Του Δημήτρη Δημητράκου
Η μετανάστευση γενικά μπορεί να κριθεί ως θετικό φαινόμενο, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Από αποκλειστικά θεωρητικής οικονομικής απόψεως, ο μέτοικος -αυτός που μετοικεί γενικά, είτε πρόσφυγας είτε μετανάστης, που εγκαθίσταται σε διαφορετικό τόπο από τον δικό του- είναι εργατικό δυναμικό που κινείται, ανθρώπινο κεφάλαιο που συντελεί στην παραγωγή, πολύτιμη πλουτοπαραγωγική πηγή.
Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2009, οι οικονομολόγοι Bryan Caplan και Vipul Naik έδειξαν πόσο μεγάλη και ανορθόλογη σπατάλη δημιουργείται από την ακινησία μεγάλης μάζας εργατικού δυναμικού που παραμένει ανενεργή ή υποαπασχολείται σε περιοχές στις οποίες δεν έχει ευκαιρίες παραγωγικής απασχόλησης, ενώ θα μπορούσε να αξιοποιηθεί σε άλλες, όπου τέτοιες ευκαιρίες αφθονούν. Ο Michael Clemens, ειδικός σε θέματα παγκόσμιας οικονομίας, με ανάλυση μαζικών σειρών δεδομένων, υπολόγισε ότι η ανθρωπότητα θα μπορούσε να γίνει πλουσιότερη κατά 78 τρισ. δολ. Δηλαδή, θα διπλασιαζόταν ο παγκόσμιος πλούτος, με την κατάργηση κάθε εμποδίου ή απαγόρευσης εισόδου σε ανθρώπους που θέλουν να μετοικήσουν.
Βέβαια, η δυνατότητα αυτή είναι υποθετική και μη ρεαλιστική. Αποτελεί, όμως, μια αρχική βάση για να τεθεί το πρόβλημα της σχέσης οφέλους/κόστους της μαζικής μετοίκησης. Κατ' αρχάς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ανοιχτά σύνορα δεν σημαίνει ότι καταργούνται. Σημαίνει ελεύθερη κίνηση εργατικού δυναμικού. Επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχουν πολλά μη θεσμικά εμπόδια στη δυνατότητα μετοίκησης, τα οποία είναι κοινωνικά και ψυχολογικά. Δεν παίρνει κανείς εύκολα την απόφαση να εγκατασταθεί αλλού, εκτός αν κινδυνεύει, αν είναι πρόσφυγας. Οι οικογενειακοί, πολιτισμικοί και συναισθηματικοί δεσμοί είναι μεγάλοι. Η απόφαση μετανάστευσης, όταν λαμβάνεται, είναι ορθολογική: αυτός που την παίρνει, έχει κάνει τους υπολογισμούς του.
Συνηθέστατα, όμως, οι μέτοικοι είναι άτομα ή οικογένειες που φεύγουν από εμπόλεμες ζώνες ή κατεστραμμένες περιοχές. Ακόμα και αν είναι μετανάστες και όχι πρόσφυγες, εγκαταλείπουν χαοτικές χώρες, όπου δεν εξασφαλίζεται η έννομη τάξη και η ασφάλεια. Δεν αποτελούν, επομένως, εργατικό δυναμικό που θα συμβάλει άμεσα στην παραγωγή της χώρας στην οποία εισρέουν. Το κόστος υποδοχής τους θα πρέπει να το αναλάβει η χώρα που τους δέχεται - συνήθως, θέλοντας και μη. Δημιουργούνται φόβοι για πτώση ποιότητας ζωής και πολιτισμικής αλλοίωσης. Αυτοί οι φόβοι ενισχύονται από το ότι πολλοί από τους μετοίκους -η πλειονότητα, υπό τις τρέχουσες συνθήκες- είναι μουσουλμάνοι και έχουν ριζωμένες εμμονές στη διατήρηση του δικού τους τρόπου ζωής, της δικής τους νοοτροπίας και τρόπου συμπεριφοράς. Αρνούνται -ή δυσκολεύονται- να προσαρμοστούν στις αρχές που διέπουν τους θεσμούς και τον τρόπο διαβίωσης που επικρατούν στις χώρες προσέλευσής τους. Εκεί βρίσκεται το πρόβλημα. Διότι, υπό αυτές τις συνθήκες, δημιουργείται το κλίμα που ευνοεί την πολιτισμική σύγκρουση, η οποία μπορεί να πάρει βίαιες μορφές και ενθαρρύνει την άνοδο ακραίων πολιτικών δυνάμεων.
Η λύση στο πρόβλημα αυτό είναι η ενσωμάτωση, η προσαρμογή των μετοίκων στον δυτικό τρόπο ζωής - εφόσον σχεδόν πάντα επιζητούν να εγκατασταθούν σε χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής ή της Αυστραλίας. Μπορούν να διατηρήσουν τα πολιτισμικά στοιχεία τους, εφόσον δεν συγκρούονται με τις βασικές αρχές και τους νόμους των χωρών στις οποίες εγκαθίστανται. Αυτό σημαίνει, όμως, ότι η προσαρμογή θα είναι μακροχρόνια και επίπονη. Οι χώρες υποδοχής αντιμετωπίζουν ένα σύνθετο πρόβλημα, που συνίσταται από τη μία πλευρά στην εξασφάλιση κατάλληλων συνθηκών υποδοχής και ενσωμάτωσης των μετοίκων, και από την άλλη στη μη υποχώρηση σε πιέσεις που κατατείνουν στην επικράτηση του μοντέλου ζωής που μεταφέρουν οι μέτοικοι. Άλλωστε, είναι προς το συμφέρον των ίδιων των μετοίκων η διατήρηση του δυτικού μοντέλου, διότι ακριβώς αυτό είναι που λειτούργησε ως πόλος έλξης για τη μετοίκησή τους.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο 9ης Οκτωβρίου