Του Δημήτρη Καμπουράκη
Ένα από τα χόμπι των συνταξιούχων όλη την περίοδο της κρίσης, ήταν να μαζεύονται στα καφενεία ή στα ΚΑΠΗ και να ανταλλάσουν πληροφορίες για το πόσο κόπηκε η σύνταξη τους. Τα μνημόνια διαδέχονταν το ένα τ' άλλο, οι πρωθυπουργοί άλλαζαν, οι ασφαλιστικοί νόμοι περίμεναν στην σειρά να εφαρμοστούν και ν' αποδειχθούν σκάρτοι και οι συνταξιούχοι κάθε πρώτη του μήνα συνέχιζαν το βιολί τους: «Τόσο μου κόψανε».
Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, δεν ήταν δυνατόν να κόβονται κάθε μήνα οι συντάξεις. Θα είχαν μηδενιστεί προ πολλού. Όλη αυτή η σταθερή φημολογία όμως (τροφοδοτημένη και από την τηλεόραση), όλη αυτή η πανσπερμία νόμων και αλλαγών, ο διαρκής διαχωρισμός των συνταξιοδοτικών ομάδων ανάλογα με τα ταμεία και τους χρόνους συνταξιοδότησης, δημιούργησαν τελικά στα μυαλά του κοσμάκη ένα πραγματικό συνταξιοδοτικό χάος.
Ποτέ άλλοτε μια κοινωνία δεν ασχολήθηκε τόσο πολύ με τις συντάξεις και ποτέ άλλοτε δεν είχε ξαναϋπάρξει τέτοια μαζική άγνοια επί του θέματος. Οι κύριες, οι επικουρικές, οι συντάξεις των ευγενών ταμείων, οι συνενώσεις και οι καινούριοι διαχωρισμοί, οι προ και μετά του '92, οι προ και μετά του Κατρουγκάλειου νόμου, η εθνική και η ανταποδοτική, η όσμωση ασφαλιστικής και φορολογικής πολιτικής, έγιναν ένας αχταρμάς στα μυαλά των συφοριασμένων συνταξιούχων από τον οποίον κανένας δεν μπορούσε να βγάλει νόημα.
Στους πίνακες των εφημερίδων ή του Γιώργου Αυτιά κάθε Σαββατοκύριακο, έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα. Κανένας δεν ήξερε σε ποια κατηγορία υπαγόταν, κανένας δεν καταλάβαινε ποιους συνταξιούχους (νυν ή μελλοντικούς) αφορούσαν τα παραδείγματα, όλοι όμως ταυτίζονταν με το χειρότερο απ' τα σενάρια που πάντα προέβλεπε καινούριες μειώσεις. Ακόμα κι αυτό το αισχρό προεκλογικό επίδομα του Τσίπρα μπήκε στην ίδια μέγγενη. Δεν έβλεπαν τι πήραν, αλλά τι τους έκοψαν απ' το επίδομα.
Αυτό το σκηνικό κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια. Σε μια χώρα που χρειαζόταν απεγνωσμένα να στηρίξει τους νέους ανθρώπους που έπαιρναν των οματιών τους κι έφευγαν, ο δημόσιος διάλογος μονοπωλήθηκε γύρω απ' τις απολαβές των απομάχων της ζωής και μάλιστα όχι για να ξεκαθαρίσει αλλά για να μπερδέψει τα πράγματα. Στην πραγματικότητα, αυτή η ατέρμονη συζήτηση υπονόμευε συστηματικά κάθε εναπομείναν ψήγμα ασφαλιστικής συνείδησης. Όταν παγιώνεται μέσα στην κοινωνία η αντίληψη ότι η σύνταξη δεν είναι δικαίωμα του πολίτη που υπόκειται σε κανόνες, αλλά ένα ασανσέρ που ανεβοκατεβαίνει ανάλογα με τα καπρίτσια των πολιτικών και της συγκυρίας, τότε κανένας δεν επιδιώκει να ασφαλίζεται.
Επίσης, όταν οι πολίτες κυριαρχούνται από την (πλασματική ή πραγματική) βεβαιότητα ότι το εισόδημα τους δεν είναι σταθερό αλλά αλλάζει κάθε μήνα ανάλογα με την κυβέρνηση και την συγκυρία, η περίφημη κοινωνική συνοχή πάει περίπατο. Για να ευημερεί και να παράγει μια κοινωνία χρειάζονται κάποιες σταθερές, όχι διαρκής συζήτηση για το χάνουμε. Το πρώτο μεγάλο βήμα που πρέπει να κάνουν ο Μητσοτάκης και ο Βρούτσης, είναι να πείσουν τους συνταξιούχους ότι η συζήτηση για (κρυφές ή φανερές) περικοπές είναι άνευ αντικειμένου.
Μόνο μετά απ' αυτό θ' αρχίσουν αν διεκδικούν και οι νέοι εργαζόμενοι την ασφαλιστική τους κάλυψη από τους εργοδότες. Διότι σήμερα, παρά τις σκληρούς ελέγχους, η λέξη «μαύρα» καλοακούγεται στ' αυτιά των νεαρών παιδιών που δουλεύουν. Αν η φράση «σιγά μην πάρω εγώ σύνταξη» δεν εξαφανιστεί απ' την νεοελληνική γλώσσα, τίποτα δεν πρόκειται να βελτιωθεί.