Του Γιάννη Παντελάκη
Το συνηθισμένο, επαναλήφθηκε. Τουλάχιστον εννέα πρόσφυγες ήρθαν να προστεθούν στους εκατοντάδες πνιγμένους στο Αιγαίο. Ανάμεσα τους δυο παιδιά, φωνάζουν κάποιοι, αλλα κατά πως φαίνεται ούτε αυτό το στοιχείο είναι ικανό πια να προκαλέσει ένα ιδιαίτερο συναίσθημα. Ακόμα και σ'' αυτό έχουμε μια επανάληψη που δεν τρομάζει όσο πρέπει. Άλλωστε, υπάρχει και μια άλλη είδηση που αφορά στα προσφυγόπουλα, η οποία προκαλεί ανατριχίλα. Είναι η έκθεση της Europol που δημοσιεύτηκε στον Guardian και αναφέρει ότι έχουν εξαφανιστεί πάνω από 10.000 παιδιά προσφύγων στην Ευρώπη και οι αρχές φοβούνται πως εχουν πέσει θύματα τράφικινγκ.
Όταν μαθαίνουμε για τέτοιες ειδήσεις, θα παρατηρήσει κάποιος πως έχει πάψει πια να τις συνοδεύει η λέξη «σοκ», όπως συνέβαινε στην αρχή. Έχουν ενταχθεί σε αυτά που συνηθίζεται να συμβαίνουν. Ζούμε πια με αυτά σαν ν'' αποτελούν στοιχεία της καθημερινότητας. Η συνεχής και αδιατάρακτη επανάληψή τους έχουν αποδυναμώσει την αυθόρμητη και ενστικτώδη αντίδραση που προκαλούσαν αρχικά. Μοιάζει να αρχίζουμε να συνηθίζουμε να ζούμε μ'' ένα τέρας. Προσαρμοζόμαστε με αυτήν την κατάσταση και την εντάσσουμε στην κατηγορία «μη αντιμετωπίσιμο κακό». Το γνωρίζουμε ότι δεν πρέπει να συμβαίνει, έχουμε την ικανότητα να κρίνουμε το λάθος, αλλά έχουμε αποδεχτεί ότι «αυτό, δυστυχώς συμβαίνει».
Το πρόβλημα αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις, όταν παρατηρήσει κάποιος τον τρόπο με τον οποίο αρκετές χώρες της Ευρώπης αντιμετωπίζουν το κύμα των προσφύγων. Η ακόμα τον τρόπο με τον οποίο η ίδια η θεσμική Ευρώπη διαχειρίζεται το θέμα. Ένα θέμα που δεν προσφέρεται για μικροπολιτική –για απώλεια ανθρώπινων ζωών πρόκειται– αλλά αντιμετωπίζεται με αυτόν τον τρόπο.
Η αρχική πρόταση ενός Δανού ακροδεξιού Ευρωβουλευτή για κατάσχεση των τιμαλφών των προσφύγων παρομοιάστηκε με τις απεχθείς ενέργειες των ναζί στους Εβραίους. Η πρόταση έγινε νόμος και μάλιστα με σχεδόν διακομματικό τρόπο. Άλλες χώρες ή περιοχές (Ελβετία, Βαυαρία κλπ) ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο. Με το πέρασμα του χρόνου (λίγου μάλιστα χρόνου), οι αντιδράσεις περιορίστηκαν. Ο,τι συμβαίνει με τους σχεδόν καθημερινούς πνιγμούς. Μάθαμε ότι συμβαίνει κι αυτό, σαν κάτι συνηθισμένο. Μια χώρα δικαιούται πια να παίρνει τα όποια υπάρχοντα απέμειναν από έναν πρόσφυγα για να καλύψει τα έξοδα παραμονής του σ'' αυτήν. Οι αντιδράσεις αμβλύνθηκαν. Και στον χρόνο που θ'' ακολουθήσει, νέες χώρες θα μιμηθούν.
Η ίδια η Ευρώπη της υποτιθέμενης συλλογικότητας και αλληλεγγύης, ανέτοιμη αλλά παράλληλα και αποκαλυπτική ως προς τις προθέσεις της. Αντί να βάλει το πρόσωπό της στον καθρέφτη αναζητώντας τις αιτίες που οδηγούν χιλιάδες ανθρώπους να φύγουν από τον τόπο τους, μηχανεύεται τρόπους για να κρατήσει το πρόβλημα όσο γίνεται μακρυά της. Και αναζητεί εξιλαστήρια θύματα. Όπως τη χώρα μας. Η οποία σίγουρα αποδείχτηκε με πολλές αδυναμίες για να αντιμετωπίσει ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα σε μια περίοδο ωστόσο στην οποία εξακολουθεί να διανύει μια περίοδο κατάρευσης. Ωστόσο, το μεγάλο μέρος της ευθύνης δεν ανήκει σ'' αυτήν.
Οι απειλές περι εξόδου από τη συνθήκη Σένγκεν επειδή δεν φυλάμε καλά τα σύνορα (κατι πρακτικά αδύνατο να συμβεί) ή τη μη έγκαιρη δημιουργία των hot spots δείχνουν ουσιαστικά πως η Ευρώπη εμφανίζεται για μια ακόμα φορά κατώτερη από τις περιστάσεις. Η θεσμική Ευρώπη και οι ισχυροί ηγέτες της μπορούν να υπερηφανεύονται για την ικανότητά τους να επιβάλλουν δημοσιονομική πειθαρχία στα άτακτα μέλη. Αναρωτιέμαι, αν μπορούν και για κάτι άλλο…