Του Κώστα Υφαντή*
Ένα μήνα μετά τις εκλογές της 1 Νοεμβρίου 2015 μπορούμε με μεγαλύτερη ηρεμία και αξιοπιστία να συζητήσουμε τι είναι αυτό που θεμελιώνει την πολιτική ηγεμονία του Ταγίπ Ερντογάν και του AKP στην πολιτική ζωή της Τουρκίας. Πώς κατάφερε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης να εξασφαλίσει μία νίκη τόσο μεγάλη που ούτε το ίδιο δεν προέβλεπε. Πώς ένα κόμμα που κυβερνά για 13 χρόνια, που η εκλογική του δύναμη μειώθηκε σχεδόν δέκα μονάδες τον Ιούνιο, κατόρθωσε να ανακάμψει τόσο εντυπωσιακά; Η όποια απάντηση δεν μπορεί να είναι απλή. Τέσσερις παρατηρήσεις:
--- Πρώτον, το 40 τοις εκατό του Ιουνίου σηματοδότησε μεν την πρώτη φορά που η εκλογική δύναμη του ΑΚΡ μειώθηκε, αλλά την ίδια στιγμή έδειξε ότι παραμένει μακράν η πρώτη πολιτική δύναμη στη χώρα και η μόνη της οποία η επιρροή είναι κυρίαρχη σχεδόν σε ολόκληρη την τουρκική επικράτεια. Η ανάκαμψη του Νοεμβρίου επιβεβαιώνει εμφατικά αυτήν την πολιτική γεωγραφία.
--- Δεύτερον, τα αποτελέσματα έδειξαν τα όρια των κομμάτων της αντιπολίτευσης και αποκάλυψαν για μία ακόμη φορά ότι αυτά παραμένουν πολιτικοί σχηματισμοί περιφερειακής μόνον επιρροής και σε αυτήν τη συγκυρία έχουν αποτύχει παταγωδώς να εκπροσωπήσουν το εκλογικό σώμα σε παντουρκικό επίπεδο και να προσφέρουν ένα στοιχειωδώς ανταγωνιστικό πολιτικό αφήγημα.
--- Τρίτον, η περίοδος που μεσολάβησε μεταξύ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων υπήρξε τραυματική για την Τουρκία. Στις 5 Ιουνίου, δύο μόλις ημέρες πριν τις εκλογές, οι βομβιστικές επιθέσεις στο Ντιγιαρμπακίρ με τέσσερις νεκρούς και πάνω από διακόσιους τραυματίες βύθισε τη χώρα στο χάος. Ακολούθησαν δολοφονίες αστυνομικών και στελεχών των υπηρεσιών ασφαλείας που ξύπνησαν μνήμες ανασφάλειας και τρόμου οι οποίες είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν μετά το «Κουρδικό άνοιγμα» που ξεκίνησε η κυβέρνηση τον Απρίλιο του 2013.
--- Τέταρτον, ο Ταγίπ Ερντογάν, ως Πρόεδρος πλέον, έκανε ότι μπορούσε για να αποτρέψει τη συγκρότηση κυβέρνησης συνασπισμού, που εκ των πραγμάτων θα περιόριζε την πολιτική του παντοδυναμία και θα έβαζε φρένο στην αντιθεσμική του συμπεριφορά.
Έδωσε εντολή στον Αχμέτ Νταβούτογλου να προσπαθήσει να σχηματίσει κυβέρνηση σχεδόν ένα μήνα μετά τις εκλογές του Ιουλίου. Ο Νταβούτογλου ξόδεψε δέκα ημέρες χωρίς να αναλάβει καμία δημόσια πρωτοβουλία και κατόπιν για 32 ημέρες «διαπραγματεύτηκε» με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), για να δηλώσει 3 ημέρες πριν τη λήξη της συνταγματικής προθεσμίας των 45 ημερών ότι μία κυβερνητική συνεργασία δεν είναι εφικτή.
Ο Πρόεδρος δεν θεώρησε σκόπιμο να δώσει την εντολή στο CHP και οδήγησε τη χώρα σε επαναληπτικές εκλογές. Η θέση του εθνικιστικού MHP ότι δεν θα συναινούσε σε καμία κυβέρνηση στην οποία θα συμμετείχε το φιλοκουρδικό HDP προσέφερε στον Ερντογάν το ιδανικό πρόσχημα.
Οι προβλέψεις πολλών ήταν ότι το εκλογικό σώμα θα τιμωρήσει τον Ταγίπ Ερντογάν. Στο μεταξύ, η τουρκική Λίρα κατέρρευσε, η οικονομία επιβραδύνθηκε και άλλο και ο Ερντογάν άρχισε να επισείει τον κίνδυνο που θα αποτελούσε για τη χώρα μια κυβέρνηση συνασπισμού. Η βομβιστική επίθεση της 10ης Οκτωβρίου που σκότωσε 102 πολίτες λειτούργησε ως ένας πολύ ισχυρός συναγερμός για μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, που φοβήθηκε ότι εν τη απουσία μιας ισχυρής κυβέρνησης οι κίνδυνοι για τη χώρα ήταν προ των πυλών.
Οι Ερντογάν και Νταβούτογλου έπαιξαν έξοχα το χαρτί της «σταθερότητας»: χωρίς πολιτική σταθερότητα, ούτε η οικονομική σταθερότητα μπορεί να διατηρηθεί, ούτε μια αποφασιστική αντιτρομοκρατική στρατηγική να εφαρμοστεί. Στο τέλος, το εκλογικό σώμα προτίμησε το μικρότερο δυνατό ρίσκο και οι συντηρητικοί ψηφοφόροι «επαναπατρίστηκαν» μαζικά ενώ και αρκετοί ψηφοφόροι του MHP θεώρησαν το AKP ως το πλέον κατάλληλο να εφαρμόσει εθνικιστικές πολιτικές. Το φιλοκουρδικό κόμμα πλήρωσε την επιτυχία του Ιουνίου. Πολλοί Τούρκοι τότε ψήφισαν στρατηγικά με σκοπό να μειώσουν την πλειοψηφία του ΑΚΡ και να πλήξουν τις προεδρικές του φιλοδοξίες. Τον Νοέμβριο, θεωρώντας ότι η είσοδος του HDP στη Βουλή είναι δεδομένη, έμειναν σπίτι τους.
Με τη νίκη του Νοεμβρίου το κόμμα του Ερντογάν θα κυβερνήσει την Τουρκία με ισχυρή πλειοψηφία για τέσσερα χρόνια, ενώ πολλοί είναι αυτοί που προβλέπουν ότι θα είναι ο νικητής και των επόμενων εκλογών το 2019. Το AKP μετατρέπεται ταχύτατα όχι απλώς σε κυρίαρχη πολιτική δύναμη, αλλά σε ηγεμονικό καθεστώς που πια είναι σε θέση να αμβλύνει περαιτέρω τον κοσμικό/κεμαλικό χαρακτήρα της τουρκικής κοινωνίας, εντείνοντας τη λειτουργία μιας νέας ισλαμικής κοινωνικής μηχανικής. Όλο και περισσότερο η ιδέα της «Νέας Τουρκίας» θα οριοθετεί τον δημόσιο διάλογο και βίο για το τι σημαίνει νεωτερικότητα, κοσμική δημόσια σφαίρα, μεσαία τάξη, lifestyle και τι είναι η τουρκική ταυτότητα. Ζητήματα που πολλοί και πολλές στην Τουρκία θεωρούσαν ότι «έκλεισαν» πριν από πολλές δεκαετίες, τα άνοιξε με ένταση ο Ερντογάν μετά τη νίκη του το 2011, ενώ τώρα ήλθε η στιγμή της εφαρμογής του οράματός του.
Η Νέα Τουρκία είναι μια κοινωνία που στηρίζεται στους πυλώνες της ταχύτατης αστικοποίησης και του μεταβαλλόμενου άξονα «κέντρου» και «περιφέρειας». Το νέο κέντρο απαρτίζεται από μια νέα επιχειρηματική τάξη που θεωρεί ότι οφείλει τα πάντα στο ΑΚΡ και τον Ταγίπ Ερντογάν, μια νέα κοινωνία πολιτών που έχει τις ρίζες της στην Ανατολία, νέα συντηρητικά ΜΜΕ, καθώς και νέους δημόσιους διανοούμενους που προσφέρουν μέγιστη ορατότητα στη θρησκευτική έκφραση και σε πολιτικές ταυτότητας αποστασιοποιημένες από την κυρίαρχη μέχρι τώρα κεμαλική ρεπουμπλικανική παράδοση. Όλα αυτά απαιτούν ηγεμονική διοίκηση που όλο και πιο εύκολα θα διολισθαίνει σε αυταρχικές, αντιδημοκρατικές μεθόδους διακυβέρνησης.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο και Επισκέπτης Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Kadir Has, Κωνσταντινούπολη.