αλληλεγγύη και η ενσυναίσθηση πρέπει να μπουν στο καθημερινό μας πρόγραμμα, τώρα που η δυστυχία θα κρυφτεί από ντροπή πίσω από κλειστές πόρτες, καθώς κάποιοι θα χρειαστούν μεγαλύτερη βοήθεια για να ανακάμψουν.
Δεν έχω την επάρκεια να το πω καλύτερα. Και, ομολογώ, δεν θα το σκεφτόμουν καν αν δεν το έβλεπα έτσι ξεκάθαρα γραμμένο. Μολονότι το ξέρω. Και μολονότι είναι κοινός τόπος: όλοι το ξέρουμε — και όλοι επιλέγουμε να το ξεχνάμε.
Επιλέγουμε να το ξεχνάμε: δεν κάνουμε πολλά ανορθολογικά πράγματα στη διάρκεια της ζωής μας (ακόμη και το σημείο του σταυρού, επί παραδείγματι, ή το χτύπημα του ξύλου έχουν ψευδο-ορθολογική βάση, αλλιώς κανείς δεν θα τα χρησιμοποιούσε), ούτε κάνουμε πράγματα για να πλήξουμε τον εαυτό μας — εξ ου και επιλέγουμε να ξεχνάμε ότι, ναι, η δυστυχία κρύβεται πίσω από κλειστές πόρτες, δεν κραυγάζει και δεν διαδηλώνει? και ότι στη νηνεμία, και όχι στη φουρτούνα, είναι εντέλει που καταρρέουν οι ψυχές και τα σώματα. Το ξεχνάμε για τον απλούστατο λόγο ότι δεν θέλουμε να μπλέξουμε, είμαστε ήδη αρκετά μπλεγμένοι με τα δικά μας, και γιατί φοβόμαστε ότι θα μας στοιχίσει? και το δικό μας «καθολικό», το τεφτέρι εσόδων-εξόδων, είναι πάντα «κόκκινο».
Είναι πολύ ανθρώπινο αυτό. Νιώθεται. Δεν είναι άγνωστό μας: το ξέρουμε όλοι, και το κάνουμε όλοι. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι ο εαυτός μας. Και, σε δεύτερο χρόνο, τα παιδιά μας, που φέρουν το 50% των γονιδίων μας: είναι το ταξίδι μας στον χρόνο, το ταξίδι μας στο μέλλον. Αν ήμασταν κλειδούχοι και κρατούσαμε εκείνον τον μοχλό του διαβόλου που αλλάζει τις ράγες, όλοι θα επιλέγαμε να σκοτωθούν εκατό ξένα παιδιά από το τρένο, και όχι το ένα δικό μας. Είμαστε αλήθεια οι ξενιστές του Εγωιστικού Γονιδίου. Έτσι μάθαμε να πορευόμαστε, γιατί είδαμε πως ήταν καλό, συμφερτικό: άξιζε τις απαιτούμενες ηθικές θυσίες.
Γι' αυτό άλλωστε και τα απολυταρχικά καθεστώτα, ο κομουνισμός και ο φασισμός, δεν θα μπορούσαν ποτέ να σταθούν χωρίς το πιστόλι στον κρόταφο των υπηκόων-αιχμαλώτων τους, χωρίς Τείχη, με δίχως βία, φυλακίσεις και τυφεκισμούς. Μολονότι βέβαια ο καθένας από εμάς θα χαιρόταν να ανήκει σε μια νομενκλατούρα, σε μια ελίτ πλούτου και εξουσίας αποκομμένη από τη μάζα και συντηρούμενη από τη μάζα, κανείς άνθρωπος δεν θέλει να αφήσει το DNA του να διαλυθεί μέσα σε μια μεγάλη, απρόσωπη λούμπα: κανείς δεν θέλει να γίνει μέρος της μάζας και να φοράει στολή. Γι' αυτό και ξεχωρίζει η φιλελεύθερη δημοκρατία, αυτό το άθροισμα αυτόνομων προσώπων, η ένωση ξεχωριστών και ιδιαίτερων ατόμων, απολύτως διακριτών μεταξύ τους, που όμως όλα μαζί μπορούν και συγκροτούν έναν υπερ-οργανισμό. Μέχρι να μας αντικαταστήσουν τα ρομπότ (δεν θα 'μαστε εδώ για να το δούμε), αυτό το σύστημα δεν θα αλλάξει, δεν θα αντικατασταθεί — και δεν θα καλυτερέψει. Γιατί δεν θα βρεθούν τρόποι να γίνει καλύτερο.
Θα βρεθούν μόνο τρόποι να υπάρχει λιγότερη δυστυχία κρυμμένη πίσω από κλειστές πόρτες, και να καταρρέουν λιγότερες ψυχές και λιγότερα σώματα στη νηνεμία. Το πιστεύω αυτό γιατί (το 'χουμε ξαναπεί) η πρόοδος της ανθρωπότητας είναι γραμμική και οριζόντια: συμβαίνει πάντα και αδιάκοπα από τότε που χτίστηκαν οι πρώτες πόλεις, και αγκαλιάζει όλο και περισσότερους ανθρώπους. Έχουμε μιλήσει συχνά σ' αυτή τη στήλη για το αναπόφευκτο της προόδου, οπότε δεν θα επιχειρηματολογήσουμε ξανά σήμερα — αρκεί μόνο να πούμε, χάριν της συζητήσεως, ότι εάν με κάποιον μαγικό τρόπο επικρατούσαν σήμερα οι συνθήκες που επικρατούσαν σε μια οποιαδήποτε άλλη ιστορική εποχή, δεν θα έμενε κανείς ζωντανός από τα εφτά-οχτώ δισεκατομμύρια του πληθυσμού της γης. Θα αφανιζόμασταν όλοι μέσα σε μερικές μέρες, σαν τους δεινοσαύρους αλλά πολύ πιο άγρια από τους δεινοσαύρους. Ζούμε χάριν της προόδου.
Και τι γίνεται λοιπόν με τη δυστυχία που κρύβεται πίσω από κλειστές πόρτες, τώρα που αρχίσαμε να νιώθουμε μία ανακούφιση και που ελπίζουμε σε μία ανηφόρα επιτέλους, μετά από τόσο πολλά χρόνια απωλειών και ταλαιπωρίας; Απαντά μόνη της η φίλη παραπάνω: τώρα είναι που η αλληλεγγύη και η ενσυναίσθηση πρέπει να μπουν στο καθημερινό μας πρόγραμμα. Από ποιους; Μα, από εμάς. Από εμάς άμεσα, και από εμάς απαιτώντας το από την Πολιτεία. Κι αν το δεύτερο είναι δύσκολο και το πρώτο φαντάζει ανορθολογικό («Πού να μπλέκεις τώρα, έχω κι εγώ τα δικά μου»), μπορούμε να τα επιδιώξουμε και τα δυο.
Το κοινωνικό κράτος είναι μια φιλελεύθερη και σοσιαλδημοκρατική απαίτηση: είναι η ίδια η σκιά του Διαφωτισμού που πέφτει στον 21ο αιώνα τώρα που ο ήλιος πίσω μας δύει για να ξημερώσει μια ακόμη καλύτερη μέρα (μετά από τη νύχτα που έρχεται με κοφτές αναπνοές: κοντοζυγώνει). Και η αλληλεγγύη μπορεί, τελικά, να μην είναι και τόσο ανορθολογική πράξη αν το καλοσκεφτείς. Ίσα-ίσα, μετά από τόσα που περάσαμε, μετά από τα τόσο πολλά χρόνια απωλειών και ταλαιπωρίας, αν μάθαμε κάτι είναι αυτό: στη θέση αυτού που υποφέρει σήμερα, μπορεί κάλλιστα να πέσουμε αύριο εμείς.
Αλληλεγγύη, ενσυναίσθηση, κοινωνικό κράτος: όλα είναι στο χέρι μας.