Ειδικού Συνεργάτη
Στα ελληνικά μίντια ζούμε καταστάσεις που θυμίζουν άλλες εποχές. Φτάσαμε στο σημείο οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες να ζητούν να απαγορευτεί με νόμο η κρατική διαφήμιση σε όσα ΜΜΕ δεν συμμετέχουν σε απεργίες και να αποκλείονται από μέτρα ενίσχυσης του Τύπου.
Οι φωστήρες της «Αριστεράς» διεκδικούν από την κυβέρνηση να επιβραβεύει με χρήματα των φορολογούμενων τις επιχειρήσεις των οποίων οι εργαζόμενοι απεργούν και να τιμωρεί με στέρηση κονδυλίων τα Μέσα στα οποία οι δημοσιογράφοι επιλέγουν να εργαστούν κανονικά.
Φανταστείτε τι θα γινόταν αν σε μια ανάλογη περίπτωση οι ενώσεις των εμποροϋπαλλήλων ζητούσαν να αυξηθεί ο ΦΠΑ σε όσα καταστήματα λειτουργούν τις Κυριακές...
Την αφορμή για να ανοίξει η συζήτηση την έδωσε η απεργία της περασμένης εβδομάδας κατά την οποία υπήρξαν αρκετές ενημερωτικές ιστοσελίδες που μετέδωσαν ειδησεογραφικό περιεχόμενο. Οι ιστοσελίδες αυτές δεν προσέλαβαν απεργοσπάστες, ούτε παραβίασαν κάποιο νόμο. Σεβάστηκαν τόσο το δικαίωμα στην απεργία όσων εργαζόμενων δήλωσαν ότι δεν θα εργαστούν, όσο και το δικαίωμα στην εργασία εκείνων που πήγαν να δουλέψουν.
Η τιμωρία δια της απαγόρευσης κρατικής διαφήμισης, όπως την πρότεινε η Εφημερίδα των Συντακτών, ?είναι ομολογουμένως μια πρόταση που μας έκανε εντύπωση. Πρώτον, επειδή είναι βαθιά αντιδημοκρατική και αποκαλύπτει νοοτροπίες που φλερτάρουν με τον ολοκληρωτισμό. Δεύτερον, επειδή σε ένα ευνομούμενο κράτος κανείς δεν δικαιούται να κατευθύνει διαφημιστικά κονδύλια με κριτήριο τα συνδικαλιστικά ή άλλα διαπιστευτήρια. Και τρίτον, γιατί είναι αντεργατική. Ο οικονομικός αποκλεισμός δεν επηρεάζει μόνο τα συμφέροντα των εργοδοτών-επιχειρήσεων, αλλά πλήττει αδιακρίτως τα συμφέροντα των εργαζόμενων σε αυτές.
Αυτή καθ'' αυτή η «ιδέα» για την απαγόρευση της κρατικής διαφήμισης στα ΜΜΕ που δεν απεργούν, αποκαλύπτει και το μέγεθος της άγνοιας εκείνων που την προτείνουν.
Αν δεν κάνουμε λάθος, η απεργία είναι συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαίωμα των εργαζόμενων και μόνο. Δεν είναι ούτε υποχρέωση των εργοδοτών, ούτε όμως μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως καταναγκαστικό μέσο των συνδικαλιστικών οργάνων. Με απλά λόγια, την απεργία δεν την κάνουν οι επιχειρήσεις αλλά όσοι από τους εργαζόμενους σε αυτές το επιθυμούν. Και υπό το πρίσμα αυτό είναι παράλογο να ζητείται από το κράτος να ποινικοποιήσει το δικαίωμα στην εργασία.
Αν ο εργαζόμενος κρίνει πως η απεργία είναι προς το συμφέρον το δικό του και του κλάδου του, συμμετέχει. Αν όχι, πηγαίνει στη δουλειά του κανονικά, παρέχει τις υπηρεσίες του και πληρώνεται ασκώντας το δικαίωμά του να εργαστεί, το οποίο επίσης προστατεύεται από το Σύνταγμα.
Αυτό συμβαίνει σε όλο τον κόσμο αλλά όχι εδώ.
Στην Ελλάδα, και εν προκειμένω στον πολύπαθο κλάδο των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, το κατακτημένο δικαίωμα στην απεργία έχει καταναγκαστικό χαρακτήρα και ασκείται συνήθως υπό την απειλή βαριάς και ατιμωτικής τιμωρίας. Η ΕΣΗΕΑ νομιμοποιείται να λοιδορήσει τους δημοσιογράφους ως «απεργοσπάστες», να τους περάσει από πειθαρχικό έλεγχο και να τους διαγράψει από τα μητρώα της, όπως συμβαίνει συστηματικά τα τελευταία χρόνια. Για αυτό και οι δημοσιογράφοι που εργάζονται σε ημέρες απεργίας «κρύβονται» ή γράφουν ανωνύμως και μακριά από τους χώρους εργασίας τους.
Όσο αντιδημοκρατικός κι αν είναι αυτός ο συνδικαλιστικός εκβιασμός, δεν παύει από την άλλη να αποτελεί μια καταστατική υποχρέωση, την οποία οι δημοσιογράφοι αποδέχονται από τη στιγμή που γίνονται μέλη των Ενώσεων Συντακτών.
Είναι όμως διαφορετικό ένα συνδικαλιστικό όργανο να επιβάλει ποινές στα μέλη του, και άλλο να ζητείται από το κράτος να τιμωρεί με οικονομικό αποκλεισμό τις επιχειρήσεις στις οποίες οι εργαζόμενοί τους συνειδητά δεν απεργούν.
Το επόμενο στάδιο αν φτάσουμε να το ζήσουμε αυτό, θα είναι να μοιράζεται η κρατική διαφήμιση με κριτήριο τη δήλωση πολιτικών φρονημάτων κάθε Μέσου Ενημέρωσης. Και αυτό δεν είναι κάτι που θα θέλαμε να το ξαναζήσουμε σε αυτή τη χώρα.