Επιχειρηματικές γαζέλες σε περιόδους κρίσης

Επιχειρηματικές γαζέλες σε περιόδους κρίσης

Των Άγγελου Τσακανίκα και Γιάννη Γιωτόπουλου

Η τρέχουσα υγειονομική κρίση και η υφεσιακή επίπτωση που δημιουργεί στην οικονομία, φέρνει ακόμα πιο εμφατικά στο προσκήνιο της δημόσιας πολιτικής για τις επιχειρήσεις το ζήτημα του εντοπισμού των επιχειρηματικών «γαζελών» όπως αναφέρονται στη διεθνή βιβλιογραφία. Δηλαδή εκείνων των επιχειρήσεων που μπορούν να αποκτήσουν μια δυναμική ταχείας μεγέθυνσης και βεβαίως στη συνέχεια της εύρεσης των παραγόντων εκείνων που μπορούν να αναδείξουν τέτοιες επιχειρήσεις σε μια οικονομία.

Στις περισσότερες χώρες σε επίπεδο δημόσιων πολιτικών για την επιχειρηματικότητα γίνεται προσπάθεια να υποστηριχθεί η τόνωση της επιχειρηματικότητας απλώς με αλγεβρική αύξηση του αριθμού των νεοσύστατων επιχειρήσεων. Εντούτοις, η πρόσφατη οικονομική κρίση υπογράμμισε την ανάγκη όχι μόνο για τη δημιουργία μιας μεγάλης ποσότητας επιχειρηματικών προσπαθειών σε μια οικονομία, αλλά και την ενθάρρυνση δημιουργίας κάποιων ειδικών-ποιοτικών-φιλόδοξων επιχειρηματικών εγχειρημάτων που θα μπορούσαν να καταστούν βιώσιμα, ακόμα και κάτω από αντίξοες οικονομικές συνθήκες, ενισχύοντας την ανάπτυξη και την απασχόληση.

Έχει επισημανθεί άλλωστε συχνά (βλ. Ετήσιες Εκθέσεις για την Επιχειρηματικότητα ΙΟΒΕ) ότι το να δημιουργεί κανείς απλά νέες επιχειρήσεις δεν αποτελεί βιώσιμη λύση για την ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Είναι προτιμότερο οι φορείς διαμόρφωσης πολιτικής να επικεντρωθούν στην υποστήριξη εκείνου του υποσυνόλου επιχειρήσεων που χαρακτηρίζονται από αναπτυξιακή δυναμική, αντί να επιδοτούν τη δημιουργία μιας τυπικής επιχειρηματικής μονάδας με χαμηλή προστιθέμενη αξία.

Και στην Ελλάδα επομένως χρειαζόμαστε περισσότερο μία κρίσιμη μάζα επιχειρήσεων υψηλής ανάπτυξης, παρά απλώς έναν πολύ μεγάλο αριθμό νέων επιχειρήσεων που ιδρύονται μεν, αλλά πολύ γρήγορα αποτυγχάνουν.

Έχει επιβεβαιωθεί από διάφορες εμπειρικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί πρόσφατα σε διεθνές επίπεδο, πως η ποιοτική επιχειρηματικότητα με επιχειρήσεις ταχείας ανάπτυξης είναι πιθανό να είναι πιο ανθεκτική σε υφεσιακούς οικονομικούς κύκλους, αποτελώντας ταυτόχρονα μια σημαντική κινητήρια δύναμη για την οικονομική ανάπτυξη. Η «επιδότηση» της αυτοαπασχόλησης χωρίς επομένως κάποια ποιοτικά κριτήρια (π.χ. βαθμός καινοτομικότητας, εξωστρέφειας κλπ.) και της επιχειρηματικότητας ανάγκης που χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από χαμηλές αναπτυξιακές προοπτικές είναι πιθανό να αποδειχθεί μια αναποτελεσματική πολιτική.

Το επόμενο όμως ζήτημα σε αυτή την επιθυμητή επιλογή είναι πώς ακριβώς θα εντοπίσουμε εκ των προτέρων επιχειρήσεις που μπορούν να πετύχουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (τις λεγόμενες «γαζέλες»). Και ακόμα περισσότερο πώς θα τις υποστηρίξουμε από τα πρώτα στάδια ζωής τους.

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό εκτελέσαμε μία οικονομετρική άσκηση αξιοποιώντας δεδομένα αφορούν 1500 ελληνικές επιχειρήσεις που συμμετείχαν σε δύο κύματα σε έρευνα πεδίου που είχε διεξαχθεί το 2011 και το 2013 από το ΙΟΒΕ και τον ΕΒΕΟ για λογαριασμό του ΣΕΒ. Η εργασία αυτή έχει εκπονηθεί στο πλαίσιο του έργου «Περί καινοτομίας πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα και Γερμανία που εκπονείται από το ΙΟΒΕ και το DIW Βερολίνου στο πλαίσιο της Διμερούς και Πολυμερούς Ε&Τ Συνεργασίας Ελλάδας – Γερμανίας που χρηματοδοτείται από την ΓΓΕΤ

Στο δείγμα μας και ακολουθώντας τους ορισμούς της βιβλιογραφίας για να χαρακτηριστεί μια επιχείρηση ως ταχείας ανάπτυξης θα πρέπει να βρίσκεται στο ανώτερο 10% της κατανομής της μεγέθυνσης των επιχειρήσεων. Η μεγέθυνση αποτιμάται είτε με απόλυτο τρόπο, είτε με σχετικό.

Τα βασικά ευρήματα από την εκτίμησή μας φανερώνουν ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις που υιοθετούν μια στρατηγική εξωστρέφειας και γεωγραφικής διασποράς παρουσιάζουν σημαντικά υψηλότερη πιθανότητα να αναπτυχθούν γρήγορα, είτε αυτή μετράται με απόλυτο τρόπο είτε με σχετικό σε όρους απασχολούμενων και πωλήσεων). Άλλωστε ένα δυσμενές εγχώριο οικονομικό περιβάλλον ωθεί επιχειρήσεις που διαθέτουν ποιοτικά χαρακτηριστικά να επιδιώκουν εντατικά τις διασυνοριακές στρατηγικές ως έναν τρόπο ανάπτυξης. Γι’ αυτό και είναι εξαιρετικά σημαντική η ανάγκη στήριξης και διευκόλυνσης της εξαγωγικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων, ιδίως σε μικρές οικονομίες όπως η Ελλάδα. Έχουν άλλωστε αναφερθεί είτε φορολογικά κίνητρα, είτε πολύ περισσότερο, η ανάγκη περιορισμού της σχετικής γραφειοκρατίας που συνοδεύει την εξαγωγική δραστηριότητα (σε όρους κόστους, χρόνου και εγγράφων).

Επιπλέον από την ανάλυσή μας προκύπτει ότι η διακλαδική επέκταση (δηλ. η είσοδος και δραστηριοποίηση των επιχειρήσεων σε διαφορετικές αγορές προϊόντων) και η αξιοποίηση των ικανοτήτων Ε&Α είναι επίσης κρίσιμη για τις επιχειρήσεις ταχείας ανάπτυξης, ειδικά τις μικρότερου μεγέθους. Οι επιχειρήσεις ταχείας ανάπτυξης με μικρό αρχικό μέγεθος φαίνεται πως σε περιόδους οικονομικής κρίσης εντείνουν τις δραστηριότητές τους στο πεδίο της Ε&Α και στρέφονται στη διακλαδική επέκταση ως στρατηγική επιβίωσης προκειμένου να αντισταθμίσουν την αβεβαιότητα και τον αυξημένο κίνδυνο που ενδεχομένως αντιμετωπίζει η βασική τους δραστηριότητα.

Στον αντίποδα, με βάση τον δείκτη απόλυτης μεγέθυνσης της απασχόλησης, προκύπτει ότι οι μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις ταχείας ανάπτυξης είναι σε θέση να αυξήσουν σημαντικά το εργατικό τους δυναμικό όχι μόνο μέσω της διεθνοποιημένης γεωγραφικής διασποράς αλλά και μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών άλλων επιχειρήσεων οι οποίες κατέχουν πολύτιμους και μη-αντιγράψιμους πόρους, σε μια προσπάθεια να καλυφθούν οι σχετικές ελλείψεις πόρων που ενδέχεται να αντιμετωπίζουν. Αυτές οι στρατηγικές κινήσεις είναι πιθανώς ευκολότερες για τις μεγάλες και οικονομικά εύρωστες επιχειρήσεις, καθώς φαίνεται ότι υπό αντίξοες οικονομικές συνθήκες εμφανίζονται ευκαιρίες για την εξαγορά άλλων πιο ευάλωτων επιχειρήσεων.

Επίσης, τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις υψηλής ανάπτυξης με μεγάλο μέγεθος μπορούν ευκολότερα να επιλέξουν την πρόσληψη προσωπικού χαμηλότερης εξειδίκευσης και να επενδύσουν στη συνέχεια στην κατάρτιση των απασχολούμενων τους, προκειμένου να βελτιωθούν οι γνώσεις και οι δεξιότητές τους.

Σε ό,τι αφορά τις προεκτάσεις που μπορεί να υπάρχουν από τα αποτελέσματα της έρευνας για τους managers των ελληνικών επιχειρήσεων, θα μπορούσαμε να επισημάνουμε ένα πρόβλημα που είναι μάλλον κοινό σε μικρού μεγέθους οικονομίες ή / και σε οικονομίες που πλήττονται από υφεσιακούς κύκλους. Η προσπάθεια ανάπτυξης των επιχειρήσεων μέσω της διεθνοποιημένης

γεωγραφικής διασποράς δεν αποτελεί απλά μια αμυντική στρατηγική όταν οι εσωτερικές αγορές δεν μπορούν να δημιουργήσουν μεγαλύτερη ζήτηση. Είναι μάλλον η κατάλληλη στρατηγική που πρέπει να ακολουθήσουν οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε ένα εγχώριο ταραχώδες μακροοικονομικό και χρηματοοικονομικό, προκειμένου να αυξήσουν την πιθανότητα όχι μόνο για να επιβιώσουν αλλά και να διατηρήσουν μια πορεία βιώσιμης ανάπτυξης. Έτσι, η αξιοποίηση των οικονομιών κλίμακας που επιτρέπουν η διεθνοποίηση και η επένδυση σε εκείνους τους πόρους που μπορούν να υποστηρίξουν τη διείσδυση και επέκταση σε διαφοροποιημένες γεωγραφικές αγορές μπορεί να αποτελέσουν έναν επιτυχημένο στρατηγικό τρόπο ανάπτυξης για τις επιχειρήσεις των οικονομιών που έχουν βυθιστεί ή προσπαθούν να εξέλθουν από παρατεταμένη οικονομική ύφεση.

* Ο Άγγελος Τσακανίκας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και ο Γιάννης Γιωτόπουλους είναι Επίκουρος Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.