Ξαναδιαβάζω τη συνέντευξη του Αχμέτ Νταβούτογλου στον Μανώλη Κωστίδη που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή» της Κυριακής που μας πέρασε. Συγκρατώ τρία σημεία. Το πρώτο είναι οι εξηγήσεις που δίνει για το διαζύγιό του από τον Ερντογάν, στην κυβέρνηση του οποίου διετέλεσε υπουργός εξωτερικών (2019-2014) και πρωθυπουργός (2014-2016). Το δεύτερο είναι οι θέσεις του κόμματος που ίδρυσε μετά ταύτα για τις σχέσεις της Τουρκίας με τον υπόλοιπο κόσμο. Το τρίτο είναι τα όσα λέει για την ελληνική εξωτερική πολιτική και τις προοπτικές των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Θυμίζω ότι υπήρξε εκ των βασικών σχεδιαστών της εθνικής στρατηγικής της γείτονος, συγγραφέας του ευαγγελίου της που είναι το βιβλίο του «Το στρατηγικό βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας» και θεμελιωτής του νεο-οθωμανικού δόγματός της για την ηγεμόνευση του ισλαμικού κόσμου.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά του εκείνο που το 2002 τον συνέδεσε με το ΑΚΡ και τον ιδρυτή του ήταν ο κοινός τους στόχος να φιλελευθεροποιήσουν το καθεστώς μετά το πραξικόπημα του 1997 από το οποίο ανατράπηκε η πρώτη ισλαμική κυβέρνηση του Ερμπακάν μέλος του κόμματος του οποίου υπήρξε και ο Ρετζίπ Ταγίπ. Επρόκειτο κατ' ουσία για την τελευταία απόπειρα των κεμαλικών στρατιωτικών να διαφυλάξουν τον κοσμικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους. Έκτοτε το άλλοτε κραταιό στρατιωτικό κατεστημένο άρχισε να φθίνει με τον Ερντογάν να ηγείται της ισλαμικής αντεπίθεσης στις ιδρυτικές αρχές της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας.
Κατά τον Νταβούτογου, που, ειρήσθω εν παρόδω, το βράδυ της απόπειρας του πραξικοπήματος του 2016 εναντίον του Ερντογάν τον υποστήριξε καλώντας τον λαό να υπερασπιστεί τη Δημοκρατία, οι ίδιοι λόγοι που τον έφεραν στο πλευρό του το 2002 ήταν και οι λόγοι για τους οποίους αποχώρησε από την πρωθυπουργία της κυβέρνησής του.
Μετά το 2016, λέει, η Τουρκία είχε δυο επιλογές, ή θα έχτιζε μια πραγματική δημοκρατία και θα έκανε άνοιγμα στον κόσμο ή θα οδηγούνταν στην απολυταρχία και στην απομόνωση στην οποία ισχυρίζεται ότι την οδηγεί έκτοτε ο Πρόεδρός της με την επιλογή του να αλλάξει το Σύνταγμα, να εγκαθιδρύσει ένα αυταρχικό καθεστώς και να απομακρυνθεί από το ευρωπαϊκό μοντέλο δημοκρατίας και διοίκησης. Το πλέον ενδιαφέρον από τα λεγόμενά του είναι ότι η Τουρκία πια ακολουθεί μοντέλο Κίνας, θαυμαστές του οποίου είναι οι βασικοί σύμμαχοι του Ερντογάν με τον τελευταίο να κατευθύνει την εξωτερική της πολιτική όχι σύμφωνα με την εθνική στρατηγική αλλά ανάλογα με τις προσωπικές επαφές και τις σχέσεις που αναπτύσσει με τους ξένους ηγέτες.
Σε ό,τι αφορά στις σχέσεις με τον έξω κόσμο ο Νταβούτογλου επιμένει στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Τουρκίας, αν και θεωρεί ότι αυτός ο προσανατολισμός έχει εγκλωβιστεί στη διελκυστίνδα μεταξύ των δυνάμεων που τόσο εντός της πατρίδας του όσο και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντίκεινται στην περαιτέρω προσέγγιση με την Ευρώπη των 27. Κατά τα άλλα επιμένει ότι το δόγμα του «μηδενικά προβλήματα με τις γειτονικές χώρες», που ήταν και ο στόχος της δικής του διπλωματικής προσπάθειας, παραμένει ρεαλιστικός, αν και δηλώνει ότι η σημερινή εικόνα της Τουρκίας είναι η «εικόνα μιας χώρας που συγκρούεται με όλους «ενώ τα «μηδενικά προβλήματα με τις γειτονικές χώρες» προϋποθέτουν «αλλαγή νοοτροπίας».
Παραταύτα στις σχέσεις με την Ελλάδα ευθυγραμμίζεται με τον Ερντογάν ισχυριζόμενος ότι έχει χαθεί η εμπιστοσύνη που υπήρχε όταν ο ίδιος φρόντιζε να έχει συστηματικά καλές και ειλικρινείς επαφές με τις ελληνικές πολιτικές, και όχι μόνο, ηγεσίες. Δυο είναι τα λάθη που επισημαίνει ότι κάνει η ελληνική πλευρά. Το ένα είναι στην Ανατολική Μεσόγειο αφενός επιμένοντας ότι το Καστελόριζο ανήκει στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου και όχι στην λεκάνη της νοτιοανατολικής Μεσογείου και αφετέρου εμπλέκοντας δυνάμεις, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που ουδεμία σχέση έχουν με την περιοχή. Το δεύτερο είναι στην Ευρωπαϊκή Ένωση σκεπτόμενη ότι «με την βοήθεια της Ευρώπης θα γονατίσουμε την Τουρκία» παραβλέποντας ότι «η Άγκυρα έχει ξεχωριστές σχέσεις με πολλά μέλη της ΕΕ».
Κατά διαβολική σύμπτωση (;) στο ίδιο φύλο της ίδιας εφημερίδας την ίδια μέρα δημοσιεύονται δυο ακόμα άρθρα που συγκρατώ. Το ένα είναι του Αλέξανδρου Διακόπουλου, πρώην συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Το άλλο του γνωστού στοχαστή Χρήστου Γιανναρά με τίτλο «Κάνε δική σου, αναγνώστη, την κραυγή«.
Στο πρώτο αναγνωρίζεται ότι «οι ενδείξεις όλο και περισσότερο δείχνουν πως δεν πρόκειται να βρεθούν κοινά σημεία αναφοράς και αμοιβαία αποδεκτοί κώδικες συμπεριφοράς με την σημερινή Τουρκία« και, όπως άλλωστε είναι πια κοινός τόπος, «είναι σχεδόν βέβαιο πως μέχρι να πραγματοποιηθεί η πενταμερής για το Κυπριακό, η Τουρκία θα τηρεί μια αμφίσημη στάση, συντηρώντας ένα χαμηλό επίπεδο έντασης, χωρίς όμως να προβαίνει σε ακραίες ενέργειες που θα την εξέθεταν στην διεθνή κοινότητα».
Ενόψει αυτού ο κ. Διακόπουλος διαπιστώνει ότι μετά τις συμφωνίες του Αβραάμ, που άνοιξαν τον δρόμο της συνεργασίας μεταξύ Ισραήλ και σειράς αραβικών κρατών της περιοχής, η συγκυρία για την Ελλάδα είναι εξαιρετική δεδομένου ότι αίρονται οι πολιτικές αγκυλώσεις του παρελθόντος δίνοντας στην χώρα την ευκαιρία να αξιοποιήσει τις σχέσεις που έχει ήδη αναπτύξει με τις χώρες της περιοχής στο πλαίσιο μιας πολυμερούς συνεργασίας η διασύνδεση με τα σχεδιαζόμενα δίκτυα της οποίας θα αναβαθμίσουν την θέση της καθιστώντας την κόμβο στρατηγικής σημασίας για τη ΕΕ και το ΝΑΤΟ είτε στο πεδίο της Ασφάλειας είτε στο πεδίο της ενέργειας και των μεταφορών.
Ο κ. Διακόπουλος κλείνει το άρθρο του γράφοντας χαρακτηριστικά: «Μπαίνοντας στον τρίτο αιώνα ύπαρξης του νέου ελληνικού κράτους, αφού ο πρώτος ήταν σε μεγάλο βαθμό αυτός της εθνικής ολοκλήρωσης και ο δεύτερος αυτός της ευρωπαϊκής ένταξης, μπορούμε να πούμε πως η γεωστρατηγική και γεωοικονομική αναβάθμιση της Ελλάδας είναι ο νέος εθνικός μας στόχος».
Στο δεύτερο άρθρο του κ. Χρήστου Γιανναρά η αισιοδοξία παραχωρεί την θέση της στην φιλοσοφία της ιστορίας. «Έλληνες αεί παίδες», σημειώνει ο συντάκτης του γράφοντας για το «κουσούρι που μας συνοδεύει σε τρεισήμισι χιλιάδες χρόνια Ιστορίας» για να συνεχίσει: «Μετράμε και δεν λογαριάζουμε. Μέσα σε μια μόνον γενιά, πόση προδοσία εισπράξαμε οι σημερινοί Έλληνες από «συμμάχους» μας, πόση ανατριχιαστική αδικία.
Πιστέψαμε ότι συγκροτούσαμε μαζί τους κοινό μέτωπο του «ελεύθερου κόσμου». Με χιλιάδες νεκρούς, πολεμήσαμε οι Έλληνες τον ιταλικό φασισμό, τον γερμανικό ναζισμό, τον σταλινικό εφιάλτη - σπείραμε κορμιά ως την Κορέα. Τι κερδίσαμε; Η μισή Κύπρος δεν είναι πια ελληνική ούτε η Βόρεια Ήπειρος. Δεν τολμάμε να οριοθετήσουμε τα χωρικά μας ύδατα στα δώδεκα Ναυτικά Μίλια όπως δικαιούμαστε. Δεν διαφεντεύουμε, πολλά χρόνια τώρα, ούτε τον Εναέριο Χώρο των 10 μιλίων, τον αυτονόητον.
Τα στρατηγικότερα λιμάνια της χώρας, όλα τα αεροδρόμια, τα τρένα, το οδικό δίκτυο, οι Τράπεζες, η οργάνωση της Αγοράς έχουν παραχωρηθεί (φυσικά ερήμην της βούλησης των πολιτών) σε δυνάμεις «συμμαχικές» μεν αλλά στυγνής κατοχής. Η μεθοδική υπερχρέωση μιας χώρας και η αυτονόητη υπαγωγή της σε καθεστώς ασφυκτικής οικονομικής υποτέλειας («επιτροπείας») από διεθνείς τοκογλύφους, έχει αλλάξει ριζικά το νοηματικό και εμπράγματο περιεχόμενο λέξεων όπως πολίτης, πολιτεία, πολιτική, ελευθερία, δημοκρατία, αυτοδιαχείριση, αξιοπρέπεια, κοινοβούλιο, εκλογές.
Τις αποφάσεις για τις τύχες της κρατικής υπόστασης του ελληνισμού τις παίρνουν αυτονοήτως οι δανειστές μας. Το πόσα νησιά του Αιγαίου θα «παραχωρηθούν«, κάποια στιγμή, στην Τουρκία δεν το ξέρουμε - όπως δεν ξέραμε το πού θα σταματούσε στην Κύπρο ο «Αττίλας«. Ο «Αττίλας« παγιώθηκε, όχι χάρη στην τουρκική υπεροπλία, αλλά επειδή οι Έλληνες «θέλουμε να γίνουμε Ευρωπαίοι, για να γίνουμε επιτέλους, άνθρωποι!« (Καραμανλής), ενώ οι Τούρκοι θέλουν, πριν από όλα, την περηφάνια τους να είναι Τούρκοι».
Στην ίδια εφημερίδα, στο ίδιο φύλο, την ίδια ημέρα μια άλλη συνέντευξη δίνει τον λόγο στον παλαίμαχο έλληνα βιομήχανο, 103 χρόνων πλέον, Απόστολο Πίτσο. Λέει ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με την ιστορία της σχεδόν ανύπαρκτης πια ελληνικής βιομηχανίας: «Ο αιώνιος διχασμός της ελληνικής κοινωνίας, ο συνεχώς παρών, έδωσε την ευκαιρία στους Τούρκους να γίνουν σήμερα αυτοί που είναι και να μας απειλούν την ώρα που εμείς ασχολιόμαστε ο ένας με τον άλλο. Έχω χάσει την πίστη μου ότι αυτός ο τόπος θα μπορέσει να βρει τον εαυτό του».
Πριν επανέλθω στην αυριανή στήλη, ένα μόνον σχόλιο: δεν ξέρω αν είναι ο παιδισμός η ανίατη ασθένεια του ελληνισμού, μου φαίνεται όμως χρησιμότερο να τσακωνόμαστε για αυτόν παρά για τη μεταχείριση του Κουφοντίνα. Μήπως και έτσι ξαναβρεί και ο τόπος τον εαυτό του.