Η ανάκριση κράτησε πολύ, πάρα πολύ, επτά ολόκληρους μήνες. Μας βασάνιζαν, μας χτυπούσαν, μου έσπασαν το κεφάλι, μέχρι σήμερα υπάρχει η ουλή, μας έβγαλαν τα δόντια. Δεν άντεξα και είπε: «Κύριε, κάπου πρέπει να υπάρχει η αλήθεια!». Ο ανακριτής είχε ένα μεγάλο μπουκάλι σαμπάνιας γεμάτο μεταλλικό νερό, τυλιγμένο σε εφημερίδα «Πράβντα». Ήταν το τελευταίο που άκουσα. Έχασα τις αισθήσεις μου.
Για μερικές μέρες δεν με ξαναπήραν για ανάκριση. Ήμουν στη φυλακή, όπου υπήρχαν πάρα πολλοί από τους αποκαλούμενους «τροτσκιστές», που ήταν εκεί από το 1937 (όλες οι φυλακές της Μόσχας εκκενώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και τους κρατούμενους τους είχαν στείλει στην πόλη Σαράτοφ) και με είχαν προετοιμάσει. Με συμβούλευαν πώς να φέρομαι στην ανάκριση: δεν ξέρω, δεν άκουγα, δεν είδα, δεν υπογράφω τίποτα, δεν μπορώ να «δουλέψω» με αυτόν τον ανακριτή. Έτσι κι έκανα.
Έμπαινα σοβαρή, γεμάτη μελανιές και σώπαινα. «Γιατί σωπαίνεις»; «Δεν θα δουλέψω μαζί σας, χρειάζομαι εισαγγελέα». Ο ανακριτής κάλεσε εισαγγελέα. Ήρθε και μου είπε: «Με καλέσατε;» «Ναι, βλέπετε με χτυπάει!» «Χτυπάει;» «Ναι. Μου έσπασε το κεφάλι, έχω ράμματα». Τότε ο εισαγγελέας είπε: «Δώστε!» και έτεινε το χέρι του στον ανακριτή. Εκείνος του έδωσε τη βεβαίωση που την είχαν υπογράψει οι δεσμοφύλακες και στην οποία έλεγε ότι έπεσα από τη σκάλα. Τότε κατάλαβα ότι είναι μάταια όλα. Η ανακριτής με πλησίασε και μου είπε: «Δεν σ’ αρέσει η σοβιετική εξουσία;» Του απάντησα: «Δεν πάτε στο διάβολο μαζί με την εξουσία σας!» Ωχ, πόσο χάρηκε! Αμέσως τα κατέγραψε όλα κι εγώ υπέγραψα. Αυτό υπήρχε υπογραμμισμένο με κόκκινη μελάνη στο κατηγορητήριό μου.
Δικαστήκαμε από στρατοδικείο, τρομακτικά πράγματα! Μας χώρισαν σε ομάδες. Η μια ήταν τέσσερα ή πέντε αγόρια κι εγώ: αυτή ήταν η «τρομοκρατική μας ομάδα». Στο δικαστήριο ανέγνωσαν το κατηγορητήριο: απόπειρα δολοφονίας ενός εκ των ηγετών του κράτους (δηλαδή του Στάλιν). Τον Τόλια Γκριγκόριεφ τον καταδίκασαν στην εσχάτη των ποινών και τον εκτέλεσαν. Τα υπόλοιπα παιδιά καταδικάστηκαν σε δέκα χρόνια κάθειρξη, εγώ σε πέντε.
Δουλεύαμε στην κατασκευή κάποιας σιδηροδρομικής γραμμής του Στάλινγκραντ, κουβαλούσαμε πέτρες. Δεν μας έδιναν σχεδόν καθόλου φαγητό. Μας έδιναν μόνο λίγη χορτόσουπα και όλοι μας ήμασταν εξαντλημένοι. Οι άνθρωποι σωριάζονταν κάτω από την εξάντληση και πέθαιναν. Στη συνέχεια, δεν μας έβγαζαν πια έξω από τη ζώνη. Αφού έπεσα κάτω πολλές φορές, άρχισαν να μου αναθέτουν πιο ελαφριές εργασίες.
Στη ζώνη, υπήρχαν στοιβαγμένα τα γυμνά κουφάρια των Γερμανών. Τα πτώματα των Γερμανών στρατιωτών τα φορτώναμε σε ένα κάρο που έσερναν δύο βόδια, τα μεταφέραμε σε ένα λάκκο και τα πετούσαμε μέσα. Έπρεπε να κάνουμε τρία δρομολόγια την ημέρα, αυτή ήταν η νόρμα.
Όταν, λοιπόν, μια φορά ξεφόρτωνα τα αποστεωμένα πτώματα (προσπαθούσα με πολλή προσοχή να τα τραβήξω από το κάρο και να σπρώξω με τη σανίδα στο λάκκο), έπεσε στον λάκκο το καπέλο μου. Δεν μπορούσα να το πιάσω, φοβόμουν να κατέβω κάτω και τότε έγραψαν στο ποινολόγιο: απώλεια δημόσιου υλικού.
Στο στρατόπεδο μας είχαν χωρίσει σε μπριγάδες ανάλογα με το άρθρο του Ποινικού Κώδικα που είχαμε καταδικαστεί. Εγώ βρέθηκα σε μπριγάδα διανοουμένων. Όλοι τους ήταν πολύ αδύναμοι, δεν μπορούσαν να κάνουν δουλειές μέτριου βαθμού δυσκολίας. Δεν μπορούσαμε όμως να κάνουμε τίποτα, μας υποχρέωναν να κάνουμε άσκοπες, ανεξήγητες για έναν λογικό άνθρωπο, δουλειές.
Στη μέση μας είχαμε κρεμασμένες τις καραβάνες του φαγητού. Μας υποχρέωναν κατά τη διάρκεια ολόκληρης της ημέρας να μαζεύουμε σε αυτές τις καραβάνες πετρούλες και να φτιάχνουμε σωρούς από αυτές. Την επόμενη ημέρα σκόρπιζαν αυτές τις πετρούλες σε όλη τη ζώνη και μας υποχρέωναν να τις μαζεύουμε πάλι σε σωρούς και στη συνέχεια να τις παίρνουμε από τη μια σωρό και να τις πηγαίνουμε σε μία άλλη που ήταν λίγα μέτρα πιο πέρα...
Μέσα στη ζώνη κυλούσε ένα ρυάκι. Το χώρισαν στη μέση με σανίδες και να μας υποχρέωναν να παίρνουμε νερό με τις καραβάνες από τη μια πλευρά και να το χύνουμε στην άλλη. Έβαζαν μάλιστα σημάδια: εδώ θα παίρνετε το νερό και εδώ, μετά τη σανίδα, θα το χύνετε.
Η κατάσταση της υγείας μου επιδεινωνόταν μέρα με την ημέρα. Άρχισαν και πάλι οι αφόρητοι πονοκέφαλοι και η ουλή στο κεφάλι που απέκτησα στην ανάκριση, άρχισε να πυορροεί. Μ’ έστειλαν στο νοσοκομείο του στρατοπέδου, όπου η γιατρός ήταν η κρατούμενη Γιλένα Βλαντίμιροβνα Μποντς-Μπουγιέβιτς.
Με περιποιήθηκε και μου φέρθηκε πολύ καλά, έγραψε μάλιστα και ένα γράμμα στην μητέρα μου, λέγοντάς της πως με είχε μεγαλώσει καλά και πως παρά το γεγονός πως βρέθηκε μέσα σε τόσο φρικτές συνθήκες, παρέμεινα το ίδιο καλό κορίτσι που ήμουν και παλιά. Μου έδινε επιπλέον φαγητό κι έτσι άρχισα να συνέρχομαι. Εκτός από αυτό μου έμαθε λίγα πράγματα για τα φάρμακα, θέλοντας να με κάνει κάτι σαν αδελφή νοσοκόμα. Ήμουν ακόμη άρρωστη, αλλά τη βοηθούσα και μάλιστα αναλάμβανα την εφημερία ως βραδινή καθαρίστρια.
Μία καλοκαιρινή ημέρα, περνώντας δίπλα από το νεκροτομείο, το οποίο τις νύχτες παρέμενε κλειστό, άκουσα κάποιον να χτυπάει από μέσα. Μπήκαμε μαζί με τον νοσηλευτή, γιατί φοβόμουν να πάω μόνη μου. Ανοίξαμε την πόρτα κι είδαμε έναν τελείως γυμνό άντρα που για κάποιο λόγο φορούσε μόνο τα γυαλιά του και με δεμένη μία σιδερένια μπάλα στο πόδι. Ήταν ένας από το Λένινγκραντ ονόματι Κοσκαμάντοφ...
Όρμησε προς το μέρος μας φωνάζοντας: «Με διέγραψαν ξανά από το συσσίτιο, δεν μου έδωσαν πάλι την μερίδα μου!». Δεν ήταν η πρώτη φορά που έμενε στο νεκροτομείο, αδιαφορούσε παντελώς που ζούσε ανάμεσα στους νεκρούς. Το μοναδικό πράγμα που τον απασχολούσε ήταν ότι του έκοψαν το συσσίτιο, πράγμα πιο τρομακτικό και από τον ίδιο τον θάνατο.
Πώς όμως βρίσκονταν οι ζωντανοί στο νεκροτομείο; Στην πλειοψηφία μας όλοι υποφέραμε από ποδάγρα που είναι η αρρώστια του εξαντλημένου οργανισμού. Ο οργανισμός είχε εξαντληθεί σε τέτοιο βαθμό που δεν ακουγόταν σχεδόν καθόλου ο σφυγμός και σ’ αυτή την κατάσταση αρκούσε η εντολή του νοσηλευτή: α-α-α!... πάρτε, πάρτε...
* Η Ιρίνα Πιοτρόφσκαγια-Γιανκόφσκαγια, γεννήθηκε το 1924 στην πόλη Σαράτοφ. Το 1941 τη συνέλαβαν ύστερα από καταγγελία ενός συμμαθητή της ότι διάβασε το «αντεπαναστατικό» ποίημα του Σεργκέι Γιεσένιν «Επιστροφή στην πατρίδα».