Ίσως να στενοχωρήσω τους φίλους των Κυθήρων, που ενθουσιάστηκαν από την αναφορά της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλας Φον ντερ Λάιεν, κατά τη διάρκεια του συνεδρίου Rural Pact, στα προϊόντα «σημαίες» του νησιού, που είναι το λάδι και το μέλι, καθώς και στις έξυπνες δράσεις, όπως είναι η γεωργία ακριβείας και η πιστοποίηση των προϊόντων.
Είναι όμως αυτή η αναφορά, μια ουσιαστική απάντηση στο πρόβλημα της ενδεχόμενης παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης; Είναι δυνατόν να πιστεύουμε ότι με αναφορές στο λάδι και στο μέλι ενός νησιού, θα δοθούν απαντήσεις στην ενίσχυση των σοδειών στην Ευρώπη, καθώς και στην υποστήριξη των αγροτικών καλλιεργειών και της παραγωγής των απαραίτητων αγροτικών προϊόντων στις ευάλωτες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής;
Κατά τη γνώμη μας, η Ευρώπη κάνει ένα ακόμα λάθος. Μπερδεύει την αντιμετώπιση της επισιτιστικής κρίσης, με μια γενική πολιτική που έχει χαράξει για την αλλαγή της ζωής στα χωριά και για τη μετάβαση από τη γερασμένη αγροτική κοινωνία σε μια σύγχρονη αγροτική παραγωγή, με νέους αγρότες, εφοδιασμένους με ψηφιακά εργαλεία και αποδοτικές μεθόδους. Στην εισήγηση της, η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρθηκε σε υγιείς αγροτικές κοινότητες, σε ισορροπημένες σχέσεις ανάμεσα στη φύση και στη σκληρή δουλεία, στη ζωή στην ύπαιθρο, στις παραδόσεις που περνάνε από γενιά σε γενιά και στην επιστροφή των νέων ανθρώπων στα χωριά τους.
Όλα αυτά θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και θα μπορούσαν να εμπνεύσουν ένα ντοκιμαντέρ για τον αγροτουρισμό. Ωστόσο σήμερα οι καταστάσεις είναι πολύ δύσκολες και τα προβλήματα δείχνουν δυσεπίλυτα, για να ακούμε τέτοιου είδους ευχολόγια.
Με τη φετινή σοδειά σιτηρών στην Ουκρανία να έχει καταστραφεί, με τη σοδειά του 2023 να παραμένει εκτός ορίζοντα, με την παραγωγή ηλιέλαιου να αδυνατεί να καλύψει τις ανάγκες του πλανήτη, με το εμπάργκο της Ινδονησίας στην εξαγωγή φοινικέλαιου, με το εμπάργκο της εξαγωγής δημητριακών από την Ινδία, η Ευρώπη καλείται να δώσει διαφορετικές απαντήσεις.
Ωραίες και ενδιαφέρουσες οι ιστορίες για το μέλι και το ελαιόλαδο των Κυθήρων. Ωστόσο τόσο για το Ευρωπαϊκό, όσο και για το εγχώριο αγροτικό οικοσύστημα, άλλες είναι οι προτεραιότητες. Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εισάγουν τρόφιμα αξίας 122 δισ. ευρώ, κυρίως από τη Βραζιλία, τις ΗΠΑ, τη Νορβηγία, την Αργεντινή, την Κίνα, τον Καναδά, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ουκρανία και την Τουρκία. Τα προϊόντα που εισάγονται είναι κυρίως φρούτα και λαχανικά, ψαρικά, καφές, κακάο, τσάι και μπαχαρικά. Και αυτό αποτελεί πρόβλημα.
Για να αντιληφθούμε και τη σοβαρότητα του προβλήματος της αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής και στη χώρα μας, η Ελλάδα εισάγει το 60% των τροφίμων που καταναλώνει. Είναι χαρακτηριστικό, ότι κατά τη διάρκεια της πενταετίας 2015-2019 η χώρα μας εισήγαγε από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία οχήματα συνολικής αξίας 3,4 δισ. ευρώ και τρόφιμα ζωικής προέλευσης, όπως κρέας, γάλα, τυριά και γαλακτοκομικά προϊόντα, αξίας 4,2 δισ. ευρώ.
Επομένως το βάρος θα πρέπει να πέσει πάνω στη βελτιστοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της εγχώριας αγροτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής. Οι νέες τεχνολογίες όπως είναι οι υδροπονία και η αεροπονία, η εξοικονόμηση νερού και ενέργειας, η ρομποτική, ο χειρισμός μηχανημάτων εξ αποστάσεως, τα drones, τα αποτελεσματικότερα γεωργικά φάρμακα και λιπάσματα, η ενσωμάτωση της βιοτεχνολογίας, αποτελούν μονόδρομο.
Και θα περιμέναμε το πρότυπο για την Ελλάδα να είναι το αγροτικό μοντέλο της Ολλανδίας και του Ισραήλ και όχι η τηλεοπτική εκπομπή τύπου «επιστροφή στο χωριό». Η σύγκριση της Ελλάδας με τις προαναφερθείσες χώρες είναι αποκαρδιωτική. Η Ελλάδα με 37 εκατ. στρέμματα καλλιεργειών παράγει προϊόντα αξίας 190 ευρώ ανά στρέμμα. Το Ισραήλ με 6 εκατ. στρέμματα καλλιεργειών παράγει προϊόντα αξίας 1.290 ευρώ ανά στρέμμα Και η Ολλανδία με 45 εκατομμύρια στρέμματα καλλιεργειών παράγει προϊόντα αξίας 1.700 ευρώ ανά στρέμμα
Και πού οφείλεται το αγροτικό θαύμα της Ολλανδίας;
Η ολλανδική γεωργία βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στα θερμοκήπια, επιτρέποντας στους αγρότες να ελέγχουν στενά τις συνθήκες καλλιέργειας και να χρησιμοποιούν λιγότερους πόρους, όπως το νερό και το λίπασμα, επιτυγχάνοντας παράλληλα υψηλότερες αποδόσεις.
Η ολλανδική γεωργία έχει υιοθετήσει διάφορες μεθόδους, όπως είναι η χρήση ειδικού φωτισμού LED, που επιτρέπει την 24ωρη καλλιέργεια σε θερμοκήπια με ελεγχόμενη ρύθμιση της ατμόσφαιρας. Εντύπωση προκαλεί, επίσης, η νεοσύστατη πρακτική λίπανσης των ντοματών με απόβλητα ψαριών, τα οποία τις βοηθούν να μεγαλώνουν πολύ περισσότερο από το κανονικό.
Τέλος, στην ολλανδική αγροτική παραγωγή είναι διαδεδομένη η χρήση υδροπονικών καλλιεργητικών μονάδων, όπου τα φυτά καλλιεργούνται εκτός εδάφους, σε τεχνητά παρασκευασμένα ανόργανα θρεπτικά διαλύματα. Αυτή η μέθοδος μειώνει την απορροή, εξοικονομώντας τόσο νερό όσο και χρήματα. Σαν αποτέλεσμα το συνολικό αποτύπωμα νερού από την παραγωγή ντομάτας, στην Ολλανδία αντιστοιχεί μόλις στο 1/25 του παγκόσμιου μέσου όρου.
Ασφαλώς και έχουν ενδιαφέρον οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την επιστροφή των νέων στα χωράφια και με τη στήριξη των μικρών κοινωνιών. Ωστόσο η απογείωση των τιμών στα ράφια των supermarkets, η χαμηλή παραγωγικότητα της αγροτικής και κτηνοτροφικής οικονομίας, καθώς και ο κίνδυνος της έναρξης ενός εκτεταμένου επισιτιστικού πολέμου, πρέπει να μας οδηγήσει σε μια πιο ρεαλιστική προσέγγιση των δεδομένων, πέρα από την επιβράβευση του τρόπου παραγωγής του ελαιόλαδου και του μελιού.