Με την Ουγγαρία και τη Πολωνία να σπρώχνουν προς τα πίσω την έγκριση του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και την ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και τον ΣΥΡΙΖΑ να προχωρά σε κρεσέντο παροχολογίας επιχειρώντας να καπηλευθεί πέραν της πανδημίας και την ύφεση που αυτή προκαλεί, η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με την ανάγκη ορθολογικής διαχείρισης της οικονομίας και την ανάγκη εφαρμογής της έκθεσης της επιτροπής Πισσαρίδη, η οποία επικεντρώνεται στην επιτακτική ανάγκη προώθησης των μεταρρύθμιση.
«Λεφτά από το ελικόπτερο» δεν πρόκειται να πέσουν στην αγορά όσο και αν ο ΣΥΡΙΖΑ πλειοδοτεί με κάθε ευκαιρία όπως έπραξε και με την τροπολογία μέσω της οποίας ζητά επί της ουσίας να πληρώσει το κράτος το δώρο Χριστουγέννων στον ιδιωτικό τομέα με ταυτόχρονη επιπλέον στήριξη των επιχειρήσεων. Μια πρόταση που συνδέεται με την ανάγκη να δώσει χέρι φιλίας στην μεσαία τάξη που ως κυβέρνηση αφαίμαξή προκειμένου να δημιουργήσει το λεγόμενο μαξιλάρι ασφαλείας που τώρα επικαλείται διαρκώς.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επιλέξει τον ανταρτοπόλεμο χτυπώντας μια στο μαλακό υπογάστριο της Δημόσιας Υγείας που βάλλεται διαρκώς από τον κορονοϊό σε σημείο που πλέον κινδυνεύει να τιναχθεί στον αέρα και μια στην οικονομική ύφεση, στην οποία έχει ποντάρει «όλα τα λεφτά» προκειμένου να υποστεί πληγεί η εμπιστοσύνη των πολιτών και να αποδομηθεί ο ίδιος ο Πρωθυπουργός που σε όλες τις δημοσκοπήσεις παραμένει το ισχυρό χαρτί μιας κυβέρνησης η οποία αντιμετωπίζει πολλαπλές κρίσεις.
Μετά το πρώτο κύμα του κορονοϊού η πλειοδοσία παροχών από τον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σταματήσει. Το πρόγραμμα «Μένουμε Όρθιοι Ι και ΙΙ», οι προτάσεις - υποσχέσεις από τη Θεσσαλονίκη και οι τελευταίες πιέσεις να δοθούν χρήματα στο υγειονομικό προσωπικό, στις επιχειρήσεις, στους εργαζόμενους και στους συνταξιούχους δείχνουν ότι δεν προτίθεται να σταματήσει να πιέζει και να επενδύει στην πρόκληση ρωγμών στην κοινωνική συνοχή.
Πιέσεις που δείχνουν να βρίσκουν αντίκρυσα σε μερίδα στελεχών της Κυβέρνησης αλλά και σε βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος που είτε σπεύδουν να εξαγγείλουν μέτρα ακόμη και αν αυτά έχουν εξαγγελθεί, με τη δικαιολογία εκ των υστέρων της «εξειδίκευσής τους» είτε (οι δεύτεροι) ασκούν πιέσεις να ανοίξει το «πουγκί» και να δοθούν παροχές προς όλους.
Ειδικά οι εκπρόσωποι της λεγόμενης λαϊκής δεξιάς που αντιδρούν και στις μεταρρυθμίσεις παρότι αποφεύγουν επισήμως να εγείρουν ανάλογα θέματα. Με τα «δεξιά σύνδρομα» να τους ακολουθούν αναζητούν ένα κοινωνικό πρόσωπο μέσα από την διάθεσή χρημάτων που όμως δεν υπάρχουν, αντί να επιδιώκουν την ανάκαμψη και την ανάπτυξη μέσα απο τις μεταρρυθμίσεις που η ίδια η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει και επιδιώκει, ένα μέρος της τουλάχιστον, να εφαρμόσει προκειμένου να δημιουργηθεί ένα τείχος προστασίας την επομένη της λήξης της πανδημίας.
Αρκεί να σημειωθεί ότι είναι σαφές για το οικονομικό επιτελείο πως «λεφτά δεν υπάρχουν» και το μήνυμα του πρωθυπουργού είναι σαφές από την αρχή. Όχι σε πλειοδοσία παροχών. Τα δεδομένα είναι σαφή και αποτυπώνονται στα... κατάστιχα του υπουργείου Οικονομικών.
Η χρηματοδότηση των μέτρων λαμβάνονται και τα οποία θεωρούνται προς το παρόν λελογισμένα θα οδηγήσει σε ένα έλλειμμα γενικής κυβέρνησης για το 2020 που θα υπερβεί τα 20 δισ. ευρώ ενώ για το 2021 εκτιμάται να υπερβεί τα 10 δισ. Ευρώ με βάση και τα μέτρα που προβλέπονται ήδη για το επόμενο έτος.
Επι της ουσίας μιλάμε για 30 δισ. ευρώ που προστίθενται στο δημόσιο χρέος και τα οποία δεν διαγράφονται παρά την προσπάθεια της αντιπολίτευσης να πείσει πως το γεγονός ότι αίρονται τα όρια των πλεονασμάτων και ο σφιχτός έλεγχος των δημοσιονομικών της χώρας επιτρέπει στην κυβέρνηση να προβεί σε ακόμη μεγαλύτερες παροχές.
Το μαραμένο «λεφτόδεντρο»
Το «λεφτόδεντρο μαράθηκε το 2015» δήλωνε ο Κυριάκος Μητσοτάκης απαντώντας στην πλειοδοσία παροχών που ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε κατά την πρώτη φάση της πανδημίας, απευθυνόμενος όμως και στο εσωτερικό της κυβέρνησης, της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Ν.Δ. και του κόμματος συνολικά.
Στέλνοντας με τον τρόπο αυτό ένα μήνυμα σύνεσης ως προς τη διαχείριση των δημοσιονομικών της χώρας. Το δεύτερο κύμα της πανδημίας ήρθε να τον επιβεβαιώσει, για την προσπάθεια που καταβλήθηκε να μην «ξεφύγει» η κατάσταση, ενώ οι φωνές για ένα τρίτο κύμα που θα ακολουθήσει ή για ενδεχόμενα νέα lockdown δείχνουν πως το λεγόμενο μαξιλάρι ασφαλείας που δεν είναι ανεξάντλητο πρέπει να παραμείνει ενεργό. Αυτή ήταν άλλωστε και η αιτία που η χώρα βρίσκοντας ιδιαιτέρως χαμηλά επιτόκια προχώρησε το προηγούμενο διάστημα σε νέο δανεισμό από τις αγορές που δείχνουν να εμπιστεύονται την σημερινή κυβέρνηση και τη διαχείρισή της την περίοδο της κρίσης.
Περισσότερο από ποτέ αναγκαίες οι μεταρρυθμίσεις
Το ζήτημα που ανακύπτει πλέον είναι κατά πόσο είναι εφικτό εν μέσω κρίσης να προωθηθούν αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές που προβλέπει το πρόγραμμα της Ν.Δ. (με το οποίο ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 2019) και προτείνει η επιτροπή Πισσαρίδη, βαλλόμενη φυσικά από τον ΣΥΡΙΖΑ και τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Αυτό ακριβώς είναι και το στοίχημα που δείχνει να έχει βάλει και ο πρωθυπουργός ο οποίος ανέθεσε στην εν λόγω επιτροπή να δώσει τις κατευθύνσεις για την εκπόνηση του εθνικού σχεδίου το οποίο και κατατέθηκε στις Βρυξέλλες. Ένα σχέδιο που κινείται σε δύο άξονες με τον πρώτο να αφορά στην προστασία και την τόνωση της απασχόλησης και τον δεύτερο να συμπεριλαμβάνει δραστικές αλλαγές.
Αλλαγές που απαιτούν όμως πέραν της δεδηλωμένης θέσης του πρωθυπουργού και στελέχη έτοιμα να ριχτούν στη μάχη της ανασυγκρότησης, πέραν μικροκομματικών και ψηφοθηρικών διαθέσεων. Στελέχη που να πιστεύουν ακριβώς στην ανάγκη μεταρρυθμίσεων σε όλους τους τομείς. Από την ταχύτητα της απονομής της δικαιοσύνης μέχρι τη διευκόλυνση των επενδύσεων και την στήριξη των εργαζομένων όχι μέσω διαρκών απαλλαγών και παροχών αλλά μέσω θέσεων εργασίας.
Η μεταρρύθμιση στην Δικαιοσύνη
Η άρση των εμποδίων για τη σύσταση ισχυρών επιχειρήσεων, η ελάφρυνση βαρών της μισθωτής εργασίας η φορολογική ελάφρυνση των επενδύσεων αλλά και η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συνταξιοδοτικού με τον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα, και η ενίσχυση όχι μόνοι του τουρισμού αλλά και άλλων τομέων της χώρας όπως η παραγωγή και η μεταποίηση, σίγουρα όχι μέσω των κλασσικών μορφών επιδοτήσεων. Κυρίως δε, μέσα από την μεταρρύθμιση στη Δικαιοσύνη με στόχο την ταχεία απόδοσή της και την άμβλυνση των παραμέτρων που οδηγούν σε μακροχρόνιες προστριβές.
Και αυτό σε αντίθεση με όσα οι συνδικαλιστικοί τους εκπρόσωποι εμφανίστηκαν να πρεσβεύουν μόλις τον προηγούμενο μήνα όταν μετά από μια συνάντηση που είχαν με τον αρμόδιο υπουργών για θέματα που αφορούν τον κλάδο εξέδωσαν μια ανακοίνωση στην οποία μεταξύ άλλων ανέφεραν πως «εκφράσαμε την πλήρη αντίθεσή μας σε οποιονδήποτε σχεδιασμό αξιοποίησης της Δικαιοσύνης ως εργαλείου προσέλκυσης επενδύσεων, όπως προτείνει το σχέδιο της επιτροπής Πισσαρίδη»…
Με την αντιπολίτευση να πετά πέτρες σε κάθε προσπάθεια, κυβερνητικά στελέχη να επιδιώκουν να κονταροχτυπηθούν μαζί της σε μια πλειοδοσία παροχών και κομματικά στελέχη να ζητούν περισσότερο κοινωνικό πρόσωπο η μάχη με τις απαραίτητες αλλαγές καθίσταται σκληρή αλλά απαραίτητη ώστε μετά την πανδημία να μη γυρίσει η χώρα πίσω στην εποχή που οδήγησε στα μνημόνια.