Του Ανδρέα Μπελιμπασάκη
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980 δεν ήταν καθόλου καλή ιδέα να διασχίσεις τη νοτιοανατολική Τουρκία με αυτοκίνητο. Ναι, ο τότε κόσμος ήταν πολύ πιο ασφαλής και εντελώς διαφορετικός από τον σημερινό – μπορούσες οδικώς, ακόμη και με λεωφορείο, να ξεκινήσεις από το Λονδίνο και να φτάσεις στην κεντρική Ασία, το Αφγανιστάν και την Ινδία χωρίς προβλήματα –, πολλοί όμως Δυτικοευρωπαίοι ταξιδιώτες βίωναν δύσκολες στιγμές στις ορεινές περιοχές «γύρω από το Ντιγιαρμπακίρ», χωρίς να μπορέσουν να καταλάβουν ακριβώς την αιτία της ταλαιπωρίας τους. Αρκετοί τουρίστες συνελήφθησαν από την τουρκική αστυνομία επειδή έβγαζαν φωτογραφίες με ντόπιους ή επειδή αγόρασαν κασέτες με τοπική παραδοσιακή μουσική.
Περίπου την ίδια εποχή, το 1982, σε ένα χωριό της νοτιοανατολικής Τουρκίας, το Doganbey, δυνάμεις της τουρκικής χωροφυλακής ανεξήγητα επιτέθηκαν και βασάνισαν για πολλές ώρες τους κατοίκους (ακόμη και τον ιμάμη του χωριού). Ο αρχηγός της χωροφυλακής ωρυόμενος έβριζε και χτύπαγε τους κατοίκους, αναγκάζοντάς τους να του απευθύνονται μόνο στα τουρκικά. Οταν ένας χωρικός εθελοντικά προσφέρθηκε να μεταφράσει τις εντολές του σε γυναίκες που δεν καταλάβαιναν τη γλώσσα, κακοποιήθηκε βάναυσα από τους αστυνομικούς. Μετά διέταξε και τον βασανισμό των γυναικών που μιλούσαν μόνο κουρδικά. Ηταν η εποχή που στην Τουρκία οτιδήποτε σχετιζόταν με τη λέξη «Κούρδος» ήταν παράνομο. Στους γονείς απαγορεύθηκε να δίνουν στα παιδιά τους ονόματα που δεν ήταν τουρκικά, ενώ ξηλώθηκαν βίαια από καταστήματα του Ντιγιαρμπακίρ πινακίδες με κουρδικά ονόματα όπως Heval (σύντροφος) ή Welat (πατρίδα).
Πολιτιστική γενοκτονία δεκαετιών
Αυτή όμως η βάναυση μεταχείριση των τουρκικών αρχών δεν ήταν κάτι καινούργιο για τους Κούρδους. Από τη δεκαετία του 1920 οι Κούρδοι εκτοπίστηκαν βίαια από τα ανατολικά μέρη της χώρας, ενώ Ευρωπαίοι Τούρκοι μεταφέρθηκαν σε κουρδικές περιοχές στα πιο απομακρυσμένα τμήματα της Ανατολίας. Η κουρδική γλώσσα απαγορεύτηκε στα σχολεία, σε όλους τους δημόσιους οργανισμούς, ακόμη και στους δημόσιους χώρους, μέχρι το 1991. Ειδικά τη δεκαετία του 1980 στην Τουρκία, η φράση «είμαι Κούρδος» στα κουρδικά ισοδυναμούσε με έγκλημα. Στην πραγματικότητα, η βίαιη συμπεριφορά όλων των τουρκικών κυβερνήσεων στον κουρδικό αλυτρωτισμό ήταν μια απόπειρα πολιτιστικής γενοκτονίας.
Οταν ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στις στάχτες του Α'' Παγκοσμίου Πολέμου ίδρυσε την Τουρκική Δημοκρατία, επιχείρησε βίαια, υπό το δόγμα «ένα κράτος, μία γλώσσα, ένα έθνος», να ενώσει όλο το πολύχρωμο φυλετικό οθωμανικό μουσουλμανικό μωσαϊκό. Οι Κούρδοι αρνήθηκαν να ενταχθούν στη νέα ενιαία εθνική ταυτότητα και μέχρι σήμερα παραμένουν ο μεγαλύτερος αριθμός «αστέγων» της Γης και ο μεγαλύτερος εφιάλτης του τουρκικού κράτους. Η επίσημη Αγκυρα αποκαλεί ακόμη και σήμερα τον κουρδικό πληθυσμό «ορεινούς Τούρκους, που... έχασαν τη γλώσσα τους»...
Ακριβή στοιχεία για τον πληθυσμό των Κούρδων δεν υπάρχουν. Υπολογίζεται ωστόσο βάσει ευρωπαϊκών δημογραφικών προσεγγίσεων ότι περίπου 30-35 εκατομμύρια Κούρδοι κατοικούν σε ορεινές περιοχές που διασχίζουν τα σύνορα της Τουρκίας, του Ιράκ, της Συρίας, του Ιράν και της Αρμενίας. Περισσότεροι από τους μισούς Κούρδους -περίπου 18 με 20 εκατομμύρια- ζουν στην Τουρκία. Στην Κωνσταντινούπολη σύμφωνα με εκτιμήσεις ζουν 3 εκατομμύρια Κούρδοι. Αποτελούν την τέταρτη μεγαλύτερη εθνική ομάδα στη Μέση Ανατολή.
Η εμφάνιση του PKK και η μακροχρόνια στρατιωτική σύγκρουση στη Νοτιοανατολική Τουρκία, που ξεκίνησε το 1984 και διαρκεί μέχρι σήμερα, διαχώρισε οριστικά και αμετάκλητα την κουρδική ταυτότητα από την τουρκική. Ενώ ακόμη και η σύλληψη και φυλάκιση του Αμπντουλάχ Οτσαλάν το 1999, που πολλοί εκτίμησαν πως θα οδηγούσε στον αφανισμό το κουρδικό κίνημα, απέδειξε ότι η κουρδική εξέγερση δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο, αλλά εκφραστής ενός διαχρονικού αιτήματος εθνικής χειραφέτησης.
Οι φιλελεύθεροι κι ο Ερντογάν
Για τη σημερινή Τουρκία του Ερντογάν, τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά. Η βαθιά πεποίθηση της Αγκυρας που μετατρέπεται σε μόνιμο υπαρξιακό άγχος, ότι οι Κούρδοι της Τουρκίας μαζί με τους Κούρδους της Συρίας και του Ιράκ επιζητούν τον διαμελισμό της χώρας και επιβουλεύονται την εδαφική της ακεραιότητα, οδήγησε στην τουρκική εισβολή στη Συρία και στην επίθεση εναντίον της Αφρίν. Μια δυνητικά ιδιαίτερα επικίνδυνη περιπέτεια, καθώς η στρατιωτική εμπλοκή είναι κατά κανόνα πολύ απλούστερη υπόθεση από την απεμπλοκή. Με εξαίρεση τη Ρωσία, την Κίνα, το Κατάρ και το Ιράν, ο Ερντογάν καβγαδίζει ηχηρά με όλους. «Διατάζει» Ευρωπαίους και Αμερικανούς να προσέχουν κάθε τους βήμα στο Κουρδικό και τη στάση που θα τηρήσουν. Ο ίδιος κατάφερε από την περίφημη πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» με τα γειτονικά κράτη που επινόησε ο Νταβούτογλου, να μείνει «χωρίς γείτονες, άρα και χωρίς προβλήματα», όπως έγραψε ένας Τούρκος δημοσιογράφος που διέφυγε στη Δύση…
Ο Ερντογάν έχει επίσης, άλλο ένα μεγάλο πρόβλημα που πρέπει να λύσει. Οι Κούρδοι στο Ιράκ και την Τουρκία, κυρίως όμως στη Συρία, διακηρύττουν ότι αγωνίζονται για ένα κοσμικό φιλελεύθερο καθεστώς διακυβέρνησης. Επιδιώκουν την ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, ενώ αμφισβητούν τον ισλαμισμό και τον δογματισμό της ισλαμικής θρησκείας. Σε σύγκριση με σχεδόν όλους τους υπόλοιπους λαούς στην περιοχή, είναι μια… όαση φιλελευθερισμού. Η αντίθεση με την εικόνα ενός ανεξέλεγκτου, οργισμένου και πολεμοχαρούς Ερντογάν είναι μεγάλη και αποτυπώνεται όλο και πιο ευδιάκριτα στον δυτικό κόσμο...
* Αναδημοσίευση από τον «Φιλελεύθερο», αρ. φύλλου 98.
Φωτογραφία: Shutterstock