Ένα σκήπτρο, σύμβολο εξουσίας, από τα σπανιότερα ευρήματα, ένα ξίφος με ιδιαίτερη σημασία, αγγεία και πολλά άλλα από τα θαυμαστά που βρήκε στην Κνωσό, παρουσίασε η δρ. Αθανασία Κάντα, επίτιμη διευθύντρια Αρχαιοτήτων Περιφερειακής Ενότητας Ηρακλείου, γενική γραμματέας της Μεσογειακής Αρχαιολογικής Εταιρείας και διευθύντρια του Κέντρου Μελέτης του Κρητικού και Μεσογειακού Πολιτισμού σε ομιλία της στο Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης.
Η επιστήμονας μίλησε ως προσκεκλημένη του Τμήματος Ελληνικής και Ρωμαϊκής Τέχνης του μουσείου, προχθές Παρασκευή. Ανέπτυξε το πολύ ενδιαφέρον θέμα «Πρόσφατες ανασκαφές στο Θρησκευτικό κέντρο της πόλης της Κνωσού και η μετάδοση της πολιτιστικής μνήμης μέσω των χιλιετιών (περίπου 1800 π.Χ. έως τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους και μετέπειτα)».
Τα τελευταία χρόνια, μέσα σε μόλις 525 τ.μ. και 8,5 μ. μέγιστο βάθος η ανασκαφέας εντόπισε νέους εκπληκτικούς θησαυρούς που βοηθούν στη μελέτη της πλούσιας ιστορίας των μινωικών αλλά και των ιστορικών χρόνων. Το θρησκευτικό κέντρο της Κνωσού λειτουργούσε από το 1800 π.Χ. έως και τον 8ο αι. μ.Χ. Ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα ήταν το σκήπτρο θρησκευτικής χρήσης, φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από ελεφαντόδοντο. Είναι ολοπλούμιστο και κατάγραφο. Έχει σχήμα στρογγυλό με τετράπλευρη διατομή και κάθε πλευρά φέρει επιγραφές από την αδιάβαστη έως σήμερα Γραμμική Α. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για θρησκευτικό σύμβολο και η μεγάλη του αξία του έγκειται στο ότι δεν έχει ξαναβρεθεί τόσο μεγάλη επιγραφή της Γραμμικής Α και μάλιστα σε τόσο πολυτελές αντικείμενο.
Μαζί η κα Κάντα βρήκε ένα χάλκινο ξίφος με ένθετο χρυσό γρύπα, μια σφραγίδα με όνομα θεότητας σε ιερογλυφική γραφή, τμήματα ράβδων χρυσού, αργύρου κ.λπ. Το Θρησκευτικό Κέντρο ανακαλύφθηκε στον δυτικό σύγχρονο οικισμό της Κνωσού, στην τοποθεσία Μπουγάδα Μετόχι.
Η Κνωσός είναι μια περιοχή που υπήρξε το μέγιστο ίσως κέντρο ανάπτυξης του μινωικού πολιτισμού. Κατοικήθηκε όμως χιλιετίες πριν και συγκεκριμένα στην Πρώιμη Νεολιθική Εποχή (7η χιλιετία π.Χ.) όπως φαίνεται από οικισμό που είχε ανασκάψει ο Αρθουρ Εβανς. Ηδη από τη Νεολιθική Εποχή υπάρχουν στοιχεία λατρευτικών-μαγικών τελετουργιών.
Αναλύοντας τα σημαντικότερα από τα πρόσφατα αυτά ευρήματα στο «Ιερό των Φετίχ», το οποίο χρησιμοποιήθηκε για μια συγκεκριμένη περίοδο, όπως τα έχει παρουσιάσει η Αθανασία Κάντα σε συνέντευξή της στον Παναγιώτη Γεωργουδή (εφημερίδα των συντακτών») θα λέγαμε πως το συγκεκριμένο ιερό, που βρίσκεται στο Θρησκευτικό Κέντρο της Πόλης της Κνωσού είναι μια ξεχωριστή περίπτωση. «Τόσο η διαμόρφωση του κτιρίου όσο και τα ίδια τα ευρήματα βρέθηκαν στη θέση τους και ο θρησκευτικός τους χαρακτήρας είναι αδιαμφισβήτητος. Πρόκειται για ένα κτίριο δίχωρο με προθάλαμο.Το κυρίως ιερό είχε θρανίο, επάνω στο οποίο είχαν τοποθετηθεί τρία λίθινα συσσωματώματα. Μπροστά τους στο δάπεδο υπήρχαν αγγεία με προσφορές, ενώ στο κέντρο περίπου του δωματίου υπήρχε λίθινος πεσσός. Γύρω από τον πεσσό και πάνω στο δάπεδο είχαν τοποθετηθεί επίσης αγγεία με προσφορές.
Οπως δείχνει η κεραμική, το ιερό αυτό εγκαταλείφθηκε γύρω στο 1230 π.Χ. Ο πεσσός αποτελείται από έναν ορθογώνιο λίθο διαστάσεων 0,30 μ. επί 0,32 μ. Δεν υπήρχαν άλλοι λίθοι μέχρι την οροφή του κτιρίου επάνω σε αυτόν τον πεσσό. Τέτοιοι πεσσοί, όπως είναι γνωστό, δεν κατασκευάζονται πια μετά τη Νεοανακτορική Εποχή.
Ο πεσσός του ‘Ιερού των Φετίχ’ είναι ένα λατρευτικό αντικείμενο, ίσως μια ανεικονική παράσταση της θεότητας. Παρόμοιος πεσσός εμφανίζεται σε πλακίδια υαλόμαζας από τις Μυκήνες. Εκεί, ο πεσσός έχει εκατέρωθεν δύο δαίμονες της βλαστήσεως, οι οποίοι κάνουν σπονδές με πρόχους στον πεσσό.»
Χαρακτηριστικό των κτισμάτων του οικοπέδου είναι ότι σε μεγάλο βαθμό η κάθε οικοδομική φάση ανακύκλωσε δομικό υλικό των προηγούμενων. Ετσι, το «Ιερό των Φετίχ» κτίστηκε από ανακυκλωμένο δομικό υλικό του μεγάλου νεοανακτορικού κτιρίου, που βρίσκεται κάτω από αυτό.
Ο δυτικός τοίχος του κυρίως θαλάμου έχει σαφές πρόσωπο προς τα ανατολικά, ενώ η δυτική του όψη δεν είναι κανονική, δείχνοντας ότι το «Ιερό των Φετίχ» έχει κτιστεί μέσα σε μία τάφρο που ανοίχθηκε σε επίχωση, η οποία δημιουργήθηκε από την κατάρρευση ενός από τα δωμάτια του νεοανακτορικού κτιρίου.
«Πολύ αργότερα» όπως λέει η αρχαιολόγος στην ίδια συνέντευξη, «όταν πιθανόν κατά τη μέση Ελληνιστική Περίοδο (275-150 π.Χ.) γινόταν αφαίρεση δομικού υλικού παλαιότερων εποχών, άρχισε η αφαίρεση της βόρειας πλευράς και βορειοδυτικής γωνίας του κυρίως θαλάμου του ιερού.
Τότε ήρθε στο φως, σε ορισμένα σημεία, το πάνω μέρος των συσσωμάτων.
Φαίνεται ότι ο ιερός χαρακτήρας του χώρου έγινε αντιληπτός και, για να μην καταρρεύσει η βορειοδυτική γωνία του, από την οποία είχε αρχίσει η αφαίρεση λίθων, κτίστηκε αναλημματικός τοίχος σε όλο το μήκος της βόρειας πλευράς και υποστυλώθηκε η βορειοδυτική γωνία. Ο τοίχος αυτός έχει καλό πρόσωπο προς Βορρά, ενώ το εσωτερικό του αποτελείται από γέμισμα με πέτρες και χώμα.»
Εκτός του προθαλάμου υπάρχει και δεύτερος χώρος. Εχει, επίσης, δάπεδο από ασβεστοκονίαμα, το οποίο διατηρείται σε μεγάλο μέρος της έκτασής του. Σφραγισμένο κάτω από το δάπεδο αυτό και σαφώς πάνω από τα ερείπια των τοίχων του νεοανακτορικού κτιρίου, βρέθηκε ένα μοναδικό για την Κρήτη μέχρι τώρα αντικείμενο, που εναποτέθηκε ως εγκαίνιο στο «Ιερό των Φετίχ».
Πρόκειται για κοντό χάλκινο ξίφος μήκους 40 εκατοστών. Εχει ελεφάντινο μήλο και ελεφάντινη επένδυση λαβής, που στερέωναν επίχρυσοι ήλοι. Το ξίφος φέρει ένθετη διακόσμηση καθιστού γρύπα με ανοικτά χρυσά φτερά και στις δύο πλευρές του. Πρόκειται για την τεχνική της μελανής ένθετης διακόσμησης, η οποία παλαιότερα λεγόταν niello και με αυτήν έχουν κατασκευαστεί τα γνωστά εγχειρίδια της μυκηναϊκής Ελλάδας.
H ένθετη διακόσμηση έγινε μέσα σε κόψιμο, το οποίο ακολουθούσε το περίγραμμα του γρύπα σε βάση κράματος χαλκού με την εφαρμογή φύλλων χρυσού και αργύρου στη διαμορφωμένη επιφάνεια του ξίφους.
«Η παρουσία του γρύπα στο μοναδικό αυτό αντικείμενο παραπέμπει σε βασιλικό όπλο και σχετίζεται με τη μυκηναϊκή βασιλική δυναστεία του τελευταίου ανακτόρου της Κνωσού» τονίζει η κα Κάντα. Το Δωμάτιο του Θρόνου της Κνωσού διακοσμείται με τοιχογραφία γρυπών, μεταξύ των οποίων, δύο εκατέρωθεν του θρόνου.
Η τοιχογραφία αυτή παραπέμπει στον γρύπα ως σύμβολο της δυναστείας. Υπενθυμίζεται ότι γρύπες υπάρχουν, επίσης, στο Δωμάτιο του Θρόνου του ανακτόρου της Πύλου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η περιοχή της Μεσσηνίας και όλης της νότιας Πελοποννήσου γενικότερα, τη Μυκηναϊκή Εποχή έχει πολλά μινωικά στοιχεία.»
Το σημαντικότερο εύρημα είναι, όπως είπαμε στην αρχή του κειμένου «ένα θρησκευτικό σύμβολο εν είδει ‘σκήπτρου’ από ελεφαντόδοντο. Πρόκειται για ένα περίπου κυκλικό αντικείμενο τετράπλευρης διατομής από τμήμα χαύλιου ελέφαντα, το οποίο φέρει επιγραφή Γραμμικής γραφής Α σε όλες τις πλευρές. Η επιγραφή αυτή είναι η μεγαλύτερη που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα.
Το κάτω τμήμα του κύκλου είχε κενό, στο οποίο προσαρμόζονταν η λαβή του ‘σκήπτρου’. Η λαβή αυτή, επίσης από ελεφαντόδοντο, είναι τετράπλευρη και μειούμενη σε πλάτος προς τα κάτω. Φέρει επιγραφές και στις τέσσερις πλευρές της. Ο ελεφάντινος κύκλος έχει δύο μικρές αντωπές διαμπερείς οπές για την πρόσθεση ήλων που συγκρατούσαν κυκλικό αντικείμενο από φθαρτό υλικό που δεν σώθηκε.
Το μοναδικό αυτό αντικείμενο μαρτυρείται και σε άλλα μινωικά τέχνεργα παρόμοιας, αλλά και μεταγενέστερης εποχής.
Φαίνεται ότι το ‘σκήπτρο’ εναποτέθηκε στον αποθέτη μετά τη χρήση του. Στρογγυλό πλακίδιο φαγεντιανής διαμέτρου 15 εκατοστών με δύο όψεις, το οποίο έφερε οπή στη μέση, φαίνεται ότι σχετίζεται με το ελεφαντοστέινο ‘σκήπτρο’. Είναι χαρακτηριστικό ότι και τα δύο αντικείμενα βρέθηκαν μαζί στον αποθέτη και έχουν περίπου την ίδια διατομή. Είναι ενδεχόμενο να πρόκειται για ένα δεύτερο «σκήπτρο». Ο αποθέτης περιείχε, επίσης, μεταξύ άλλων, μαρμάρινο αγγείο, καθώς και αναθηματικό εγχειρίδιο από φύλλο χαλκού».