Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου*
Τα αποτελέσματα της μελέτης για την παραγωγικότητα της εργασίας, που πραγματοποίησε ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ – OECD) για το οικονομικό έτος 2017, είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα. Εν πολλοίς πιστοποιούν βέβαια αυτά, που λίγο – πολύ γνωρίζουν όλοι όσοι παρακολουθούν την οικονομία και αναζητούν λύσεις εξόδου από την κρίση.
Η μελέτη παρουσιάζει το μέσο ετήσιο σύνολο των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο, μαζί με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν που παράγεται σε μια ώρα εργασίας του κάθε εργαζομένου. Και βέβαια η μελέτη αποδεικνύει πως η εποχή, κατά την οποία η απόδοση και η παραγωγή ήταν συνυφασμένες με την διάρκεια της απασχόλησης, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Και μάλιστα από τα στοιχεία της μελέτης, εξάγεται ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως μεγάλες εταιρίες ανά τον κόσμο υιοθετούν την τετραήμερη εργασία για τους εργαζομένους τους, ή δίνουν τη δυνατότητα στους εργαζόμενους να επιλέγουν να εργάζονται από το σπίτι τους ή από έναν άλλο χώρο εκτός εταιρίας, μια φορά την εβδομάδα.
Η Ιρλανδία φιγουράρει στην πρώτη θέση του πίνακα του ΟΟΣΑ, ως η χώρα με την υψηλότερη απόδοση σε ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας, που ανέρχεται στα $99,5 με μέσο ετήσιο σύνολο των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο που αγγίζει στις 1.738 ώρες. Δεύτερη έρχεται η Νορβηγία, με απόδοση $83,1 με μέσο ετήσιο σύνολο των ωρών εργασίας ανά εργαζόμενο στις 1.419 ώρες.
Η οικονομία της Γερμανίας εμφανίζει την μικρότερη μέση ετήσια απασχόληση στις 1.356 ώρες, με μέση απόδοση στα $72,2. Αυτό αποδεικνύει πως η εικόνα της σφριγηλής γερμανικής οικονομίας και του σκληρά εργαζόμενου της Γερμανίας, βασίζεται περισσότερο στην αποδοτικότητα, παρά στην έκταση και στο εύρος του ωραρίου. Ακόμα και στην Ελβετία, που όλα λειτουργούν σαν ρολόι υψηλής αξιοπιστίας, η απόδοση της ωριαίας εργασίας ανέρχεται στα $71,3 με μέση ετήσια απασχόληση στις 1.570 ώρες.
Και η Ελλάδα; Δυστυχώς, η μελέτη του ΟΟΣΑ παρουσιάζει και σε αυτόν τον τομέα, μια δυσάρεστη εικόνα για την χώρα μας. Ο Έλληνας εργαζόμενος εργάζεται κατά μέσο όρο 2.018 ώρες ανά έτος, δηλαδή 49% περισσότερο από τον αντίστοιχο Γερμανό, παράγοντας όμως μόλις $43,8 ανά ώρα, δηλαδή 39% λιγότερο από τον αντίστοιχο Γερμανό συνάδελφό. Με δυο λόγια ο Έλληνας εργαζόμενος εργάζεται 50% περισσότερο από τον Γερμανό, αποδίδοντας όμως σημαντικά χαμηλότερο αποτέλεσμα. Κοντά στο μισό.
Μήπως αυτό το αποτέλεσμα συνοδεύει το στερεότυπο των “τεμπέληδων” του νότιου της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Και ναι και όχι. Στη ιταλική οικονομία, η μέση ετήσια συνολική απασχόληση ανά εργαζόμενο ανέρχεται στις 1.723 ώρες και η απόδοση σε όρους ΑΕΠ στα $57,4. Αλλά και στην Ισπανία, τα αντίστοιχα μεγέθη είναι αισθητά καλύτερα από τα ελληνικά. Έτσι, η μέση απόδοση του Ισπανού εργαζόμενου ανέρχεται στα $55,2 και η μέση ετήσια απασχόληση του στις 1.687 ώρες.
Παρατηρούμε λοιπόν, πως οι διαφορές με τις γειτονικές χώρες είναι και αυτές σημαντικές. Επομένως ο τρόπος που εργάζεται ο εργαζόμενος στην Ελλάδα, είναι καταλυτικότερος, του χρόνου απασχόλησης του. Εκεί καταγράφεται το πρόβλημα. Στη χαμηλή παραγωγικότητα και αποδοτικότητα. Και εκεί πρέπει να εστιάσει την προσοχή του, τόσο ο δημόσιος τομέας όσο και ο ιδιωτικός. Οι μέθοδοι επίλυσης της στρέβλωσης αυτής είναι γνωστοί και δεν είναι ανάγκη να ανακαλύψουμε εκ νέου, τον τροχό ή την φωτιά. Η πλήρης υιοθέτηση της τεχνολογίας, της ρομποτικής και των ψηφιακών εργαλείων μαζί με τη διαρκή και εξειδικευμένη εκπαίδευση, αποτελούν τα κομμάτια του παζλ, που πρέπει να συνδυαστούν, για να αλλάξει το μοντέλο της απασχόλησης στη χώρα μας. Είναι δυνατόν, όταν από μαθητές μαθαίνουμε πως στο μελέτη δεν έχει σημασία τόσο πολύ χρόνος αλλά η ποιότητα, να μην είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε αυτή την βασική αρχή και στην εργασίας μας; Εκτός και αν επιθυμούμε να γίνουμε σαν το Μεξικό, όπου μέση ετήσια συνολική απασχόληση ανά εργαζόμενο ανέρχεται στις 2.257 ώρες και η απόδοση σε όρους ΑΕΠ στα $21,6.
*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης: Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.